Τι σημαίνει το alimento στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης alimento στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του alimento στο Ιταλικό.
Η λέξη alimento στο Ιταλικό σημαίνει κινώ, διατροφικός, πεπτικός, τροφοδοτώ, τροφοδοτώ, παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια, αναζωπυρώνω, διαιωνίζω, τροφοδοτώ, μεγαλώνω, θρέφω, τρέφω, τροφοδοτώ, καλλιεργώ, σίτισης, τροφή, τροφή, τροφή για κτ, τροφή, ρίχνω κτ στάγδην, άσχετος με τη διατροφή, τροφική αλυσίδα, χρωστική τροφίμων, διατροφική διαταραχή, τροφική δηλητηρίαση, διαιτητική χοληστερόλη, πρόσθετο τροφίμων, τράπεζα τροφίμων, υγιεινή τροφίμων, ασφάλεια τροφίμων, εδώδιμες ίνες, μανία να τραφούν, σπατάλη τροφίμων, βιομηχανία τροφίμων, ταΐζω με το ζόρι, ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι, τροφική αλυσίδα, πυραμίδα της διατροφής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης alimento
κινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vento alimenta il generatore elettrico. Ο άνεμος κινεί την ηλεκτρική γεννήτρια. |
διατροφικόςaggettivo (legato all'alimentazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεπτικόςaggettivo (legato alla digestione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τροφοδοτώverbo transitivo o transitivo pronominale (letterale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John ha alimentato il fuoco con dell'altro carbone. Ο Τζον τροφοδότησε τη φωτιά με λίγα ακόμα κάρβουνα. |
τροφοδοτώ(figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I problemi finanziari hanno alimentato la discussione tra Mary e Kyle. Τα οικονομικά προβλήματα πυροδότησαν τον καυγά ανάμεσα στην Μαίρη και τον Κάιλ. |
παρέχω ενέργεια σε κτ, τροφοδοτώ κτ με ενέργεια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La luce del sole alimenta praticamente ogni forma vivente del pianeta. |
αναζωπυρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jeremy alimentò il fuoco. |
διαιωνίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Troppi complimenti alimentano il suo bisogno di ricevere costantemente approvazioni dagli altri. |
τροφοδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tubo alimenta il radiatore. Αυτός ο σωλήνας τροφοδοτεί το καλοριφέρ. |
μεγαλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non dire niente che alimenti il suo ego. |
θρέφω, τρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il riso da solo non può nutrire questi bambini. Το ρύζι από μόνο του δε θα συντηρήσει αυτά τα παιδιά. |
τροφοδοτώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sta diventando freddo qui. Attizzeresti il fuoco per me? |
καλλιεργώverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cercate di coltivare un atteggiamento distaccato. Προσπάθησε να καλλιεργήσεις μια στάση αποστασιοποίησης. |
σίτισης(del bestiame) (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τροφήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τροφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I bambini nel campo hanno bisogno di alimenti migliori. Τα παιδιά στην κατασκήνωση χρειάζονται καλύτερη τροφή. |
τροφή για κτsostantivo maschile (figurato: argomento) (μεταφορικά) Le sue esperienze, buone e cattive, sono diventate tutte alimento per il suo romanzo. |
τροφήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Gli atleti hanno bisogno di più nutrimento delle persone normali. |
ρίχνω κτ στάγδην
Questo componente versa il lubrificante all'interno del meccanismo. |
άσχετος με τη διατροφήaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A volte ci sono dei fattori non dietetici (or: non alimentari) che contribuiscono all'obesità. |
τροφική αλυσίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il plancton fa parte dell'ultimo livello della catena alimentare marina. |
χρωστική τροφίμωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διατροφική διαταραχήsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La bulimia è un disordine alimentare in crescita. |
τροφική δηλητηρίασηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È bastato dare un'occhiata a quel locale per capire che ci avrebbe provocato un'intossicazione alimentare. Si domandava se a causare il vomito fosse stata l'influenza o un'intossicazione alimentare. Κρίνοντας από την όψη της καφετέριας, θα πάθουμε όλοι τροφική δηλητηρίαση μέχρι το τέλος της βραδιάς. Αναρωτήθηκε αν ο εμετός ήταν από τροφική δηλητηρίαση ή από τη γρίπη. |
διαιτητική χοληστερόληsostantivo maschile (στις τροφές) |
πρόσθετο τροφίμωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il colore caratteristico della cola è dovuto ad un additivo alimentare. |
τράπεζα τροφίμωνsostantivo maschile (φιλανθρωπική δομή) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υγιεινή τροφίμωνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ασφάλεια τροφίμωνsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εδώδιμες ίνεςsostantivo femminile |
μανία να τραφούνsostantivo femminile (καρχαρίες, πιράνχας κλπ.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σπατάλη τροφίμωνsostantivo plurale maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ogni anno le famiglie scozzesi gettano 630.000 tonnellate di rifiuti alimentari. |
βιομηχανία τροφίμωνsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ταΐζω με το ζόρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il suo sciopero della fame fu interrotto dopo che la costrinsero a mangiare. Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι. |
ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le guardie hanno costretto il detenuto a mangiare. |
τροφική αλυσίδαsostantivo femminile |
πυραμίδα της διατροφήςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του alimento στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.