Τι σημαίνει το fornite στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fornite στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fornite στο Ιταλικό.
Η λέξη fornite στο Ιταλικό σημαίνει εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, εξοπλίζω κπ/κτ με κτ, παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ, προμηθεύω, παρέχω, εκδίδω κτ σε κπ, εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ, παρέχω, παρέχω, προσφέρω, δίνω, παραδίδω, εφοδιάζω, δίνω, παρέχω, παρέχω, παρέχω, προμηθεύω, συμπληρώνω, παρέχω, στήνω, παρέχω, προσφέρω, δίνω, τροφοδοτώ, παρέχω, δίνω, διαθέτω, προμηθεύω κπ με κτ, εφοδιάζω κπ με κτ, εφοδιασμένος, εφοδιασμένος, εξοπλισμένος, εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, καλύπτω, καταδίδω, κινώ, υπεύθυνος τροφοδοσίας, υπεύθυνη τροφοδοσίας, παρέχω στοιχεία, βοηθάω, αναφέρω λανθασμένα, προκαλώ υπερπροσφορά, δίνω κάποιο χαρακτηριστικό, δίνω κάποια ιδιότητα, συμβουλεύω, καθοδηγώ, παρέχω υπεράριθμο προσωπικό, επανατροφοδοτώ κτ με ρεύμα, προμηθεύω, εφοδιάζω, εξοπλίζω, δίνω αναφορά, αναλαμβάνω το κέτερινγκ, δίνω πληροφορίες, εφοδιάζω κπ με κτ, παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κπ/κτ με κτ, υπηρετώ, φροντίζω, εφοδιάζω, ντύνω, δίνω κτ σταδιακά, παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, παρουσιάζω, προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτ, παρέχω εξυπηρετητή, παρέχω άλογα, προμηθεύω, τροφοδοτώ, δίνω, τοποθετώ ράφια σε κτ, δίνω σε κπ μπότες, παρέχω σε κπ μπότες, κτ έχει πλεονάζον προσωπικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fornite
εφοδιάζω κπ/κτ με κτ, εξοπλίζω κπ/κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale La scuola punta a fornire a ogni studente un computer portatile. |
παρέχω τα εφόδια σε κπ για να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προμηθεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un fiorista del posto fornì tutti i fiori gratis. Ένας ανθοπώλης της περιοχής παρείχε όλα τα λουλούδια δωρεάν. |
παρέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Una mucca fornisce latte a sufficienza per una famiglia. Μία αγελάδα δίνει αρκετό γάλα για μια οικογένεια. |
εκδίδω κτ σε κπ, εκδίδω κτ για κπverbo transitivo o transitivo pronominale (documento) L'università ha fornito documenti di identità a tutti gli studenti. Το πανεπιστήμιο εκδίδει ταυτότητες για όλους του τους φοιτητές. |
εκδίδω κτ για κπ, εκδίδω κτ σε κπ(documento) Στη βιβλιοθήκη μου έβγαλαν καινούρια κάρτα. |
παρέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Forniscono personale ausiliario quando le aziende hanno più lavoro del normale. |
παρέχω, προσφέρω, δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contatta la segretaria della scuola che ti fornirà i moduli necessari. Επικοινώνησε με τη γραμματέα του σχολείου που θα σου δώσει τα απαραίτητα έντυπα. |
παραδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εφοδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sappiamo che stanno assumendo droga, ma non abbiamo ancora capito chi gliela fornisce. Ξέρουμε ότι παίρνουν ναρκωτικά, αλλά δεν γνωρίζουμε ακόμα ποιος τους εφοδιάζει. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La stufa fornisce calore all'intera casa. Η θερμάστρα παρέχει θερμότητα σε όλο το σπίτι. |
παρέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Forniscono insegnanti a termine quando il personale di ruolo è via. |
παρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io procuro la tenda se tu procuri il cibo. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα μία φορά την εβδομάδα. |
παρέχω, προμηθεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La difesa ha fornito la prova che confermava l'alibi dell'imputato. Η υπεράσπιση παρείχε τεκμήρια που επιβεβαίωσαν το άλλοθι του κατηγορούμενου. |
συμπληρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (dati) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si prega di inserire nome, indirizzo ed email in modo da poter essere ricontattati. Συμπληρώστε, παρακαλώ, το όνομά σας, τη διεύθυνση και το email σας, προκειμένου να επικοινωνήσουμε μαζί σας. |
παρέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Organizzerai il trasporto da e per la festa? Παρέχετε μέσο μεταφοράς προς και από το πάρτι; |
στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La pioggia veniva giù violenta e Wendy si rese conto che si sarebbe dovuta attrezzare con qualcosa sotto cui ripararsi. Έβρεχε πολύ και η Γουέντι συνειδητοποίησε ότι έπρεπε να κατασκευάσει (or: φτιάξει) κάτι για να μπει από κάτω και να προστατευτεί από τη βροχή. |
παρέχω, προσφέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (κτ σε κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Natalie ha fornito le sue competenze all'azienda nella speranza di una ricompensa. Η Ναταλί πρόσφερε τις δεξιότητές της στην εταιρεία περιμένοντας κάποιο αντάλλαγμα. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κτ σε κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli occhiali davano a Brian un'aria sofisticata. Τα γυαλιά έδιναν στον Μπράιαν ένα σοφιστικέ στυλ. |
τροφοδοτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il tubo alimenta il radiatore. Αυτός ο σωλήνας τροφοδοτεί το καλοριφέρ. |
παρέχωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marilyn fornì un resoconto degli eventi che avevano portato al furto. Η Μέριλιν παρείχε μια περιγραφή των γεγονότων που οδήγησαν στη ληστεία. |
δίνω(κτ σε κπ/κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'accento britannico della cantante dà un certo fascino al suo canto. |
διαθέτω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Offriamo un'ampia gamma di strumenti musicali. Διαθέτουμε μια μεγάλη ποικιλία μουσικών οργάνων. |
προμηθεύω κπ με κτ, εφοδιάζω κπ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale I volontari hanno messo in pericolo la loro vita per fornire viveri e bevande alla gente che moriva di fame. |
εφοδιασμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Agatha esaminò i riforniti ripiani nella dispensa, orgogliosa della sua ricca scorta di provviste. Η Αγκάθα κοίταξε τα γεμάτα ράφια στην αποθήκη τροφίμων και ένιωσε ικανοποίηση που είχε τόσες προμήθειες. |
εφοδιασμένος, εξοπλισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non puoi scalare una montagna se non sei equipaggiato. |
εφοδιάζω κπ/κτ με κτ(μεταφορικά) Decenni di esperienza lavorativa l'hanno attrezzata di capacità e sicurezza. |
καλύπτω(assicurazioni) (με ασφαλιστικό συμβόλαιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Temo che nessun assicuratore sia disposto a coprire la nostra spedizione. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φοβάμαι ότι καμία ασφαλιστική εταιρία δεν είναι σε θέση να καλύψει την αποστολή μας. |
καταδίδω(polizia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I numeri verdi permettono di denunciare in modo anonimo gli spacciatori. |
κινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vento alimenta il generatore elettrico. Ο άνεμος κινεί την ηλεκτρική γεννήτρια. |
υπεύθυνος τροφοδοσίας, υπεύθυνη τροφοδοσίας
Sua cognata ha portato da mangiare per la festa. |
παρέχω στοιχείαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Se riesci a fornire delle prove per la tua innocenza le accuse verranno ritirate. Αν μπορέσεις να παράσχεις στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητά σου, θα αποσυρθούν οι κατηγορίες. |
βοηθάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alcuni criminali si lavano la coscienza facendo l'elemosina ai poveri. |
αναφέρω λανθασμέναverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
προκαλώ υπερπροσφοράverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δίνω κάποιο χαρακτηριστικό, δίνω κάποια ιδιότηταverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
συμβουλεύω, καθοδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore ha dato informazioni sull'epidemia in corso a tutti i pazienti che si sono recati da lui. |
παρέχω υπεράριθμο προσωπικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επανατροφοδοτώ κτ με ρεύμαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προμηθεύω, εφοδιάζω, εξοπλίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha fornito tutta la casa di mobili nuovi. Εξόπλισε όλο το σπίτι με καινούρια έπιπλα. |
δίνω αναφοράverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A Karen piace che i membri del suo staff le diano riscontro in maniera regolare. |
αναλαμβάνω το κέτερινγκ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un ristorante del posto ha organizzato il catering del matrimonio. Ένα τοπικό εστιατόριο ανέλαβε το κέτερινγκ για τον γάμο. |
δίνω πληροφορίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (στην αστυνομία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chiunque sia in grado di fornire informazioni alla polizia sulle recenti rapine, è pregato di contattarci al più presto. |
εφοδιάζω κπ με κτ(militare) |
παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κπ/κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale Hanno fornito la birra al bar. |
υπηρετώ, φροντίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il rifugio municipale fornisce assistenza per i bisogni delle persone senzatetto. |
εφοδιάζω(κπ με κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La NATO fornisce armi e provviste ai ribelli. Το ΝΑΤΟ εφοδίασε τους αντάρτες με εφόδια και όπλα. |
ντύνω(μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi fornirà vestiti ai poveri se l'associazione chiude? Ποιος θα ντύνει τους φτωχούς αν κλείσει το φιλανθρωπικό ίδρυμα; |
δίνω κτ σταδιακάverbo transitivo o transitivo pronominale La polizia sta fornendo gradualmente informazioni sulla vicenda alla stampa per evitare di seminare il panico. |
παρέχω κτ σε κπ/κτ, προμηθεύω κτ σε κπ/κτ
Gli fornirono l'hardware del computer. |
παρουσιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Forniremo un resoconto più dettagliato nella nostra prossima pubblicazione. |
προμηθεύω κτ σε κτ, παρέχω κτ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale L'operatore mette la carta nella macchina da stampa. Ο χειριστής τροφοδοτεί το τυπογραφικό πιεστήριο με χαρτί. |
παρέχω εξυπηρετητήverbo transitivo o transitivo pronominale (internet) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quale computer fornisce un host per la connessione? Ποιος υπολογιστής παρέχει τον εξυπηρετητή; |
παρέχω άλογαverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo staffiere si assicurò che il padrone e la signora fossero forniti di cavalli per il viaggio. |
προμηθεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La ditta ha fornito loro prodotti da ufficio. |
τροφοδοτώverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον με κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I media forniscono informazioni alla gente. |
δίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'assistente ha passato all'attore le sue battute. |
τοποθετώ ράφια σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Arrederemo con scaffali questo stanzino per avere più spazio di deposito. |
δίνω σε κπ μπότες, παρέχω σε κπ μπότεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Le truppe erano state dotate di stivali ed erano pronte a marciare. |
κτ έχει πλεονάζον προσωπικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fornite στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.