Τι σημαίνει το beviamoci στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης beviamoci στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beviamoci στο Ιταλικό.
Η λέξη beviamoci στο Ιταλικό σημαίνει πίνω, πίνω, πίνω, καταναλώνω, απορροφώ, πίνω, πίνω, πίνω, ρουφάω, πίνω, πόση, πίνω, στο πιοτό, τρώω, καταβροχθίζω, ποτό, ποτό, πίνω υπερβολικά πολύ, ποτίζω, πόσιμος, αλκοολικός, αλκολικός, μέχρι τέλους, φέρε το ποτό σου, σνακ, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, ποτό, αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ, κάνω κπ να πιστέψει, πίνω σαν νεροφίδα, πίνω κάτι παραπάνω, είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος, αρχίζω να πίνω, γίνομαι τύφλα στο μεθύσι, γίνομαι ντίρλα, βγαίνω για να τα πιω, μπεκρουλιάζω, τελειώνω, πίνω, ρουφώ κτ με θόρυβο, κατεβάζω, φαγητό και ποτό, πάω για ένα ποτό, είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένος, τρώω με θόρυβο, ρουφάω, ρουφώ, βγάζω έξω, πετάω έξω, πίνω όλο, κάνω πρόποση, κατεβάζω, κερνάω, κερνώ, νηφάλιος, ώρα μετά την οποία είναι αποδεκτή η κατανάλωση αλκοόλ, κάνω πικνίκ στο πίσω μέρος του αυτοκινήτου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης beviamoci
πίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bevi dell'acqua se hai sete. Πιες λίγο νερό αν διψάς. |
πίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Bisogna di mangiare e di bere se si vuole rimanere in vita e in salute. Πρέπει να τρως και να πίνεις αν θες να παραμείνεις υγιής. |
πίνω(alcool) (αλκοόλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo bisogno di succo d'arancia per quelli che non bevono. Χρειαζόμαστε χυμό πορτοκάλι για αυτούς που δεν πίνουν. |
καταναλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I nostri animali consumano parecchio foraggio ogni giorno. Τα ζώα μας καταναλώνουν αρκετή τροφή καθημερινά. |
απορροφώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La spugna ha assorbito tutta l'acqua. |
πίνωverbo intransitivo (bevande alcoliche) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stasera è piuttosto loquace, mi chiedo se ha bevuto. |
πίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se bevi troppo alcol ti ubriacherai. |
πίνω(alcool) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La cattiva abitudine di Marco è che beve spesso. |
ρουφάω, πίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (colloquiale, figurato: credere) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lui la riempie di complimenti e lei si beve tutto. |
πόσηsostantivo maschile (κατανάλωση υγρών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mangiare e il bere sono necessari alla sopravvivenza. |
πίνωverbo intransitivo (alcolici) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Veronica ha bevuto troppo e non è potuta tornare a casa in macchina. |
στο πιοτό(alcol) (ανεπίσημο: το ρίχνω) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Martin ha bevuto di nuovo. |
τρώω(φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καταβροχθίζω(figurato: consumare) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nuova stampante si mangia tanta di quella carta che c'è da preoccuparsi. Ο νέος εκτυπωτής καταβροχθίζει τις προμήθειες χαρτιού με ανησυχητικό ρυθμό. |
ποτό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Serve qualcosa di alcolico a questa festa. Χρειαζόμαστε ξύδια για το πάρτι. |
ποτό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Prendo ancora una cosa da bere prima di andarmene. Θα πάρω ακόμα ένα ποτό πριν φύγω. |
πίνω υπερβολικά πολύ(κατά λέξη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli studenti di college che si sbronzano alle feste sono diventati un problema diffuso. Οι φοιτητές που πίνουν υπερβολικά πολύ στα πάρτυ είναι ένα πρόβλημα που έχει εξαπλωθεί. |
ποτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devi nutrire e abbeverare i cavalli. |
πόσιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo vino è bevibile o è andato a male? |
αλκοολικός, αλκολικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μέχρι τέλους(figurato) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Avevo i crampi durante la scalata, ma ero deciso a bere l'amaro calice fino in fondo. |
φέρε το ποτό σου(ristoranti) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σνακ(φαγητό) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Abbiamo ordinato cibi e bevande durante la partita di baseball. |
υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molti studenti al college si rovinano il curriculum perché nei fine settimana fanno abuso di alcol. |
ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'età legale per bere alcolici a New York è 21 anni. |
ποτόverbo transitivo o transitivo pronominale (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αλκοολούχο ποτό που δρα ως αντίδοτο για το χανγκόβερ
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω κπ να πιστέψει(κάτι ή ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il consulente finanziario mi ha fatto credere che i miei investimenti fossero al sicuro. |
πίνω σαν νεροφίδαverbo intransitivo (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sarà un alcolizzato ma di certo beve come una spugna. Μπορεί να μην είναι αλκοολικός όμως πίνει σαν νεροφίδα. |
πίνω κάτι παραπάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (αλκοόλ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il barista tenne le chiavi della sua macchina perché aveva bevuto qualche bicchiere di troppo. |
είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένοςverbo transitivo o transitivo pronominale Mamma mia, Audrey di nuovo bevuto un bicchiere di troppo! |
αρχίζω να πίνωverbo intransitivo (alcolici) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha iniziato a bere in giovane età. |
γίνομαι τύφλα στο μεθύσι, γίνομαι ντίρλαverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: alcol) (καθομιλουμένη) |
βγαίνω για να τα πιωverbo intransitivo (alcolici) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μπεκρουλιάζω(πίνω υπερβολικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τελειώνω, πίνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Finisci di bere, dobbiamo andare! |
ρουφώ κτ με θόρυβο(bevande, ecc.) (νερό ή υγρή τροφή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατεβάζω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φαγητό και ποτό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
πάω για ένα ποτόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Perché non andiamo a bere qualcosa per ricordare i bei tempi? |
είμαι μεθυσμένος, είμαι πιωμένοςverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) |
τρώω με θόρυβοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Detesto il modo in cui Jill beve rumorosamente quando sta a tavola. Η Τζιλ τρώει με θόρυβο. Δεν το ανέχομαι καθόλου. |
ρουφάω, ρουφώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I commensali bevevano educatamente a piccoli sorsi mentre ascoltavano il racconto del padrone di casa. |
βγάζω έξω, πετάω έξωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (καθομ: πελάτη από μαγαζί) |
πίνω όλοverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Finisci di bere il succo; è ora di andare. Πιες τον χυμό σου. Είναι ώρα να φύγουμε. |
κάνω πρόποση(με ποτό) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Facciamo un brindisi al presidente. Ας πιούμε στην υγειά το προέδρου. |
κατεβάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sempre competitivi, i due gemelli fecero una gara per vedere chi riusciva a tracannare la bibita più in fretta. |
κερνάω, κερνώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ieri sera quella donna generosa ha pagato da bere per tutti noi. Η γενναιόδωρη κυρία μας κέρασε όλους ποτά χτες το βράδυ. |
νηφάλιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ora sono sei mesi che James non beve alcolici. |
ώρα μετά την οποία είναι αποδεκτή η κατανάλωση αλκοόλsostantivo femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κάνω πικνίκ στο πίσω μέρος του αυτοκινήτουverbo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ci beviamo qualcosa insieme prima della partita. Ti va di venire? |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beviamoci στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.