Τι σημαίνει το beg for στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης beg for στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beg for στο Αγγλικά.
Η λέξη beg for στο Αγγλικά σημαίνει ικετεύω, παρακαλώ, ικετεύω, εκλιπαρώ, ικετεύω, εκλιπαρώ, ικετεύω, εκλιπαρώ, ζητιανεύω, ζητιανεύω κτ από κπ, ζητιανεύω, ικετεύω, ζητιανεύω, ικετεύω, εκλιπαρώ, ικετεύω έλεος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης beg for
ικετεύω, παρακαλώ(plead to obtain) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ικετεύω, εκλιπαρώtransitive verb (formal, dated (implore, plead with [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Please don't leave me, I beg you! Μη με αφήνεις, σε ικετεύω (or: εκλιπαρώ)! |
ικετεύω, εκλιπαρώverbal expression (plead with [sb] to do [sth]) (κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) She begged her parents to buy her the toy. Ικέτευσε τους γονείς της να της αγοράσουν το παιχνίδι. |
ικετεύω, εκλιπαρώ(implore [sb] for [sth]) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He keeps begging his mother for a new phone, but she says she can't afford it. Συνεχίζει να παρακαλάει (or: θερμοπαρακαλάει) τη μητέρα του να του αγοράσει καινούριο κινητό, αλλά εκείνη του λέει ότι δεν έχει την οικονομική δυνατότητα να το κάνει. |
ζητιανεύωtransitive verb (request food, money) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) It was a poor city and there were people begging money on almost every street corner. Ήταν μια φτωχή πόλη και άνθρωποι που ζητιάνευαν χρήματα σχεδόν σε κάθε γωνία. |
ζητιανεύω κτ από κπ(request food, money) The poor boy begged food and money from strangers on the street. Το φτωχό αγόρι ζητιάνευε φαγητό και λεφτά από ξένους στον δρόμο. |
ζητιανεύωintransitive verb (request alms) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) When he lost his job, he started to sit on the street corner and beg. Αφού έχασε τη δουλειά του, άρχισε να κάθεται σε μια γωνιά του δρόμου και να επαιτεί. |
ικετεύωintransitive verb (ask humbly) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Would you please do me this favour? Don't make me beg. Θα μου κάνεις αυτή τη χάρη; Μη με κάνεις να σε ικετεύσω. |
ζητιανεύωintransitive verb (dog: sit up as if to request food) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) My dog does tricks when I say "roll over!" or "beg!" Ο σκύλος μου κάνει κόλπα όταν του λέω «Κάνε μια στροφή!» ή «Παρακάλα!» |
ικετεύω, εκλιπαρώ(formal (implore [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I must beg of you to grant me one favour. Σε θερμοπαρακαλώ να μου κάνεις μια χάρη. |
ικετεύω έλεοςverbal expression (plead for leniency) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Even though the unarmed woman begged for mercy, the terrorist killed her. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beg for στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του beg for
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.