Τι σημαίνει το di più στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης di più στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του di più στο Ιταλικό.
Η λέξη di più στο Ιταλικό σημαίνει άλλος, περισσότερα, κι άλλοι, πιο πολλοί, περισσότερο, περισσότερο, περισσότερο, εξτρά, έξτρα, περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλους, περισσότερο, επιπλέον, επιπλέον, επιπρόσθετα, σε πολλές παραγράφους, με πολλές παραγράφους, επιπλέον, επιπλέον, επιπρόσθετα, αν και, και ακόμα περισσότερο, επιπλέον, ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο, εντελώς, τελείως, αυτό το οποίο είναι σημαντικό για εσένα, πολλά περισσότερα, όλο το πακέτο, πολύς περισσότερος από, πολύ πάνω από, πολύ περισσότερο από, πάω ένα βήμα παραπέρα, ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας, καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθεια, πλειοδοτώ, ξεπερνώ σε πωλήσεις, ξεπερνάω σε παραγωγή, ξοδεύω περισσότερο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης di più
άλλος
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Έχουμε πολύ φαΐ. Θέλεις άλλο; |
περισσότεραpronome Mi aspettavo di più da parte tua. Περίμενα περισσότερα από εσένα. |
κι άλλοι, πιο πολλοί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Όσο το πάρτι συνεχιζόταν, έρχονταν κι άλλοι (or: περισσότεροι). |
περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dormo di più rispetto a un tempo. Κοιμάμαι περισσότερο (or: πιο πολύ) από όσο συνήθιζα. |
περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha corso più di quanto non avesse mai fatto. Έτρεξε περισσότερο (or: πιο μακριά) από ποτέ. |
περισσότεροlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi spiace ma non possiamo restare più a lungo. Λυπάμαι που δε μπορούμε να μείνουμε περισσότερο. |
εξτρά, έξτρα(costo: aggiuntivo) (καθομιλουμένη, προφορικό) Il ristorante fa pagare di più nel caso in cui si voglia aggiungere il gelato alla torta di mela. Το εστιατόριο χρεώνει επιπλέον, αν ζητήσεις παγωτό μαζί με τη μηλόπιτά σου. |
περισσότερο από όλους, πιο πολύ από όλουςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lui mi piace più di tutti. Αυτός μου αρέσει καλύτερα (or: πιο καλά) από όλους. |
περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hanno sofferto di più sotto l'ultimo re. |
επιπλέον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non mi piace il burro di arachidi e inoltre sono allergico alle noci. |
επιπλέον, επιπρόσθετα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) E inoltre, questa non è la sua prima offesa. |
σε πολλές παραγράφους, με πολλές παραγράφους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιπλέον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non aveva le scarpe, e inoltre non aveva indosso neanche una maglia. Δεν φορούσε τα παπούτσια του· επιπλέον, δεν φορούσε πουκάμισο. |
επιπλέον, επιπρόσθεταcongiunzione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) In aggiunta, ridurrebbe significativamente il vostro carico di lavoro. Επιπρόσθετα (or: επιπλέον) θα μειώσει σημαντικά τον φόρτο εργασίας σου. |
αν και
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mattinata era estremamente mite, ma ciò nonostante grigia. |
και ακόμα περισσότερο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
επιπλέον
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ακόμα περισσότερο, ακόμη περισσότεροavverbio (εμφατικός τύπος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In genere questa strada è molto trafficata e lo è ancora di più nelle ore di punta. |
ακόμη περισσότερο, ακόμα περισσότερο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
εντελώς, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cosa? Questo è quanto di più stupido si possa pensare! Non puoi coltivare le banane nel deserto! |
αυτό το οποίο είναι σημαντικό για εσένα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Se vai in galera perderai quello a cui tieni di più, famiglia, carriera. |
πολλά περισσότεραavverbio (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Andrà fatto molto di più se vogliamo avere successo. Θα πρέπει να γίνουν πολλά περισσότερα, αν θέλουμε να πετύχουμε. |
όλο το πακέτο(figurato) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sapevo che non avrei mangiato per il resto della giornata e allora mi sono concesso il "servizio completo": salsiccia, pancetta, uova fritte, funghi e pomodori. |
πολύς περισσότερος από
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) L'esercito cinese ha molti di più che qualche migliaio di soldati. |
πολύ πάνω από, πολύ περισσότερο από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πάω ένα βήμα παραπέραverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quest'anno la squadra ha fatto ancora di più e ha vinto entrambi i trofei locali. |
ανεβάζω το ποσό της πλειοδοσίας(aste) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Due collezionisti privati hanno alzato l'offerta fino a livelli assurdi. Δυο ανταγωνιζόμενοι ιδιωτικοί συλλέκτες ανέβασαν το ποσό της πλειοδοσίας σε γελοία επίπεδα. |
καταβάλλω μεγαλύτερη προσπάθειαverbo riflessivo o intransitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πλειοδοτώ(in asta, gara) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Fernando ha superato l'offerta di tutti gli altri all'asta. |
ξεπερνώ σε πωλήσειςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) David ha venduto più degli altri addetti alle vendite dell'azienda. |
ξεπερνάω σε παραγωγή
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ξοδεύω περισσότεροverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του di più στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.