Τι σημαίνει το corti στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης corti στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corti στο Ιταλικό.
Η λέξη corti στο Ιταλικό σημαίνει δικαστήριο, αυλή, φλερτ, αυλή, αυλή, ερωτοτροπία, αυλή, η έδρα, οδός, κοντός, κοντός, μεσαίου μήκους, κοντός, κοντός, κομμένος, ανοικτός, -, βραχυκύκλωμα, σύντομος, ρηχός, αποκαλυπτικός, σύντομος, ταινία μικρού μήκους, κοντός, στενός, σύντομος, φλερτάρω, γελωτοποιός, σταβλάρχης, σταυλάρχης, ιπποκόμος, προσπαθώ να κερδίσω κπ, προσπαθώ να εντυπωσιάσω κπ, φλερτ, εγγύηση, βραχυκέρατος, εφετείο, εφετείο, στρατοδικείο, επίσημος ποιητής του κράτους, Άρειος Πάγος, Ανώτατο Δικαστήριο, καταφρόνηση δικαστικής αρχής, καταφρόνηση δικαστηρίου, δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου, Πρωτοδικείο, Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, δικαστής εφετείου στο Ηνωμένο Βασίλειο, Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου, δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου, φλερτάρω, κατηγορώ κπ για ασέβεια προς το δικαστήριο, Ανώτατο Δικαστήριο, Ανώτατο Δικαστήριο, των βραχέων κυμάτων, κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου, δικάζω σε στρατοδικείο, δικαστήριο εθιμικού δικαίου, Ανώτατο Δικαστήριο, Πλημμελειοδικείο, Άρειος Πάγος, κάνω μια ρομαντική κίνηση για κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης corti
δικαστήριοsostantivo femminile (tribunale: persone) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La corte ha condannato il ladro a due anni di reclusione. Το δικαστήριο καταδίκασε τον κλέφτη σε δύο χρόνια φυλάκιση. |
αυλήsostantivo femminile (μτφ: σύνολο αυλικών) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il re ha consultato la sua corte, che comprendeva i suoi consiglieri più fidati. Ο Βασιλιάς έκανε συμβούλιο με την αυλή του, η οποία περιελάμβανε τους πιο έμπιστους συμβούλους του. |
φλερτsostantivo femminile (corteggiamento) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Apprezzava la sua corte da gentiluomo, ma comunque non lo amava. |
αυλή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'albergo ha un cortile frontale imponente. |
αυλή
La casa è costruita intorno a un giardino centrale dove il prossimo anno pianteremo dei fiori. Το σπίτι είναι χτισμένο γύρω από μια κεντρική αυλή, όπου θα φυτέψουμε λουλούδια του χρόνου. |
ερωτοτροπία(corteggiamento) (λόγιος) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La corte che ho fatto a tua madre non implicava dormire insieme a lei. |
αυλή(di edificio) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
η έδρα
Il pubblico ministero chiese al giudice di autorizzare la massima pena. |
οδός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοντόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Passami per favore la corda corta. Σε παρακαλώ δώσε μου το κοντό σκοινί. |
κοντόςaggettivo (vestiti) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah indossa una camicia da notte corta per dormire quando fa troppo caldo per il pigiama. |
μεσαίου μήκουςaggettivo (specifico, pantaloni) |
κοντός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I suoi pantaloni erano troppo corti e gli si vedeva un bel pezzo di gamba pelosa sopra i calzini quando si sedeva. Questa gonna è troppo corta per un matrimonio? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ψήλωσα από πέρσι και το παντελόνι μου είναι κοντό. |
κοντόςaggettivo (vestiti) (ρούχα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le adolescenti indossavano gonne corte e top attillati. |
κομμένοςaggettivo (jeans) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Questi jeans corti sono troppo trasandati per il lavoro. |
ανοικτόςaggettivo (finanza) (για πώληση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha tenuto una posizione corta su quell'azione. |
-aggettivo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il lancio della freccia è stato corto. Το βέλος δεν έφτασε τον στόχο. |
βραχυκύκλωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σύντομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio consulto con il medico fu molto breve. Η εξέταση του γιατρού ήταν σύντομη. |
ρηχόςaggettivo (respiro) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il cane respirava col fiato corto e debole. Το σκυλί λαχάνιασε κι έπαιρνε κοφτές, ρηχές ανάσες. |
αποκαλυπτικόςaggettivo (vestito) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La signora Winston pensò che il vestito della donna fosse troppo corto per quel luogo. Η κυρία Γουίνστον θεώρησε ότι το φόρεμα της γυναίκας ήταν πολύ αποκαλυπτικό για το μέρος. |
σύντομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La stagione delle prugne non è lungo. |
ταινία μικρού μήκουςsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κοντός(capelli) (μαλλιά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I capelli del luogotenente erano tagliati corti e il suo abbigliamento immacolato. |
στενόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La NASA aveva un breve periodo di tempo per lanciare il razzo. Η NASA είχε περιορισμένο χρόνο για να εκτοξεύσει τον πύραυλο. |
σύντομοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quel film era molto breve. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν βραχύς ο βίος του. |
φλερτάρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La corteggiava nella maniera più cavalleresca. Την πολιορκούσε (or: φλέρταρε) σαν τζέντλεμαν. |
γελωτοποιός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I giullari sollazzarono la corte con canti e acrobazie. Οι γελωτοποιοί διασκέδασαν την αυλή με τραγούδια και ακροβατικά. |
σταβλάρχης, σταυλάρχης, ιπποκόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προσπαθώ να κερδίσω κπ, προσπαθώ να εντυπωσιάσω κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) George corteggiò il suo tesoro con fiori e doni. Ο Τζορτζ καλόπιασε την αγαπημένη του με λουλούδια και δώρα. |
φλερτ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Mary era stanca del corteggiamento incessante di Ola. |
εγγύηση(diritto, common law) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
βραχυκέρατοςsostantivo maschile (είδος βοοειδών) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εφετείοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La signora Drummond ha portato il caso alla corte d'appello. |
εφετείο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La corte d'appello ha deciso di non ribaltare la condanna per omicidio di Marion. |
στρατοδικείοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In seguito al suo processo davanti alla corte marziale, il maggiore fu congedato con disonore. Μετά το στρατοδικείο από το οποίο πέρασε, ο ταγματάρχης πήρε επαίσχυντη απαλλαγή. |
επίσημος ποιητής του κράτουςsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Per la prima volta abbiamo una donna come poeta di corte. |
Άρειος Πάγος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ανώτατο Δικαστήριοsostantivo femminile |
καταφρόνηση δικαστικής αρχής, καταφρόνηση δικαστηρίουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il giudice ha minacciato di denunciarli per oltraggio alla corte se non smettevano di comportarsi male. |
δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Πρωτοδικείοsostantivo femminile (UK) (στην Αγγλία, Ουαλία) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
Διεθνές Ποινικό Δικαστήριοsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
δικαστής εφετείου στο Ηνωμένο Βασίλειο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Υπηρεσία Λογοδοσίας της Κυβέρνησης(organo di controllo americano) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
Διεθνές Δικαστήριο της Χάγηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δίωξη για καταφρόνηση δικαστικής αρχής, δίωξη για καταφρόνηση δικαστηρίουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φλερτάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κατηγορώ κπ για ασέβεια προς το δικαστήριοverbo transitivo o transitivo pronominale (legale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ανώτατο Δικαστήριοsostantivo femminile (Australia) (στην Αυστραλία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ανώτατο Δικαστήριοsostantivo femminile |
των βραχέων κυμάτωνavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le radio ad onde corte sono usate per la comunicazione sulle navi e sugli aeromobili. |
κατηγορία καταφρόνησης δικαστικής αρχής, κατηγορία καταφρόνησης δικαστηρίου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δικάζω σε στρατοδικείοverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In seguito all'incidente il sergente maggiore fu processato davanti alla corte marziale. |
δικαστήριο εθιμικού δικαίουsostantivo femminile (USA) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ανώτατο Δικαστήριοsostantivo femminile (Nuova Zelanda) (στη Νέα Ζηλανδία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Πλημμελειοδικείοsostantivo femminile (Scozia) (στη Σκωτία) (κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.) |
Άρειος Πάγοςsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω μια ρομαντική κίνηση για κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Glenn corteggiò la sua ragazza con una fuga d'amore a Parigi per il fine settimana. Ο Γκλεν έκανε μια ρομαντική κίνηση για την κοπέλα του πηγαίνοντάς την στο Παρίσι για το σαββατοκύριακο. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corti στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.