Τι σημαίνει το cercalo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cercalo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cercalo στο Ιταλικό.

Η λέξη cercalo στο Ιταλικό σημαίνει ψάχνω, ψαρεύω, αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ, βρίσκω, ψάχνω, σκαλίζω για κτ, αναζητώ, ψάχνω, στρατολογώ, ψάχνω, επιζητώ, ψάχνω, ψαρεύω, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ, ζητάω, ζητώ, προσπαθώ σκληρά, αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ, ψάχνω, εξερευνώ, αναζητώ, ψάχνω, ψάχνω, αναζητώ, ψάχνω να αγοράσω κτ, ψάχνω, ψάχνω, ψάχνω, ελέγχω, στρέφομαι προς, ψάχνω, ερευνώ, ελέγχω, ψάξιμο, δοκιμάζω, προσπαθώ, προσπαθώ, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, επιδιώκω, επιζητώ, ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι, ψάχνω εξονυχιστικά, κάνω το καλύτερο που μπορώ, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του, διυλίζω τον κώνωπα, ψειρίζω, τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού, ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο, ψαχουλεύω για να βρω κτ, ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε, πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω, ψηλαφώ, ψηλαφίζω, αποφεύγω, επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω, γκουγκλάρω, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, αναζητώ καταφύγιο/προστασία, κάνω δίαιτα, ψάχνω ανάμεσα σε, κρατάω τα αφτιά μου τεντωμένα, αποφεύγω, κρατιέμαι από κτ, φλερτάρω, διαφημίζω, πλασάρω, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, παραφορτώνομαι, σκαλίζω, αφουγκράζομαι, ψάχνω, συλλέγω, περισυλλέγω, κυνηγάω, κυνηγώ, πείθω, ψάχνω βαθιά μέσα μου, ψάχνω, κυνηγάω, κυνηγώ, μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις, πιέζω, πάω να αρπάξω, τσιμπώ κτ, πάω γυρεύοντας, ψάχνω, προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ, αναζήτηση σπιτιού, προσπαθώ να πιάσω κτ, προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω, απειλώ κπ/κτ με μαχαίρι, ψάχνω, καλοπιάνω, αρπάζω, πιάνω, κρατώ, ψαχουλεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cercalo

ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Gli investigatori cercarono per giorni senza riuscire a trovare alcuna prova.
Οι αστυνομικοί έψαχναν για μέρες, αλλά δεν μπόρεσαν να βρουν αποδείξεις.

ψαρεύω

(αργκό, μεταφορικά: πελατεία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda cercava clienti inviando un volantino pubblicitario.
Η εταιρεία ψάρευε πελάτες στέλνοντας διαφημιστικά έντυπα.

αναζητάω, αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il detective sta cercando alcuni indizi per il crimine.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το βιβλίο το γύρευα καιρό.

ψάχνω, αναζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certe persone cercano l'amore su internet. Ti ho cercato ma non ti ho trovato.
Μερικοί άνθρωποι ψάχνουν την αγάπη στο ίντερνετ. Σε αναζήτησα, αλλά δεν μπόρεσα να σε βρω.

ψάχνω, αναζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo cercato per mesi il miglior ristorante tailandese in città.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sta cercando le chiavi.
Ψάχνει τα κλειδιά του.

σκαλίζω για κτ

(μεταφορικά, καθομ)

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (cibo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Uno scoiattolo rovistava sotto l'albero, cercando noci.

στρατολογώ

(candidati per un lavoro) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se non capisco una parola, la cerco nel dizionario.
Αν δεν καταλάβω μια λέξη, την ψάχνω στο λεξικό.

επιζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cercava la fama provando a recitare.
Επεδίωκε να γίνει διάσημη προσπαθώντας να γίνει ηθοποιός.

ψάχνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Chi cerca trova!
Όποιος ψάχνει, βρίσκει!

ψαρεύω

(καθομιλουμένη, μτφ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerca complimenti, ignorala e basta!

αναζητώ, ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agenzia sta cercando nuovi talenti.

αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sto cercando un nuovo fornitore di servizi: chi mi consigliereste?

ζητάω, ζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (richiedere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerchiamo consiglio da saggi maestri.

προσπαθώ σκληρά

(informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cerca di comportarti bene alla festa.

αναζητώ, ψάχνω, γυρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναζητώ, ψάχνω για, κυνηγώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando si trasferì in una nuova città, decise di cercare persone che la pensassero come lei.
Όταν μετακόμισε σε καινούρια πόλη αποφάσισε να αναζητήσει ομοϊδεάτες της.

ψάχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se non sai chi era Ada Lovelace, cercala su internet.
Ψάξε την στο διαδίκτυο αν δεν ξέρεις ποια ήταν η Άντα Λάβλεϊς.

εξερευνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι χαρακτήρες των μεσαιωνικών ρομάντζων πάντοτε ταξιδεύουν και πολεμούν.

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La leggenda racconta di come i cavalieri di re Artù ricercarono il Santo Graal.
Ο μύθος περιγράφει πώς οι ιππότες του βασιλιά Αρθούρου αναζητούσαν (or: έψαχναν) το Άγιο Δισκοπότηρο.

ψάχνω, αναζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (internet)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha cercato la risposta su internet.
Έκανε αναζήτηση για να βρει την απάντηση στο διαδίκτυο.

ψάχνω να αγοράσω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Frugava nella sua borsa alla ricerca del rossetto.
Έψαχνε στην τσάντα της, αναζητώντας το κραγιόν της.

ψάχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψάχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho perso le chiavi, dovrò cercarle.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ann ha controllato che il documento non contenesse errori prima di stamparlo.
Η Άννα έλεγξε το έγγραφο για λάθη πριν το εκτυπώσει.

στρέφομαι προς

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Anziché scusarsi per i suoi errori, Don ricorre sempre a delle scuse.

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sto pensando ad alcune frasi d'esempio che siano davvero efficaci.

ερευνώ, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ερευνούμε πτήσεις με έκπτωση για Λονδίνο.

ψάξιμο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho rovistato un po' in frigo e ho trovato gli ingredienti per fare una gustosa zuppa.

δοκιμάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai mai provato il bungee jumping?

προσπαθώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io cerco di fare del mio meglio.
Προσπαθώ να κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ.

προσπαθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerca di fare tutti i tuoi compiti stasera.
Προσπάθησε να κάνεις όλα σου τα μαθήματα από απόψε.

αναζήτηση πλούσιου γαμπρού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I suoi amici criticavano la sua tendenza a cercare uomini facoltosi.

επιδιώκω, επιζητώ

(προσπαθώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cerco di recuperare il mio onore.

ψάχνω για χρυσό, ψάχνω για χρυσάφι

verbo transitivo o transitivo pronominale (setacciando la sabbia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cercava l'oro vicino San Francisco.

ψάχνω εξονυχιστικά

Durante l'indagine per ritrovare il bambino scomparso, la polizia ha cercato dappertutto.

κάνω το καλύτερο που μπορώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω

verbo intransitivo (να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi sforzo sempre di fare del mio meglio in qualunque mia attività.

παιχνίδι κατά το οποίο κπ παίρνει μήλα από το νερό με τα δόντια του

verbo intransitivo (gioco per bambini)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

διυλίζω τον κώνωπα

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ψειρίζω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρώω τον κόσμο, ψάχνω παντού

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho cercato le mie chiavi per mari e per monti, ma non le trovo da nessuna parte.

ψάχνω παντού, τρώω τον κόσμο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Guardammo dappertutto ma non riuscimmo a trovarlo.

ψαχουλεύω για να βρω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cercò a tastoni i fiammiferi nel buio per poter accendere la candela.

ψάχνω μέσα σε, αναζητώ σε

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πασχίζω, αγωνίζομαι, προσπαθώ, παλεύω

(να πετύχω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ψηλαφώ, ψηλαφίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποφεύγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amanda evitò di dare a Oliver la brutta notizia.

επιχειρώ, προσπαθώ, δοκιμάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Proverò a parlargli lunedì.
Θα επιχειρήσω να του μιλήσω τη Δευτέρα.

γκουγκλάρω

(καθομ, εμπορικό σήμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se non sai chi sia Rosalind Franklin, cercala su Google.

προσφεύγω στη δικαιοσύνη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I negoziatori stanno cercando la pace in Medio Oriente.

αναζητώ καταφύγιο/προστασία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La bufera spinse gli escursionisti a cercare rifugio in una grotta.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η καταιγίδα ανάγκασε τους πεζοπόρους να αναζητήσουν καταφύγιο στη σπηλιά. Το μοναχικό παιδί αναζήτησε καταφύγιο στα βιβλία.

κάνω δίαιτα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψάχνω ανάμεσα σε

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho cercato tra le vecchie carte polverose in soffitta, sperando di trovare il certificato di nascita di mio nonno.

κρατάω τα αφτιά μου τεντωμένα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφεύγω

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si può cercare di sfuggire ai problemi, ma questo non li risolve.

κρατιέμαι από κτ

verbo

φλερτάρω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Πωλ φλέρταρε με τη συνάδελφό του.

διαφημίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Linda era in difficoltà col pagamento del mutuo, perciò decise di cercare un inquilino tramite annuncio.

πλασάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il rappresentante di vendite bussava a tutte le porte della via cercando di vendere i suoi prodotti.
Ο αντιπρόσωπος πωλήσεων πήγαινε από πόρτα σε πόρτα πλασάροντας τα προϊόντα του

εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo la valanga, i cani hanno fiutato alla ricerca degli sciatori sepolti.

παραφορτώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκαλίζω

(μεταφορικά, καθομ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αφουγκράζομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Cercavano di sentire eventuali suoni provenienti dalla miniera.
Αφουγκράστηκαν για τυχόν ήχους από το ορυχείο.

ψάχνω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lui è troppo...mm, sto cercando di trovare la parola giusta.
Είναι πολύ...αχ, ποια είναι η λέξη που ψάχνω;

συλλέγω, περισυλλέγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lewis ha raccolto il divano tra i rifiuti della discarica cittadina.

κυνηγάω, κυνηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η νεαρή ηθοποιός κυνηγούσε τη δόξα, παρόλο που παραπονιόταν για την εισβολή των ΜΜΕ στη ζωή της.

πείθω

(colloquiale: persuadere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike non vuole venire con noi domani, ma me lo sto lavorando.
Ο Μάικ δε θέλει να έρθει μαζί μας αλλά θα τον πείσω. Ο σύζυγός μου δεν αφήνει την κόρη μου να χρησιμοποιήσει βερνίκι νυχιών αλλά θα τον πείσω.

ψάχνω βαθιά μέσα μου

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Che cosa vuoi realmente dalla vita? Scava in profondità e troverai la risposta.

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jessica cercò le sue chiavi in ufficio.
Η Τζέσικα έψαξε το γραφείο της για να βρει τα κλειδιά της.

κυνηγάω, κυνηγώ

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ντάρεν κυνηγούσε μια αύξηση και δούλευε υπερωρίες αρκετές εβδομάδες συνεχόμενα.

μαζεύω όλες μου τις δυνάμεις, συλλέγω όλες μου τις δυνάμεις

verbo intransitivo (figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cerca in profondità dentro te stessa e scoprirai di poter superare ogni paura.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo strano tipo all'angolo cercava di fare pressione sui passanti per vendere loro della cocaina.
Ο περίεργος άνδρας στη γωνία προσπαθούσε να πείσει τους περαστικούς να αγοράσουν κοκαΐνη.

πάω να αρπάξω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τσιμπώ κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, προφορικό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agenzia cercava di ottenere l'affare dal cliente.
Το πρακτορείο υπέβαλλε προσφορά για την εταιρεία του πελάτη.

πάω γυρεύοντας

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (figurato, informale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non lo farei se fossi in te! Te la andresti proprio a cercare.
Δεν θα το έκανα εάν ήμουν στη θέση σου. Πας γυρεύοντας!

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard stava cercando di trovare lavoro nella fabbrica locale.

προσπαθώ να χτυπήσω κπ, αποπειρώμαι να χτυπήσω κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζήτηση σπιτιού

verbo transitivo o transitivo pronominale (per acquisto)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσπαθώ να πιάσω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (με τα δόντια)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσπαθώ να αρπάξω, προσπαθώ να πιάσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nancy cercò di afferrare l'estremità della corda, ma non riuscì a prenderla.

απειλώ κπ/κτ με μαχαίρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lisa afferrò il coltello e cercò di pugnalare l'intruso sperando di spaventarlo.

ψάχνω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho cercato dentro la borsa per trovare le chiavi.

καλοπιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo cercava di conquistare il supporto dei gruppi religiosi.

αρπάζω, πιάνω, κρατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
John cercava di afferrare il bordo della piscina mentre i suoi amici cercavano di afferrarlo.

ψαχουλεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cercalo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.