Τι σημαίνει το a face στο Ρουμάνος;

Ποια είναι η σημασία της λέξης a face στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του a face στο Ρουμάνος.

Η λέξη a face στο Ρουμάνος σημαίνει φτιάχνω, κατασκευάζω, χτίζω, διαμορφώνω, πηγαίνω για κτ, πάω για κτ, φτιάχνω, κάνω, προκαλώ, δημιουργώ, κάνω, κάνω, να είσαι, να είστε, κάνω, φτιάχνω, κάνω, δίνω, κάνω, φτιάχνω, κάνω, τοποθετώ, χρειάζομαι, ανοίγω, βγάζω, κάνω, ισοζυγίζω, ανοίγω, φτιάχνω, υποβάλλω, κάνω, τραβάω, τραβώ, κατασκευάζω, φτιάχνω, κάνω, τραβάω, βγάζω, κάνω, κάνω, αποκαλώ, κάνω, αποκομίζω, ντόρος, χαμός, σαματάς, δημιουργός, φλερτ, σεμνότυφος, αυταρχικός, πάνω πάνω, με τον καλύτερο τρόπο, κάνω τα ψώνια, κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις, πιάνω την καλή, στεγάνωση, κλείσιμο του ματιού, μπαρότσαρκα, συνδυασμός, τοποθέτηση υδρορροών, βγάζω νοκ άουτ, εγγράφομαι για υπερβολικά πολλά, κάνω καρπούς, συμφιλιώνομαι, καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι, αυξάνω τις πιθανότητες, κάνω ένα σημαντικό βήμα, κάνω μια σύγκριση, διακρίνω, ταιριάζω, καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια, ρυθμίζω, προσαρμόζω, βγάζω μια ανακοίνωση, κάνω μια ανακοίνωση, κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα, το προσπαθώ, κάνω προσφορά, κάνω κτ πιο όμορφο, ταράζω τα νερά, κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει, είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη, ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω, βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση, ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κορτάρω, παραλαμβάνω, τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα, στρώνω το κρεβάτι, κάνω κτ εναλλάξ, προκαλώ αναστάτωση, βουλώνω το στόμα, το βουλώνω, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα, βγάζω στον αέρα, αφοδεύω, ισοσκελίζω, διατηρώ φρούδες ελπίδες, γνωρίζω, τα χώνω, τη λέω, κάνω καλή πράξη, κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατό, κάνε ό,τι θέλεις. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης a face

φτιάχνω, κατασκευάζω

(a construi)

Copiii au făcut case din cuburi.
Τα παιδιά έφτιαξαν σπιτάκια με κύβους.

χτίζω, διαμορφώνω

(carieră) (μτφ: καριέρα, κτλ)

πηγαίνω για κτ, πάω για κτ

(activitate fizică)

φτιάχνω

Țesătorii au făcut o pălărie din frunze de palmier.
Οι υφάντρες έφτιαξαν ένα καπέλο από φύλλα φοίνικα.

κάνω, προκαλώ, δημιουργώ

(a cauza)

Câinii au făcut zarvă pe stradă.
Οι σκύλοι προκάλεσαν (or: δημιούργησαν) αναταραχή στον δρόμο.

κάνω

(a convinge) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

L-am făcut să-mi mărească salariul.
Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση.

κάνω

(o gaură) (τρύπα)

Ο Τζιμ έκανε μια τρύπα στο πουλόβερ του.

να είσαι, να είστε

(προστακτική)

Fă liniște!

κάνω

Fă așa cu mâinile.

φτιάχνω, κάνω

(τα νύχια μου)

Petrece jumătate de oră zilnic ca să-și facă unghiile.

δίνω

(κάτι σε κάποιον)

Îmi face mare plăcere să vă primesc în această seară.

κάνω

Πέντε μείον τρία μας κάνει δύο.

φτιάχνω

(patul) (καθομιλουμένη)

Τα κορίτσια πρέπει να φτιάχνουν (or: στρώνουν) το κρεβάτι τους κάθε πρωί.

κάνω

(καθομιλουμένη)

Δύο και δύο κάνουν τέσσερα.

τοποθετώ

(referitor la pariuri)

Mai aveți un minut să faceți pariurile.

χρειάζομαι

(în expresii)

Ce să fac ca să te conving?
Τι θα πάρει για να πεισθείς;

ανοίγω

Trebuie să facem o potecă prin pădure.

βγάζω, κάνω

(a-și face nevoile)

S-a scremut tare și a făcut un căcat cât toate zilele de mare.
Ζορίστηκε πολύ και έκανε μια τεράστια κουράδα.

ισοζυγίζω

Contabilul firmei mereu face bilanțurile.
Ο λογιστής της εταιρείας ισοζυγίζει πάντοτε τα βιβλία.

ανοίγω

(δρόμο)

A făcut drum prin lanul de porumb cu tractorul său.
Άνοιξε με το τρακτέρ του ένα μονοπάτι μέσα από το καλαμποκοχώραφο.

φτιάχνω

În anumite locuri din lume se fac piese de mașină din fier vechi.
Σε μερικά μέρη του κόσμου κατασκευάζουν ανταλλακτικά αυτοκινήτων από παλιοσίδερα.

υποβάλλω

A făcut o ofertă pentru a achiziționa afacerea.
Υπέβαλε προσφορά, για να αγοράσει την εταιρεία.

κάνω

(argou)

Să nu faci prostii la masă.
Μην κάνεις καμιά ανοησία στο δείπνο.

τραβάω, τραβώ

(μεταφορικά)

Fotograful a făcut 50 de poze.
Ο φωτογράφος τράβηξε 50 φωτογραφίες.

κατασκευάζω, φτιάχνω

κάνω

τραβάω, βγάζω

κάνω

(εργασίες)

Ce faci de fapt în birou?
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Τι κάνεις σήμερα το απόγευμα;

κάνω

(referitor la meserii) (επάγγελμα, δουλειά)

Ce faci pentru a-ți câștiga existența?
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Τι δουλειά κάνεις;

αποκαλώ

Cum îndrăznești să mă faci mincinos?
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Μαμά, η αδερφή μου με είπε χαζή!

κάνω

Cât face dacă vreau să cumpăr mașina asta?

αποκομίζω

Firma a făcut (a obținut) profit trimestrul trecut.

ντόρος, χαμός, σαματάς

(ανεπίσημο)

Nu mi-a plăcut filmul ăla deloc, nu înțeleg de ce s-a făcut atâta caz pe seama lui.
Δεν μου άρεσε καθόλου αυτή η ταινία. Δεν μπορώ να καταλάβω γιατί έγινε τόσος ντόρος.

δημιουργός

(figurat)

A fost ca o moașă pentru o nouă generație de calculatoare.
Ήταν ο δημιουργός μιας νέας γενιάς υπολογιστών.

φλερτ

(făcută unei femei)

σεμνότυφος

Μην είσαι σεμνότυφος. Πες μας τι σκέφτεσαι.

αυταρχικός

πάνω πάνω

(μεταφορικά)

με τον καλύτερο τρόπο

κάνω τα ψώνια

κάνε αυτό που πρέπει να κάνεις

πιάνω την καλή

(βγάζω πολλά χρήματα)

στεγάνωση

κλείσιμο του ματιού

μπαρότσαρκα

(αργκό)

Για να γιορτάσουν τα γενέθλιά του, οι φίλοι του Ιβάν τον πήγαν για μπαρότσαρκα.

συνδυασμός

τοποθέτηση υδρορροών

βγάζω νοκ άουτ

εγγράφομαι για υπερβολικά πολλά

(de obicei la diateza pasivă)

κάνω καρπούς

(δέντρο)

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Μπορεί να χρειαστούν αρκετά χρόνια πριν αρχίσει να κάνει καρπούς μια νέα λεμονιά.

συμφιλιώνομαι

καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι

(κυριολεκτικά)

Τώρα που ήρθε η άνοιξη, είναι καιρός να συγυρίσουμε το σπίτι.

αυξάνω τις πιθανότητες

κάνω ένα σημαντικό βήμα

(μεταφορικά)

κάνω μια σύγκριση

διακρίνω

ταιριάζω

καταβάλλω ιδιαίτερη προσπάθεια

ρυθμίζω, προσαρμόζω

βγάζω μια ανακοίνωση, κάνω μια ανακοίνωση

κάνω μια προσπάθεια, κάνω μια απόπειρα

το προσπαθώ

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ας κάνουμε όλοι μια προσπάθεια για να τα πάμε καλά.

κάνω προσφορά

κάνω κτ πιο όμορφο

ταράζω τα νερά

(μεταφορικά)

κάνω το κεφάλι κπ να γυρίζει

(μεταφορικά)

είμαι σε τροχιά γύρω από τη γη

ξεφαντώνω, γλεντάω, γλεντοκοπάω

(μεταφορικά)

Για να γιορτάσουν τη νίκη τους, ολόκληρη η ποδοσφαιρική ομάδα βγήκε να ξεφαντώσει.

βρίσκω μία συμβιβαστική λύση, κάνω συμβιβασμό, εξισορροπώ μία κατάσταση

ερωτοτροπώ, φλερτάρω, κορτάρω

παραλαμβάνω

Μόλις παρέλαβα ένα μεγάλο μυστηριώδης πακέτο.

τα κάνω χάλια, τα κάνω μούσκεμα, τα κάνω θάλασσα

(μεταφορικά)

στρώνω το κρεβάτι

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Τώρα που χρησιμοποιούμε παπλώματα αντί για σεντόνια και κουβέρτες, το να στρώνεις το κρεβάτι είναι πολύ πιο εύκολο. Η κυρία Νέλσον επιμένει να στρώνουν τα παιδιά τα κρεβάτια τους κάθε πρωί.

κάνω κτ εναλλάξ

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Θέλεις να οδηγούμε εναλλάξ;

προκαλώ αναστάτωση

(colocvial)

βουλώνω το στόμα, το βουλώνω

(argou) (άκομψο, μεταφορικά)

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω θάλασσα

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

βγάζω στον αέρα

αφοδεύω

ισοσκελίζω

(προϋπολογισμός κλπ)

διατηρώ φρούδες ελπίδες

γνωρίζω

τα χώνω, τη λέω

(αργκό, μεταφορικά)

Εσύ μια χαρά τα χώνεις, αλλά δεν σου αρέσει όταν σου τη λένε.

κάνω καλή πράξη

(κάνω κάτι καλό)

κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, κάνω ότι είναι δυνατό

κάνε ό,τι θέλεις

Ας μάθουμε Ρουμάνος

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του a face στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.

Γνωρίζετε για το Ρουμάνος

Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.