Τι σημαίνει το droga στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης droga στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του droga στο Ιταλικό.

Η λέξη droga στο Ιταλικό σημαίνει ναρκωτικό, ψυχαγωγικό ναρκωτικό, ναρκωτικά, ηρεμιστικό, φτιάχνομαι, πωρώνομαι, που βλέπετε μονορούφι, ναρκώνω, ναρκώνω, ναρκώνω, ρίχνω κάτι σε κτ, έμπορος ναρκωτικών, εθιστικός, βαποράκι, ψυχοτρόπο φάρμακο, εμπόριο ναρκωτικών, έμπορος ναρκωτικών, εμπόριο ναρκωτικών, έμπορος ναρκωτικών, μαλακό ναρκωτικό, πόλεμος κατά των ναρκωτικών, υπερβολική δόση, ουσία εισόδου, σπείρα ναρκωτικών, μπάζα, εθιστικός, απόθεμα, βαποράκι, που σχετίζεται με τα ναρκωτικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης droga

ναρκωτικό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il tossicodipendente ha cominciato a far uso di droga già da giovanissimo.
Ο ναρκομανής άρχισε να κάνει χρήση ουσιών όταν ήταν έφηβος.

ψυχαγωγικό ναρκωτικό

ναρκωτικά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Larry andò all'ospedale dopo essersi iniettato una quantità eccessiva di droga nelle vene.

ηρεμιστικό

(figurato) (μεταφορικά)

φτιάχνομαι, πωρώνομαι

(hobby preferito, divertimento) (αργκό, μτφ: διέγερση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le gare di automobilismo sono la mia passione.
Φτιάχνομαι (or: Πωρώνομαι) με τους αγώνες ταχύτητας. Φτιάχνεται όταν παρακολουθεί τις αντιδράσεις τους.

που βλέπετε μονορούφι

(serie televisiva, spettacolo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ναρκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il rapitore ha drogato la sua vittima prima di portarla via.
Ο απαγωγέας νάρκωσε το θύμα του πριν το αρπάξει.

ναρκώνω

(droghe)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'uomo rapace passò un drink a Meghan per drogarla.

ναρκώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il rapitore ha drogato la vittima per farla stare tranquilla.
Ο απαγωγέας νάρκωσε το θύμα του για να το κρατήσει ήσυχο.

ρίχνω κάτι σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James cominciò a sentirsi strano e sospettò che qualcuno avesse messo della droga nel suo drink.
Ο Τζέιμς άρχισε να νιώθει περίεργα και υποπτεύθηκε ότι κάποιος είχε ρίξει κάτι στο ποτό του.

έμπορος ναρκωτικών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

εθιστικός

(για φαγητό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βαποράκι

sostantivo maschile (αργκό, μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I trafficanti di droga furono arrestati in aeroporto.

ψυχοτρόπο φάρμακο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Molti adolescenti abusano di sostanze psicoattive.
Πολλοί έφηβοι καταχρώνται ψυχοτρόπα φάρμακα.

εμπόριο ναρκωτικών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lo spaccio di droga è punito più severamente del solo consumo.

έμπορος ναρκωτικών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I signori della droga non si fanno scrupoli a uccidere pur di proteggere i loro affari.

εμπόριο ναρκωτικών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La polizia decise di inasprire i controlli sul traffico di droga attraverso il confine tra USA e Messico.

έμπορος ναρκωτικών

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

μαλακό ναρκωτικό

sostantivo femminile (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πόλεμος κατά των ναρκωτικών

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπερβολική δόση

sostantivo femminile

ουσία εισόδου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σπείρα ναρκωτικών

sostantivo femminile (figurato: traffico)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπάζα

sostantivo femminile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In una delle partite di droga più grandi del paese sono state sequestrate due tonnellate di cocaina e una di marijuana.

εθιστικός

locuzione aggettivale (figurato: che piace) (συνήθεια, μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Molte persone trovano che lo yoga sia come una droga dopo mese o poco più.

απόθεμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La droga nascosta aveva un valore commerciale di tre milioni.
Το απόθεμα των ναρκωτικών στην αγορά έπιανε τρία εκατομμύρια.

βαποράκι

sostantivo maschile (μτφ, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cartelli usano i corrieri di droga per trasportare la droga in America.

που σχετίζεται με τα ναρκωτικά

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του droga στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.