Τι σημαίνει το deve στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης deve στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του deve στο Ιταλικό.

Η λέξη deve στο Ιταλικό σημαίνει πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, πρέπει, υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω κτ, θα έπρεπε, υποχρέωση, η φωνή του καθήκοντος, πρέπει, θα, το καλό που σου θέλω, πρέπει, θα έπρεπε, πρέπει, υποτίθεται ότι πρέπει, πρέπει, θα έπρεπε, υποτίθεται, πρέπει να κάνω κτ, έχω, θα έπρεπε, πρέπει, θα πρέπει, αναμένομαι, πρέπει, χρειάζεται, πρέπει, πρόκειται να, -, θα έπρεπε, μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα, -, πρέπει, πρέπει, προγραμματισμένος, αν, εάν, υποχρέωση, καθήκον, πρόκειται να κάνω κτ, χρειάζομαι, καθήκον, καθήκον, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, χρωστάω, χρωστώ, οφείλω, σωστά, καλά, αντιμετωπίζω, δεν πρέπει, -, δεν θα έπρεπε, αφοσίωση στο καθήκον, αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, κάνω το καθήκον μου, δεν έπρεπε να κάνω κτ, χρωστάω μια συγγνώμη σε κπ, φυγοπονώ, κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου, πρέπει να κάνω κτ, υποτίθεται, ωθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης deve

πρέπει

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi prendere una nuova patente.
Πρέπει να βγάλεις καινούρια άδεια οδήγησης.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Se non mi presento in udienza lunedì sarò arrestato.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovete sempre finire il lavoro in tempo per questo insegnante.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi denunciare queste cose alla polizia.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo telefonare a Giulia più tardi. L'ho promesso.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo avere una di quelle borsette! Dove posso comprarne una?

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Non sono sicuro della quantità, ma devo bere più di tre bicchieri di acqua al giorno.
Δεν είμαι σίγουρος πόσο ακριβώς, αλλά πρέπει να πίνω πάνω από τρία ποτήρια νερό τη μέρα.

πρέπει

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devi sempre cantare quella canzone stupida?

υποτίθεται ότι πρέπει να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Devo andare subito a casa dopo la scuola.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Avresti dovuto fare quello che ho detto.

υποχρέωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Votare è un dovere.
Είναι υποχρέωσή (or: καθήκον) σου να ψηφίσεις.

η φωνή του καθήκοντος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Anche se dovrebbe andare, probabilmente rimarrà a casa.
Θα έπρεπε να πάει, αλλά μάλλον θα μείνει σπίτι.

θα

verbo

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Andiamo al cinema stasera?
Να πάμε σινεμά απόψε;

το καλό που σου θέλω

verbo intransitivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Dovrebbe fare ciò che gli viene detto!
Το καλό που του θέλω να κάνει αυτά που του είπαν!

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo finire il tema entro stasera. Devo prendere il treno tra 20 minuti.
Πρέπει να τελειώσω την έκθεση σήμερα το βράδυ. Πρέπει να πάρω το τρένο σε 20 λεπτά.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dana non studia quanto dovrebbe.
Η Ντιάνα δεν μελετάει όσο θα έπρεπε.

πρέπει

verbo intransitivo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dobbiamo uscire di qui!
Πρέπει να βγούμε από εδώ πέρα!

υποτίθεται ότι πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Doveva finire la relazione entro lunedì, ma l'ha consegnata solo mercoledì.
Έπρεπε να τελειώσει την αναφορά μέχρι την Δευτέρα, αλλά δεν την παρέδωσε μέχρι την Τετάρτη.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Forse dovresti andare alla riunione stasera. Che ne pensi?
Ίσως πρέπει να πας στη συνάντηση απόψε. Τι λες;

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (condizionale) (να κάνω κτ)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovresti davvero guidare con più prudenza.
Πραγματικά θα έπρεπε να οδηγείς πιο προσεκτικά.

υποτίθεται

(al condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Questa penna dovrebbe scrivere bene addirittura nello spazio.
Αυτό το στυλό υποτίθεται ότι γράφει καλά ακόμα και στο διάστημα.

πρέπει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Το αμάξι θέλει αλλαγή λαδιών.

έχω

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo finire i compiti.
Πρέπει να τελειώσω μια εργασία.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (morale, condizionale) (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Tutti dovrebbero aspirare a una società più equa.
Όλοι θα έπρεπε να παλεύουμε για μια πιο δίκαιη κοινωνία.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo aiutare i miei a traslocare.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα χρειαστεί να καταθέσεις όσα είδες στην αστυνομία.

θα πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Se partiamo alle 8, dovremmo avere parecchio tempo.
Αν ξεκινήσουμε στις 8 πμ, λογικά θα έχουμε αρκετό χρόνο.

αναμένομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Doveva tornare a casa per le sei quella sera.
Προβλεπόταν να επιστρέψει στο σπίτι μέχρι τις έξι η ώρα εκείνο το βράδυ.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovrei portare fuori la spazzatura, ma non lo farò. Che cosa devo fare?
Πρέπει (or: Θα έπρεπε) να βγάλω έξω τα σκουπίδια, αλλά δεν πρόκειται να το κάνω.

χρειάζεται, πρέπει

(να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Non devi disturbarti così tanto per me.
Δεν χρειάζεται να μπεις σε τόσο κόπο για εμένα.

πρόκειται να

verbo transitivo o transitivo pronominale (aspettarsi, prevedere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I Rolling Stones devono venire a Vancouver questo aprile.
Οι Rolling Stones είναι να παίξουν στο Βανκούβερ τον ερχόμενο Απρίλιο.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo congiuntivo) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Se dovesse passare, salutamelo.
Αν περάσει από δώ, πες του ένα γεια.

θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.)
Avrebbe dovuto sapere che non può farlo.
Θα έπρεπε να ξέρει πως δεν μπορεί να το κάνει αυτό.

μάλλον θα, πιθανότατα θα, λογικά θα

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nostra squadra dovrebbe vincere la partita perché è molto migliore della squadra avversaria.
Η ομάδα μας έχει πολλές πιθανότητες να κερδίσει τον αγώνα γιατί είναι πολύ καλύτερη από την αντίπαλό της.

-

verbo (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Devi presentarti immediatamente all'ufficiale di comando.
Οφείλεις να παρουσιαστείς άμεσα στο διοικητή σου.

πρέπει

(al condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Dovresti arrivare prima che inizi il film.
Πρέπει να φτάσεις εκεί πριν αρχίσει το έργο.

πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Devo andare in bagno.
Πρέπει να πάω στην τουαλέτα.

προγραμματισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Lunedì prossimo è fissato il controllo di sicurezza del gas.
Ο έλεγχος ασφαλείας για το αέριο είναι προγραμματισμένος (or: έχει προγραμματιστεί) για την ερχόμενη Δευτέρα.

αν, εάν

(frase ipotetica)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Se dovesse avere ulteriori domande non esiti a contattarmi.
Αν έχετε άλλες ερωτήσεις, μη διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μου.

υποχρέωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mary si sente in dovere di aiutare Peter con i suoi problemi.
Η Μαίρη αισθάνεται την υποχρέωση να βοηθήσει τον Πήτερ με τα προβλήματά του.

καθήκον

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Uno dei miei compiti di manager consiste nel dirigere le riunioni di gruppo.

πρόκειται να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Questo pomeriggio il ministro ha in programma un incontro con la controparte francese per discutere dell'attuale crisi economica.
Ο υπουργός πρόκειται να συναντήσει τον Γάλλο ομόλογό του το απόγευμα για να συζητήσει την τρέχουσα οικονομική κρίση.

χρειάζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Χρειάζομαι επειγόντως διακοπές!

καθήκον

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il mio compito è badare ai miei fratelli.

καθήκον

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il compito del controllore era controllare i biglietti.

χρωστάω, χρωστώ, οφείλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (essere debitore) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avendo richiesto un mutuo per comprare la mia casa devo alla mia banca molti soldi.
Είχα πάρει δάνειο για να αγοράσω το σπίτι μου, και τώρα χρωστάω (or: οφείλω) πολλά χρήματα στην τράπεζα.

χρωστάω, χρωστώ, οφείλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (essere in debito) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devo una fortuna ai miei creditori.
Χρωστάω μια περιουσία στους δανειστές μου.

χρωστάω, χρωστώ, οφείλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti devo delle scuse.
Σου οφείλω μια συγγνώμη.

χρωστάω, χρωστώ, οφείλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μτφ: κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doveva la vita alle abilità mediche del suo chirurgo.
Χρωστούσε τη ζωή του στις ιατρικές ικανότητες του χειρουργού του.

σωστά, καλά

(nel giusto modo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Questa penna non scrive bene.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτό το πλυντήριο δεν λειτουργεί σωστά (or: καλά).

αντιμετωπίζω

(figurato: capire una cosa brutta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Messa di fronte all'infedeltà del marito, scoppiò a piangere.
Ξέσπασε σε δάκρυα όταν ήρθε αντιμέτωπη με την απιστία του συζύγου της.

δεν πρέπει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non devi preoccuparti troppo, andrà tutto bene.

-

verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non dovresti dire cose del genere sul tuo insegnante: è scortese.
Δεν πρέπει να λες τέτοια πράγματα στον δάσκαλό σου. Είναι αγένεια.

δεν θα έπρεπε

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non dovrei dirlo, ma la compagna di mio padre è orrenda.

αφοσίωση στο καθήκον

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Il capo della polizia ha encomiato il tenente per la sua dedizione al dovere.

αίσθηση καθήκοντος/ευθύνης

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dovresti fare il tuo dovere come cittadino responsabile di questo paese.

κάνω το καθήκον μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν έπρεπε να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (modo condizionale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χρωστάω μια συγγνώμη σε κπ

verbo intransitivo

φυγοπονώ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (lavoro, dovere) (επίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Smettila di sfuggire ai tuoi doveri e prenditi la responsabilità del tuo lavoro.

κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου

(figurato) (μεταφορικά, ειρωνικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρέπει να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La compilazione del modulo è richiesta.
Υποχρεούστε να συμπληρώσετε αυτή την αίτηση.

υποτίθεται

(al condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Questo caffè dovrebbe essere il migliore, ma io non sento nessuna differenza con la marca più a buon prezzo.
Αυτός ο καφές υποτίθεται ότι είναι ο καλύτερος, αλλά δε νιώθω καμία διαφορά από την φθηνότερη μάρκα.

ωθώ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen si è sentita in dovere di accogliere i cani randagi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το ντοκιμαντέρ με ώθησε να ασχοληθώ πιο ενεργά με την οικολογία.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του deve στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.