Τι σημαίνει το lăsa στο Ρουμάνος;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lăsa στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lăsa στο Ρουμάνος.

Η λέξη lăsa στο Ρουμάνος σημαίνει δεν πειράζει, που δεν είναι προσβάσιμος, μη προσβάσιμος σε κπ, φύγε!, χωρίς μέτρο, πρόχειρος, κακός, που έχει αφήσει διαθήκη, που έχει συντάξει διαθήκη, με τον καλύτερο τρόπο, έλεος!, κουράγιο, άσε με ήσυχο, παράτα με, ψηλά το κεφάλι, αυτός που δίνει φιλοδώρημα, που καθυστερεί, βγάζω νοκ άουτ, αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο, υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ, παραμελώ, αμελώ, αναβάλλω, παρασύρομαι, σκύβω το κεφάλι, αφήνω ανοιχτή την πόρτα, κόβω την κακή συνήθεια, έχω πολλές ελλείψεις, αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ, δίνω χώρο σε κπ/κτ, βαθουλώνω, ανοίγω δρόμο για κπ/κτ, δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω, βλέποντας και κάνοντας, κόβω την συνήθεια, εκθέτω κτ στον ατμοσφαιρικό αέρα, παίρνω κάτι με το μαλακό, παίρνω την κάτω βόλτα, το σκέφτομαι, χάνω θερμότητα, αφήνω κπ να τη γλιτώσει, εγκαταλείπω, αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν, αναπολώ, κρέμομαι, ξαπλώνω, εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι, εκφράζω τα συναισθήματά μου, υπεκφεύγω, αοριστολογώ, υποτάσσομαι, ξαπλώνω, ξαπλώνω, κάθομαι οκλαδόν, χαλαρώνω, ξαπλώνω, εγκαταλείπω, αναβάλλω, σταματάω, σταματώ, κληροδοτώ, μπερδεύω, αναβάλλω, διακόπτω, προκαλώ απορία, μπερδεύω, αφήνω έγκυο, μπερδεύω, σαστίζω, μπερδεύω, αφήνω άφωνο, αφήνω άναυδο, επιτρέπω υπερβόσκηση, απαρνούμαι, μπερδεύω, συγχύζω, σαστίζω, σαστίζω, μπερδεύω, συγχύζω, αποστομώνω, προσδίδω, υπερτερώ, υπερέχω, μου τρέχουν τα σάλια, αφήνω ήσυχο, κληροδοτώ, μακραίνω, αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει, αφήνω κπ να βγει έξω, υπαινίσσομαι, υπονοώ, αφήνω ελεύθερο, αφήνω κπ μαλάκα, κλειδώνω κπ έξω, κατεβάζω, αφήνω, ακουμπώ, αρνούμαι, χάνω, μεταβιβάζω, γκαστρώνω, κληροδοτώ, κατεβάζω, κακής ποιότητας, χαμηλής ποιότητας, αποφασισμένος να κάνω κτ, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, κατσούφης, κατσούφα, μουρτζούφλης, μουρτζούφλα, ξετινάζω, παρασύρομαι από κτ, αφήνω ουλή, αφήνω σημάδι, κάνω σημάδι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lăsa

δεν πειράζει

«Το δείπνο καταστράφηκε!» «Δεν πειράζει. Θα πάρουμε απέξω.»

που δεν είναι προσβάσιμος

Προς αποφυγή ατυχημάτων, φροντίστε η συσκευή και το καλώδιό της να μην είναι προσβάσιμα σε παιδιά.

μη προσβάσιμος σε κπ

Pastilele ar trebui puse în așa fel încât să fie inaccesibile copiilor.

φύγε!

Προσπαθώ να δουλέψω λίγο - Φύγε!

χωρίς μέτρο

Οι πεινασμένοι πελάτες καταβρόχθισαν το γεύμα τους χωρίς μέτρο.

πρόχειρος, κακός

(bunuri)

που έχει αφήσει διαθήκη, που έχει συντάξει διαθήκη

με τον καλύτερο τρόπο

έλεος!

(αγανάκτηση)

κουράγιο

Κουράγιο Τζον, κοντεύεις!

άσε με ήσυχο, παράτα με

ψηλά το κεφάλι

αυτός που δίνει φιλοδώρημα

(άτομο)

που καθυστερεί

βγάζω νοκ άουτ

αφήνω κπ/κτ στην ησυχία του, αφήνω κπ/κτ ήσυχο

Μην τον ενοχλείς.

υποχρεώνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, βάζω τον εαυτό μου να κάνει κτ

Nu mă pot decide să văd un film atât de violent.

παραμελώ, αμελώ

De când a murit soția sa, a lăsat totul de izbeliște și acum casa arată jalnic.

αναβάλλω

(για άλλη στιγμή)

Δεν μπορώ να βρεθούμε απόψε. Να το αναβάλουμε για την άλλη εβδομάδα;

παρασύρομαι

(entuziasm)

σκύβω το κεφάλι

(μεταφορικά)

αφήνω ανοιχτή την πόρτα

(μεταφορικά)

κόβω την κακή συνήθεια

(fumat, băut)

έχω πολλές ελλείψεις

(κάτι λείπει)

αφήνω το σημάδι μου σε κπ/κτ

(μεταφορικά)

δίνω χώρο σε κπ/κτ

(μεταφορικά: να κάνει κάτι)

βαθουλώνω

ανοίγω δρόμο για κπ/κτ

δεν τα παρατάω, δεν εγκαταλείπω

βλέποντας και κάνοντας

κόβω την συνήθεια

(fumat, băut, etc.)

εκθέτω κτ στον ατμοσφαιρικό αέρα

παίρνω κάτι με το μαλακό

(μεταφορικά)

παίρνω την κάτω βόλτα

(μεταφορικά)

το σκέφτομαι

χάνω θερμότητα

αφήνω κπ να τη γλιτώσει

εγκαταλείπω

Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών.

αφήνω τα πράγματα να κυλήσουν

αναπολώ

κρέμομαι

ξαπλώνω

εκμυστηρεύομαι, εμπιστεύομαι

εκφράζω τα συναισθήματά μου

υπεκφεύγω, αοριστολογώ

υποτάσσομαι

ξαπλώνω

ξαπλώνω

κάθομαι οκλαδόν

χαλαρώνω

(καθομιλουμένη)

ξαπλώνω

εγκαταλείπω

(a părăsi o persoană sau un loc)

După ce și-a pierdut toți banii, toți prietenii l-au abandonat.
ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Την παράτησε ο άντρας της για μια εικοσάρα.

αναβάλλω

Μεταθέτουμε τη συνάντηση για την Πέμπτη.

σταματάω, σταματώ

Nu mă pot concentra când bați cu degetele în birou. Oprește-te.
Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα.

κληροδοτώ

(proprietate)

μπερδεύω

αναβάλλω, διακόπτω

προκαλώ απορία, μπερδεύω

αφήνω έγκυο

μπερδεύω

σαστίζω, μπερδεύω

αφήνω άφωνο, αφήνω άναυδο

επιτρέπω υπερβόσκηση

απαρνούμαι

μπερδεύω, συγχύζω, σαστίζω

σαστίζω, μπερδεύω, συγχύζω

αποστομώνω

προσδίδω

(lumina, etc.) (μια ιδιότητα)

υπερτερώ, υπερέχω

μου τρέχουν τα σάλια

(μεταφορικά)

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Είναι γνωστό πως της τρέχουν τα σάλια κάθε φορά που βλέπει τον Πέτρο.

αφήνω ήσυχο

κληροδοτώ

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Το σπίτι και όλα τα υπάρχοντα κληροδοτήθηκαν σ' εκείνη.

μακραίνω

(păr) (μαλλιά)

Πέρσι έκοψα τα μαλλιά μου πολύ κοντά αλλά τώρα τα αφήνω να μακρύνουν.

αφήνω κπ να μπει, αφήνω κπ να περάσει

ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Είναι κάποιος στην πόρτα και σε ζητάει. Να τον αφήσω να μπει μέσα;

αφήνω κπ να βγει έξω

Πριν κλειδώσεις για βράδυ, μην ξεχάσεις να αφήσεις τη γάτα να βγει έξω!

υπαινίσσομαι, υπονοώ

(ότι/πως)

αφήνω ελεύθερο

Έλυσε τα σκυλιά του στο γκαζόν μου και το έκαναν χάλια!

αφήνω κπ μαλάκα

(αργκό, υβριστικό)

Vestea că fosta lui soție se recăsătorește l-a dat gata.

κλειδώνω κπ έξω

Όταν συνειδητοποίησα ότι με είχε κλειδώσει απέξω, άρχισα να χτυπάω την πόρτα.

κατεβάζω

αφήνω, ακουμπώ

Η Πάτσι ακούμπησε τα στιλό της στο γραφείο. Η μητέρα του παιδιού το άφησε στο έδαφος κι αυτό έτρεξε να κάνει κούνια.

αρνούμαι, χάνω

(ocazie)

Η Βαλ απλά δεν μπορούσε να χάσει την ευκαιρία να περάσει το καλοκαίρι στη Νότια Γαλλία.

μεταβιβάζω

Γιε μου, πριν πεθάνω, θα σου μεταβιβάσω ολόκληρη την περιουσία μου.

γκαστρώνω

(αργκό, μειωτικό)

κληροδοτώ

κατεβάζω

(mașină)

κακής ποιότητας, χαμηλής ποιότητας

(servicii) (υπηρεσία, συμπεριφορά)

αποφασισμένος να κάνω κτ

Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!

(καθομιλουμένη)

κατσούφης, κατσούφα, μουρτζούφλης, μουρτζούφλα

(κακόκεφος)

ξετινάζω

(μεταφορικά)

παρασύρομαι από κτ

(μεταφορικά)

αφήνω ουλή, αφήνω σημάδι, κάνω σημάδι

Είναι άσχημο κόψιμο. Πιθανόν να κάνει σημάδι.

Ας μάθουμε Ρουμάνος

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lăsa στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.

Γνωρίζετε για το Ρουμάνος

Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.