Τι σημαίνει το fallire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fallire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fallire στο Ιταλικό.
Η λέξη fallire στο Ιταλικό σημαίνει χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, αστοχώ, βαράω διάλυση, πτωχεύω, αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, αποτυγχάνω, πατώνω, αποτυγχάνω, πτωχεύω, χρεωκοπώ, αποτυγχάνω, φαλιρίζω, χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, αποτυγχάνω, χρεοκοπώ, πτωχεύω, απογοητεύω, δεν πετυχαίνω τον στόχο, αποτυγχάνω, αποτυχημένος, αποτυγχάνω παταγωδώς, χρεοκοπώ, γονατίζω, καταστρέφομαι μαζί με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fallire
χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'azienda è piena di debiti ed è probabile che fallisca presto. |
αστοχώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο Μπομπ προσπάθησε να κάνει το ελαφρό χτύπημα, αλλά αστόχησε. |
βαράω διάλυση(αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πτωχεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποτυγχάνω(δεν επιτυγχάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il progetto è fallito perché hanno finito i soldi. Το σχέδιο απέτυχε επειδή τους τελείωσαν τα χρήματα. |
αποτυγχάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποτυγχάνωverbo intransitivo (persona) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Molti studenti falliscono i loro test. Πολλοί μαθητές αποτυγχάνουν σε αυτή τη δοκιμασία. |
πατώνω(καθομ, ανεπίσημο, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Η νέα ταινία με τους υπερήρωες πάτωσε. |
αποτυγχάνωverbo intransitivo (progetto, situazione, ecc.) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le negoziazioni per la trasmissione della partita sono fallite per il problema dei diritti TV internazionali. Οι διαπραγματεύσεις για τη μετάδοση του αγώνα κατέρρευσαν με αφορμή το ζήτημα των διεθνών τηλεοπτικών δικαιωμάτων. |
πτωχεύω, χρεωκοπώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'azienda di macchine da scrivere è fallita quando la gente ha iniziato ad usare i computer. Η εταιρεία γραφομηχανών φαλίρισε, όταν οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν υπολογιστές. |
αποτυγχάνωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non so fare questo lavoro. Fallirò di nuovo. Δεν μπορώ να κάνω αυτή τη δουλειά. Θα αποτύχω πάλι. |
φαλιρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χρεοκοπώ, πτωχεύω, φαλιρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A causa della crisi, le ditte meno solide sono fallite. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La palla non è andata in buca perché il golfista ha mancato il bersaglio. |
αποτυγχάνω(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Secondo me l'accordo sarebbe stato molto vantaggioso per la mia attività, ma è saltato all'ultimo minuto. Πίστευα ότι η συμφωνία θα ήταν πολύ επικερδής για την επιχείρησή μου, αλλά απέτυχε την τελευταία στιγμή. |
χρεοκοπώ, πτωχεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
απογοητεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν πετυχαίνω τον στόχο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποτυγχάνω(colloquiale) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sue critiche fecero fiasco totalmente. |
αποτυχημένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) L'impresa che stava per fallire ha licenziato metà del personale per tagliare i costi. Η αποτυχημένη επιχείρηση απέλυσε το μισό προσωπικό της σε μια προσπάθεια να μειώσει το κόστος. |
αποτυγχάνω παταγωδώςverbo intransitivo (informale) |
χρεοκοπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτό το σφάλμα θα χρεοκοπήσει την εταιρεία. |
γονατίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il baro ha mandato in bancarotta la casa da gioco. |
καταστρέφομαι μαζί με κπverbo intransitivo (azienda) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se l'azienda fallisce, le società sussidiarie falliranno con noi. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fallire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.