Τι σημαίνει το possono στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης possono στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του possono στο Ιταλικό.

Η λέξη possono στο Ιταλικό σημαίνει μπορώ, μπορώ, μπορεί, μπορώ, δύναμη, εξουσία, ισχύς, μπορεί, μπορώ, εξουσία, μπορώ, ας, ικανότητα, δικαίωμα, μπορώ, μπορεί, μπορώ, θα μπορούσα να, θα μπορούσε να, μπορεί, επιτρέπεται σε κπ, ισχύς, μπορώ, θα μπορούσα, θα μπορούσα, θα μπορούσα, θα μπορούσα, θα μπορούσα, που επιδέχεται, εξουσία, πλεονέκτημα, σημασία, θα, έλεγχος, αυτοί που έχουν την εξουσία στα χέρια τους, μπορούσα, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, μπορεί, κυβερνώσα δύναμη, το εκτελεστικό, παντοδύναμος, μεθυσμένος από την εξουσία, που διψά για εξουσία, δεν μπόρεσα, ίσως να μην, δεν μπορώ, μπορώ, στην εξουσία, Η εξουσία στον λαό!, σκοπιμότητα, κατάχρηση εξουσίας, ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων, απόλυτος έλεγχος, αγοραστική δύναμη, μεγάλη ισχύς, επιρροή, κυβερνών κόμμα, αυθυποβολή, ύπνωση, κυβερνητικό κτίριο, πραξικόπημα, δικαίωμα αρνησικυρίας, υπεροχή των λευκών, αγοραστική δύναμη, αγοραστική δύναμη, δύναμη των καταναλωτών, καλυπτική ικανότητα, λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία, μάχη για την εξουσία, προσπάθεια να επιβληθώ, αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει, ρυθμιστική αρχή, διαπραγματευτική δύναμη, μοχλοί της εξουσίας, δεν έχω δικαίωμα, δεν μπορώ να κάνω κτ, έχω εξουσία/επιρροή, έχω εξουσία, έχω εξουσία/επιρροή σε, αγοραστική δύναμη, πλήρης εξουσιοδότηση, αυτεπάγγελτη εξουσία, δικαιοδοσία, αγοραστική δύναμη, απόλυτος έλεγχος, θα μπορούσε, ανίσχυρος, αδύναμος, μπορεί να μην, πτώση, μπορώ να κάνω κτ, δεν, εξουσία διορισμού, που διψάει για εξουσία, κατάληψη, δομή εξουσίας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης possono

μπορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (έχω την ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Posso portare quelle valigie per te.
Μπορώ να μεταφέρω τις βαλίτσες σου εγώ.

μπορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (έχω δικαίωμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il primo ministro può decidere le elezioni quando vuole.
Ο πρωθυπουργός μπορεί να ανακοινώνει εκλογές όποτε θέλει.

μπορεί

(sempre al condizionale)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Potrebbe piovere oggi.
Μπορεί να βρέξει σήμερα.

μπορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μου επιτρέπεται)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Posso prendere in prestito la tua auto stasera?
Μπορώ να δανειστώ το αυτοκίνητό σου απόψε;

δύναμη, εξουσία, ισχύς

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il titolare dell'azienda ha il potere di licenziare qualsiasi dipendente se ce n'è bisogno.
Ο ιδιοκτήτης της εταιρείας έχει την εξουσία να απολύσει όποιον εργαζόμενο θέλει, άμα χρειαστεί.

μπορεί

verbo transitivo o transitivo pronominale (είναι πιθανό)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Queste cose possono succedere se non stai attento.
Τέτοια πράγματα μπορεί να συμβούν αν δεν προσέχεις.

μπορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sì, puoi darmi del tu.

εξουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo aver vinto le elezioni, i democratici hanno preso il potere.
Οι δημοκρατικοί ανέλαβαν την εξουσία όταν κέρδισαν τις εκλογές.

μπορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (sempre al condizionale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Potrei avere qualcosa da bere, per favore?
Μπορώ να έχω ένα ποτό παρακαλώ;

ας

verbo transitivo o transitivo pronominale (sempre al congiuntivo)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Che i tuoi figli possano essere sempre felici e in salute.
Μακάρι να είναι πάντα υγιή και ευτυχισμένα τα παιδια.

ικανότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sembra avere il potere di far innamorare di lei chiunque.

δικαίωμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La legge dice che il padrone di casa ha il potere di sfrattarti se non paghi l'affitto.

μπορώ

(έχω γνώση, ικανότητα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un dottore può curare la gente in modo più estensivo di un'infermiera.

μπορεί

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Potremmo dover prendere un volo più tardi.
Μπορεί να χρειαστεί να πάρουμε επόμενη πτήση.

μπορώ

(έχω την τάση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sa essere davvero irritante a volte.

θα μπορούσα να

verbo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θα μπορούσε να

verbo (forma passata)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπορεί

verbo

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Potrei andare in bicicletta oggi, ma ripensandoci potrei anche non andarci.
Μπορεί να πάω βόλτα με το ποδήλατο σήμερα, αλλά μπορεί και όχι.

επιτρέπεται σε κπ

(avere il permesso)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se non hai il passaporto, non puoi entrare nel paese.
Αν δεν έχεις το διαβατήριό σου, δεν θα σου επιτραπεί να μπεις στην χώρα. Μόλις τέλειωσαν τα διαγωνίσματα τους, επετράπη στους σπουδαστές να φύγουν.

ισχύς

(spesso plurale) (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nuova costituzione ha limitato i poteri del presidente.
Το νέο σύνταγμα μείωσε την ισχύ του προέδρου.

μπορώ

verbo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Potrei usare il Suo bagno?
Θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το μπάνιο σου;

θα μπορούσα

verbo (al condizionale) (τύπος ευγενείας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Potresti tenermi questo per favore?
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να μου το κρατήσεις;

θα μπορούσα

verbo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beh, avresti potuto dirmelo prima!
Ωραία! Ας με ειδοποιούσες νωρίτερα!

θα μπορούσα

verbo (al condizionale) (δυνατότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Potrei andare al negozio se volessi.
Θα μπορούσα να πάω στο κατάστημα αν ήθελα.

θα μπορούσα

verbo (al condizionale) (πιθανότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lui potrebbe avere ragione.
Θα μπορούσε να έχει δίκιο.

θα μπορούσα

verbo transitivo o transitivo pronominale (al condizionale)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Potresti chiamarli e chiederglielo.
Θα μπορούσες να τους τηλεφωνήσεις και να ρωτήσεις.

που επιδέχεται

verbo intransitivo (με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono certo che questo problema può essere risolto.

εξουσία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il rappresentante di classe ha affermato la propria autorità e posto il veto sulla decisione del consiglio degli studenti. Il capitano ha autorità sull'equipaggio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πρόεδρος της τάξης επέβαλλε την εξουσία του και έθεσε βέτο στην απόφαση του μαθητικού συμβουλίου.

πλεονέκτημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Usò la situazione per ottenere influenza nei negoziati.
Εκμεταλλεύτηκε την κατάσταση για να αποκτήσει πλεονέκτημα στις διαπραγματεύσεις.

σημασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scienziato ha una grande importanza per la riuscita della nostra missione.
Ο επιστήμονας είναι μεγάλης σημασίας για την επιτυχία της αποστολής μας.

θα

(modo condizionale del verbo)

(μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.)
Mi passeresti il sale per cortesia?
Θα μου περάσετε το αλάτι σας παρακαλώ;

έλεγχος

sostantivo maschile (εξουσία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il direttore ha il controllo sulla sua scuola.
Ο λυκειάρχης έχει το σχολείο του υπό έλεγχο.

αυτοί που έχουν την εξουσία στα χέρια τους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Chi comanda dice che dobbiamo pagare le tasse.

μπορούσα

(παρατατικός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando Samantha era piccola riusciva ad arrampicarsi sugli alberi alti.
Όταν η Σαμάνθα ήταν μικρή, μπορούσε να σκαρφαλώνει στα δέντρα.

έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quest'estate riesco ad andare a Parigi.
Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι.

μπορεί

(sempre al futuro)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Μπορεί να είναι η καλύτερή σου φίλη, αλλά δεν έχει δικαίωμα να σου μιλάει έτσι.

κυβερνώσα δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il governo nell'antica Roma era il Senato.

το εκτελεστικό

(governo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'esecutivo ha fatto passare una legge contro la discriminazione.
Το εκτελεστικό πέρασε έναν νόμο που απαγόρευε τις διακρίσεις.

παντοδύναμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μεθυσμένος από την εξουσία

locuzione aggettivale (figurato) (μεταφορικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που διψά για εξουσία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεν μπόρεσα

verbo transitivo o transitivo pronominale (passato o condizionale presente) (ανάλογα με το πότε)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Andy non poteva venire perché aveva altri programmi.

ίσως να μην

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Rialza il volume della musica: potrà non piacerti ma a me sì!

δεν μπορώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (για να εκφράσω αίτημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μπορώ

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι μόνοι που μπορούν να αγοράσουν σπίτι σε αυτή την περιοχή είναι οι εκατομμυριούχοι.

στην εξουσία

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Η εξουσία στον λαό!

(motto rivoluzionario)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοπιμότητα

sostantivo plurale maschile (in aziende, enti) (στη δουλειά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella maggior parte dei posti di lavoro devi imparare come destreggiarti con i giochi di potere.

κατάχρηση εξουσίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La violenza sui bambini è un abuso di potere.

ισορροπία δυνάμεων, εξισορρόπηση δυνάμεων

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'equilibrio di potere cambiò quando il re si ammalò e il parlamento acquisì maggiore indipendenza.

απόλυτος έλεγχος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγοραστική δύναμη

Con la crisi il potere d'acquisto delle famiglie è diminuito.

μεγάλη ισχύς, επιρροή

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La chiesa in passato esercitava un forte potere su tutti gli strati della popolazione.

κυβερνών κόμμα

sostantivo maschile (politica)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Per molti anni la ex Democrazia Cristiana è stata il partito al potere in Italia.

αυθυποβολή, ύπνωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ipnotizzatore è riuscito a far fare cose buffe agli spettatori usando il potere della suggestione.

κυβερνητικό κτίριο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πραξικόπημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La loro presa del potere fu rapida e rovesciare il governo fu questione di ore.

δικαίωμα αρνησικυρίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il presidente degli USA ha deciso di applicare il suo potere di veto per bloccare la nuova legge.

υπεροχή των λευκών

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγοραστική δύναμη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αγοραστική δύναμη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δύναμη των καταναλωτών

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλυπτική ικανότητα

sostantivo maschile

λαϊκή δύναμη, λαϊκή εξουσία

sostantivo maschile

μάχη για την εξουσία

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

προσπάθεια να επιβληθώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγοραστής που δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή και τη δέχεται ως έχει

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ρυθμιστική αρχή

διαπραγματευτική δύναμη

sostantivo maschile

μοχλοί της εξουσίας

sostantivo plurale femminile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il partito adesso ha le mani sulle leve del potere.

δεν έχω δικαίωμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mio figlio si lamentava perché tutti controllavano la sua vita e non ne avevamo il diritto in quanto adulto.

δεν μπορώ να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non era in grado di scalare la montagna a causa della sua asma.
Δεν μπορούσε να ανέβει το βουνό λόγω του άσθματός του.

έχω εξουσία/επιρροή

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'esercito può avere il potere in questo momento, ma non può governare per sempre senza il consenso del popolo.

έχω εξουσία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il padrone di casa non ha il potere di mandare via l'inquilino in qualsiasi momento, ma può farlo solo alla scadenza del contratto d'affitto.

έχω εξουσία/επιρροή σε

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sua moglie ha potere su di lui perchè é lei che porta i soldi a casa.

αγοραστική δύναμη

sostantivo maschile

L'aumento del costo della vita non bilanciato da un aumento degli stipendi diminuisce il potere di acquisto delle famiglie.

πλήρης εξουσιοδότηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il governo ha nominato un commissario speciale conferendogli pieno potere e libertà di azione nella lotta contro il terrorismo.

αυτεπάγγελτη εξουσία

sostantivo maschile

δικαιοδοσία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Direzione ha potere di intervento sugli enti dipendenti.

αγοραστική δύναμη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόλυτος έλεγχος

sostantivo maschile

θα μπορούσε

verbo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Potrebbe benissimo essere inverno, con tutto questo tempo freddo e umido che c'è.
Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι χειμώνας, με τόσο κρύο και υγρό καιρό.

ανίσχυρος, αδύναμος

(μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η δήμαρχος είπε ότι ήταν ανίσχυρη (or: αδύναμη) χωρίς την υποστήριξη της αστυνομίας.

μπορεί να μην

(πιθανότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopotutto è possibile che oggi non piova.

πτώση

sostantivo femminile (politica) (ηγεμόνα: από την εξουσία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La caduta dal potere del dittatore fu salutata con piacere dai residenti fuori dal paese.
Η πτώση του δικτάτορα καλωσορίστηκε από όλους στο εξωτερικό.

μπορώ να κάνω κτ

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sei libero di usare la mia lavatrice se hai dei vestiti sporchi.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις το πλυντήριο μου αν έχεις άπλυτα ρούχα.

δεν

verbo intransitivo

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Non si può negare la verità.
Δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί την αλήθεια.

εξουσία διορισμού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

που διψάει για εξουσία

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατάληψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La presa del potere fu condannata dalle Nazioni Unite.

δομή εξουσίας

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του possono στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.