Τι σημαίνει το s'amuser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης s'amuser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του s'amuser στο Γαλλικά.

Η λέξη s'amuser στο Γαλλικά σημαίνει διασκεδάζω, διασκεδάζω, είμαι διασκεδαστικός για κπ, διασκεδάζω, διασκεδάζω, διασκεδάζω, ψυχαγωγώ, διασκεδάζω, περνάω καλά, διασκέδαση, απολαμβάνω, γελάω, γελώ, παιδιαρίζω, παίζω, διασκεδάζω, παιχνιδίζω, παιδιαρίζω, παίζω, -, ευχάριστος, διασκεδαστικός, -, περνάω καλά, ωραίος, διασκεδαστικός, πολύ καλά, πολύ ωραία, πολύ καλά, πολύ γέλιο, πολύ πλάκα, γλεντώ, διασκεδάζω, διασκεδάζω, αίσθηση του χιούμορ, παίζω με κτ, παίζω με κπ, γέλιο, που λατρεύει τη διασκέδαση, που του αρέσει να περνάει καλά, η καλύτερη στιγμή της ζωής σου, παίζω με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης s'amuser

διασκεδάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le magicien divertissait les enfants à la fête. Helen divertissait ses collègues en leur racontant sa mésaventure du week-end.
Ο μάγος ψυχαγώγησε τα παιδιά στο πάρτι.

διασκεδάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les blagues de John amusaient toute la famille.
Τα ανέκδοτα του Τζον διασκέδασαν όλη την οικογένεια.

είμαι διασκεδαστικός για κπ

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Le nouveau dessin animé amusait les adultes, mais laissait les plus jeunes de marbre.
Το νέο κινούμενο σχέδιο ήταν διασκεδαστικό για τα μεγαλύτερα παιδιά, αλλά τα μικρότερα δεν ενδιαφέρονταν.

διασκεδάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'insistance de son mari à planter les oignons en lignes parfaitement droites amusait Lydia.

διασκεδάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le marionnettiste a amusé les enfants pendant des heures.
Ο κουκλοπαίχτης διασκέδασε τα παιδιά για ώρες.

διασκεδάζω, ψυχαγωγώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διασκεδάζω

verbe transitif (une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le clown a diverti les enfants pendant la fête.
Ο κλόουν κράτησε απασχολημένα τα παιδιά κατά τη διάρκεια του πάρτι.

περνάω καλά

verbe pronominal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Allez, on va sortir s'amuser samedi !
Ας βγούμε να διασκεδάσουμε αυτό το Σάββατο.

διασκέδαση

verbe pronominal

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Comme dit le proverbe, d'abord fais ton travail, et ensuite amuse-toi.

απολαμβάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

γελάω, γελώ

(familier)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On ne voulait pas le vexer, c'était pour rigoler.

παιδιαρίζω, παίζω

(légèrement soutenu)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les amis s'ébattaient et appréciaient la compagnie de chacun à la soirée.

διασκεδάζω

verbe pronominal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

παιχνιδίζω, παιδιαρίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les chatons joueurs folâtraient (or: batifolaient) ensemble au soleil.

παίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les enfants folâtraient dans le grand jardin.

-

(familier)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
C'est un sacré grand chien qu'ils ont pour garder le portail.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Τα περάσαμε απίθανα στην παμπ.

ευχάριστος, διασκεδαστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Kate a passé un moment agréable au marché.

-

(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Tout le monde s'est bien amusé à la fête/
Όλοι πέρασαν υπέροχα στο πάρτυ.

περνάω καλά

Si tu veux passer un bon moment, essayer le bar de Ray un vendredi soir.
Αν θες να περάσεις καλά, πήγαινε στο Ray's Bar μια Παρασκευή βράδυ.

ωραίος, διασκεδαστικός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Les enfants se sont bien amusés mercredi après-midi à l'air de jeux.

πολύ καλά

(διασκέδαση)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Merci beaucoup de m'avoir invité ; j'ai passé un très bon moment !

πολύ ωραία, πολύ καλά

(διασκέδαση: πέρασα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je vous remercie de m'avoir invité à votre soirée : je me suis bien amusé.

πολύ γέλιο, πολύ πλάκα

verbe pronominal (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
On s'est bien amusés à la fête samedi dernier.

γλεντώ, διασκεδάζω

verbe pronominal (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Merci pour cette merveilleuse fête : on s'est amusés comme des fous !

διασκεδάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On s'amuse bien à la plage.
Διασκεδάσαμε στην παραλία.

αίσθηση του χιούμορ

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

παίζω με κτ

Le chien jouait (or: s'amusait) avec un bâton qu'il avait trouvé par terre.

παίζω με κπ

(μεταφορικά, καθομ)

Je ne la prendrais pas à la légère si j'étais toi. Elle a un méchant caractère.
Δεν θα έπαιζα μαζί της στη θέση σου. Είναι πολύ οξύθυμη.

γέλιο

(familier)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Nous avons bien rigolé à la fête du lycée !
ΝΕW: Έχασες που δεν ήρθες στο πάρτι. Είχε πολλή πλάκα.

που λατρεύει τη διασκέδαση, που του αρέσει να περνάει καλά

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η καλύτερη στιγμή της ζωής σου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je repense souvent à cette période et je pense que c'était le meilleur moment de ma vie.

παίζω με κτ

(μεταφορικά)

Ben a passé l'après-midi à s'amuser avec son nouvel appareil photo.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του s'amuser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του s'amuser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.