Τι σημαίνει το Handtücher στο Γερμανικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης Handtücher στο Γερμανικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του Handtücher στο Γερμανικό.
Η λέξη Handtücher στο Γερμανικό σημαίνει πετσέτα, πετσέτα, πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματος, πετσέτα, πετσέτα θαλάσσης, υποχωρώ, παραδίδομαι, σταματώ, πετσέτα για τα χέρια, παραδέχομαι την ήττα μου, παρατάω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης Handtücher
πετσέτα
Janine stieg aus dem Bad und trocknete sich mit einem Handtuch ab. Η Τζανίν βγήκε από το μπάνιο και στεγνώθηκε με μια πετσέτα. |
πετσέτα
Robert breitete sein Handtuch auf dem Sand aus, und legte sich hin um ein Sonnenbad zu nehmen. Ο Ρόμπερτ άπλωσε την πετσέτα του στην άμμο, ξάπλωσε πάνω της και άρχισε την ηλιοθεραπεία. |
πετσέτα μπάνιου, πετσέτα σώματος
Es sind frische Handtücher unter dem Waschbecken. |
πετσέτα
Patricia hängte ein kleine Handtuch neben das Waschbecken. Η Πατρίτσια κρέμασε μια καθαρή πετσέτα δίπλα στον νιπτήρα. |
πετσέτα θαλάσσης
|
υποχωρώ
|
παραδίδομαι
Ich gebe auf, es ist zu schwierig. Παραδίνομαι· είναι υπερβολικά δύσκολο. |
σταματώ
|
πετσέτα για τα χέρια
|
παραδέχομαι την ήττα μου(übertragen) |
παρατάω(übertragen) |
Ας μάθουμε Γερμανικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του Handtücher στο Γερμανικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γερμανικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Γερμανικό
Γνωρίζετε για το Γερμανικό
Τα Γερμανικά (Deutsch) είναι μια δυτικογερμανική γλώσσα που ομιλείται κυρίως στην Κεντρική Ευρώπη. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Γερμανία, την Αυστρία, την Ελβετία, το Νότιο Τιρόλο (Ιταλία), τη γερμανόφωνη κοινότητα στο Βέλγιο και το Λιχτενστάιν. Είναι επίσης μία από τις επίσημες γλώσσες στο Λουξεμβούργο και στην πολωνική επαρχία Opolskie. Ως μία από τις σημαντικότερες γλώσσες στον κόσμο, τα γερμανικά έχουν περίπου 95 εκατομμύρια μητρικούς ομιλητές παγκοσμίως και είναι η γλώσσα με τον μεγαλύτερο αριθμό φυσικών ομιλητών στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γερμανικά είναι επίσης η τρίτη πιο συχνά διδασκόμενη ξένη γλώσσα στις Ηνωμένες Πολιτείες (μετά τα ισπανικά και τα γαλλικά) και την ΕΕ (μετά τα αγγλικά και τα γαλλικά), η δεύτερη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στην επιστήμη[12] και η τρίτη πιο χρησιμοποιούμενη γλώσσα στο Διαδίκτυο ( μετά τα αγγλικά και τα ρωσικά). Υπάρχουν περίπου 90–95 εκατομμύρια άνθρωποι που μιλούν γερμανικά ως πρώτη γλώσσα, 10–25 εκατομμύρια ως δεύτερη γλώσσα και 75–100 εκατομμύρια ως ξένη γλώσσα. Έτσι, συνολικά, υπάρχουν περίπου 175–220 εκατομμύρια Γερμανόφωνοι παγκοσμίως.