Τι σημαίνει το cotta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cotta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cotta στο Ιταλικό.
Η λέξη cotta στο Ιταλικό σημαίνει άμφια, καψούρα, το να έχω δαγκώσει τη λαμαρίνα, μου γυαλίζει, έρωτας, μαγειρεμένος, εξουθενωμένος, ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος, στουπί, λιώμα, κουρούμπελο, πτώμα, λιώμα, ψόφιος, καταγοητευμένος, ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένος, έτοιμος, λιώμα, είμαι εξαντλημένος, ψήνω, μαγειρεύομαι, ψήνω, καίγομαι, μαγειρεύω, σκάω, ψήνομαι, σκληραίνω, μαγειρεύω στο πήλινο, αλυσιδωτό πουκάμισο, που έχει ψηθεί, με αλυσιδωτή πανοπλία, κομπόστα, σουβλάκι, ενθουσιασμός, ψητή πατάτα με τη φλούδα, αλυσιδωτός θώρακας, είμαι ερωτευμένος με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cotta
άμφιαsostantivo femminile (finimenti ecclesiastici) (καθολική εκκλησία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
καψούραsostantivo femminile (colloquiale) (καθομιλουμένη: έρωτας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tra gli adolescenti sono comuni le cotte. Είναι σύνηθες για τους εφήβους να δαγκώνουν τη λαμαρίνα. |
το να έχω δαγκώσει τη λαμαρίνα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μου γυαλίζειsostantivo femminile (colloquiale) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si è presa una cotta per lui al primo incontro. Της γυάλισε από την πρώτη τους συνάντηση. |
έρωτας
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'infatuazione di Karen per il barista è stata probabilmente causata dell'alcol e non perché le piacesse davvero. |
μαγειρεμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'ente benefico fornisce cibi cotti agli anziani. |
εξουθενωμένος(figurato: stanco) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
ξεμυαλισμένος, ξετρελαμένος(formale) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
στουπί, λιώμα, κουρούμπελο(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Tina è ubriaca, ha bevuto decisamente troppo. |
πτώμα, λιώμαaggettivo (informale: sfinito) (αργκό, μεταφορικά) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
ψόφιοςaggettivo (figurato: stanco) (καθομ, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah era del tutto cotta dopo gli esami finali. |
καταγοητευμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Dal suo sguardo si capisce che è totalmente infatuato. |
ερωτοχτυπημένος, ερωτευμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
έτοιμος(cibi) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Spegni il fornello: le bistecche sono pronte. |
λιώμα(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
είμαι εξαντλημένος
Sono distrutto, andiamo a casa. Τα έχω παίξει. Πάμε σπίτι. |
ψήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le ceramiche vengono cotte in fornace. Τα πήλινα αντικείμενα ψήνονται σε καμίνια. |
μαγειρεύομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Lasciate la pentola sul fuoco a fiamma bassa e lasciate cuocere. Αφήστε την κατσαρόλα σε σιγανή φωτιά και αφήστε να μαγειρευτεί. |
ψήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (infornare la ceramica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ceramista cuoce la ceramica in un forno. |
καίγομαιverbo intransitivo (figurato, informale: avere caldo) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sole era alto nel cielo e i turisti cuocevano sulla spiaggia. |
μαγειρεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ετοιμάζω φαγητώ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cucinate il pesce per quindici minuti. Μου αρέσει να μαγειρεύω Κινέζικο. |
σκάω, ψήνομαιverbo intransitivo (figurato: aver caldo) (μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Io qui sto cuocendo. Non puoi aprire una finestra? |
σκληραίνω(κάτι: λόγω θερμότητας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vialetto è tutto infangato ora, ma presto il sole lo seccherà. Το δρομάκι έχει λάσπη τώρα, αλλά ο ήλιος θα τη σκληρύνει σύντομα. |
μαγειρεύω στο πήλινοverbo transitivo o transitivo pronominale (in recipienti di ceramica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom ha stufato un po' della selvaggina cacciata la scorsa settimana e ne ha fatto una minestra. |
αλυσιδωτό πουκάμισο(storico, letterario) (είδος πανοπλίας) |
που έχει ψηθείlocuzione aggettivale (ceramica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La ceramica cotta nella fornace dura più rispetto a quella che non viene cotta. Τα ψημένα κεραμικά είναι πιο ανθεκτικά από εκείνα που δεν έχουν ψηθεί. |
με αλυσιδωτή πανοπλίαlocuzione aggettivale (di armatura) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κομπόσταsostantivo femminile (dolce) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il tavolo era apparecchiato per una deliziosa colazione con cialde belghe e composta calda di frutta. |
σουβλάκιsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ενθουσιασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ψητή πατάτα με τη φλούδαsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le patate cotte con la buccia si possono condire in tanti modi, io però consiglio formaggio e funghi. |
αλυσιδωτός θώρακαςsostantivo femminile (storico: sotto all'armatura) |
είμαι ερωτευμένος με κπverbo transitivo o transitivo pronominale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Wendy aveva una cotta per un ragazzo della sua classe. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cotta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.