Τι σημαίνει το tolto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tolto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tolto στο Ιταλικό.

Η λέξη tolto στο Ιταλικό σημαίνει βγάζω, παίρνω, απομακρύνω, βγάζω, αφαιρώ, απομακρύνω, αφαιρώ, σταματώ, διακόπτω, μαζεύω, σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύω, σκουπίζω, κόβω, αφαιρώ, βγάζω, ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαι, βγάζω, ρίχνω, κατεβάζω, αφαιρώ, κόβω, βγάζω, ξεβιδώνω, σκουπίζω κτ με το χέρι, βγάζω, εξάγω, βγάζω, τραβάω, πετάω, ξεφορτώνομαι, αποκλείω, σβήνω, διαγράφω, στραγγίζω, αφαιρώ, τραβάω, βγάζω, καθαρίζω, πλένω, βγάζω, βγάζω, βγάζω, αφήνω πίσω, αφαιρώ, βγάζω, απομακρύνω, ξύνω κτ από κτ, αποσύρω, λύνω, απομακρύνω, αφαιρώ, βγάζω, σκοτώνω, δολοφονώ, απομακρύνω, βγάζω κτ από τη θήκη, αποεπιλέγω, στέλνω, ξεκάνω, ξεσκεπάζω, ολοκληρώνω με κτ, στην άκρη, κόβω, αποσυντονίζω, απαλλάσσω, εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία, σώζω την παρτίδα, κόβω την ανάσα, σκοτώνω, παρουσιάζω κπ σαν να μην είναι άνθρωπος, αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφου, ανοίγω, ξεκλειδώνω, λύνω, ανοίγω, ξεαμπαρώνω, ξεμανταλώνω, ξεαμπαρώνω, ξεσυρτώνω, ξεζεύω, ξηλώνω, ελευθερώνω, αποδυναμώνω, απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο, αδρανοποιώ, διαγράφω, μειώνω τη σημασία, βγάζω το φίμωτρο από κπ/κτ, αποσπώ κτ από κτ, βγάζω, σπρώχνω, σκίζω, κόβω, καθαρίζω, αφαιρώ το ανώτατο όριο, βγάζω, αφαιρώ με φωτιά, καθαρίζω, τρίβω, σβήνω, δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνω, βγάζω κτ από κτ, ξεχορταριάζω, βάζω στο αθόρυβο, κλέβω κτ από κπ, αφαιρώ, τρίβω, ξύνω, εξαφανίζω, βγάζω το κουκούτσι, ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα, όχι πια σε, αδειάζω, αφαιρώ, αφαιρώ την πέτσα, παίρνω με το κουτάλι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tolto

βγάζω

(vestiti)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έβγαλε τα ρούχα της πριν μπει στο ντους.

παίρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se sottrai la pistola a qualcuno, questo non sarà in grado di ucciderti.
Αν πάρεις (or: κατασχέσεις) τα όπλα των ανθρώπων, δε θα μπορούν να σε σκοτώσουν.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa è una rivista per tutta la famiglia; ecco perché i redattori rimuovono il linguaggio offensivo.
Αυτό είναι ένα περιοδικό για ολόκληρη την οικογένεια και γι' αυτό οι επιμελητές μας αφαιρούν τις προσβλητικές λέξεις.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (macchie, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ogni sera Phoebe toglie il trucco dal suo viso con oli naturali.
Η Φοίβη αφαιρεί κάθε νύχτα το μακιγιάζ της με φυσικά έλαια.

αφαιρώ, απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo che i pulitori ebbero rimosso la macchia di vino, la poltrona tornò a sembrare nuova.
Μόλις το συνεργείο καθαρισμού απομάκρυνε (or: αφαίρεσε) τον λεκέ του κρασιού, ο καναπές έδειχνε και πάλι σαν καινούριος.

αφαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cosa si ottiene sottraendo 63 a 100?

σταματώ, διακόπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esercito di attacco ha tolto l'assedio della città fortificata dopo un mese.

μαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (raschiando con una spatola o simile) (με το φτυάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giardiniere usò la paletta per togliere il macello che il cane aveva lasciato sul prato.

σκουπίζω, καθαρίζω, μαζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rimuovere con panno, fazzoletto ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fammi asciugare le tue lacrime.

σκουπίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sfregando con spugna, panno ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sono riusciti a rimuovere i graffiti con una spugna bagnata.
Κατάφεραν να βγάλουν το γκράφιτι με ένα βρεγμένο σφουγγάρι.

κόβω

verbo intransitivo (colpendo ripetutamente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bob ha tirato via l'edera che copriva la parete.

αφαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (τα φρύδια, με τσιμπιδάκι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Latie si toglie le sopracciglia una volta alla settimana.

ξεκαθαρίζω, ξεφορτώνομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho portato via tutti i vecchi giocattoli dei bambini e li ho dati in beneficenza.
Ξεκαθάρισα όλα τα παλιά παιχνίδια των παιδιών και τα έδωσα σε ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Doug ha dovuto togliere le spine dai pantaloni.
Ο Νταγκ έπρεπε να βγάλει αγκάθια από το παντελόνι του.

ρίχνω, κατεβάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ridurre il prezzo) (τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Manca un bottone in questo vestito. Potresti togliere qualche sterlina dal prezzo iniziale?
Λείπει ένα κουμπί απ' αυτό το φόρεμα. Θα μπορούσατε να κάνετε δύο λίρες σκόντο;

αφαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (από λίστα ή συλλογή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È questa la lista degli invitati? Togli Kim; ha un impegno quel fine settimana e non può venire.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κτ, κτ από κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giardiniere ha tagliato i boccioli dei fiori appassiti.
Ο κηπουρός έκοψε τα ξερά λουλούδια.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (vestiti)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci siamo tolti i vestiti e abbiamo fatto una nuotata.

ξεβιδώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abi svitò il tappo e si versò un bicchiere di limonata.

σκουπίζω κτ με το χέρι

(di lacrime)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
James asciugò le lacrime e iniziò a sorridere.
Ο Τζέιμς σκούπισε με το χέρι τα δάκρυά του και χαμογέλασε.

βγάζω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της.

εξάγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Al dentista bastarono pochi secondi per estrarre il dente.
Ο οδοντογιατρός χρειάστηκε λίγο μόνο δευτερόλεπτα για να αφαιρέσει το δόντι.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il dentista rimosse il dente cariato.

τραβάω

(strati, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ξεφορτώνομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo il funerale, avevamo un sacco di roba di cui disfarci.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά την κηδεία έχουμε να πετάξουμε ένα κάρο πράγματα από το σπίτι.

αποκλείω

(figurato: attività programmata) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sabato sono impegnato, quindi non contatemi per la partita di football.

σβήνω, διαγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non mi stanno più simpatici; depennali dalla lista degli invitati.

στραγγίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (liquidi: per togliere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ, τραβάω, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω, πλένω

verbo transitivo o transitivo pronominale (rimuovere sciacquando)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho sciacquato le mie scarpe da ginnastica sotto il rubinetto per lavare via il fango.

βγάζω

(με πλύσιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι;

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (vestiti) (τα ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bisogna rimuovere la capsula di stagnola prima di aprire la bottiglia di vino.

αφήνω πίσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά)

L'autore rimuove gli strati di ipocrisia per rivelare la verità sulla società educata del XIX° secolo.

αφαιρώ, βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di mettere la nuova carta da parati devo strappare via quella vecchia dal muro.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tirò via il lenzuolo per rivelare la scultura.
Απομάκρυνε το σεντόνι για να αποκαλύψει το γλυπτό.

ξύνω κτ από κτ

(με εργαλείο)

Ο Χάρυ έξυσε την παλιά μπογιά από την πόρτα πριν εφαρμόσει την καινούρια.

αποσύρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hanno dovuto ritirare (or: rimuovere) il prodotto dal mercato.
Αναγκάστηκαν να αποσύρουν το προϊόν από την αγορά.

λύνω

(freni)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora togli il freno a mano e metti la prima.
Λύσε το χειρόφρενο και τώρα βάλε πρώτη ταχύτητα.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La ditta di pulizie ha tolto tutta la sporcizia dalla casa.
Η εταιρεία καθαρισμού απομάκρυνε τα σκουπίδια από το σπίτι.

αφαιρώ

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha tolto il tegame dal forno.
Έβγαλε το ταψί από τον φούρνο.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (macchie, ecc.) (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per rimuovere le macchie di vino rosso da un tappeto si può usare del vino bianco.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις λευκό κρασί για να βγάλεις τους λεκέδες κόκκινου κρασιού από τα χαλιά.

σκοτώνω, δολοφονώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (uccidere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli agenti segreti hanno tolto di mezzo il politico.

απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (da una scuola) (κάποιον από κάπου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abby fu ritirata definitivamente dalla scuola dopo aver picchiato un'insegnante.

βγάζω κτ από τη θήκη

(letteralmente)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποεπιλέγω

(informatica: opzione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Deseleziona questa cella e poi calcola il totale di tutte le altre celle.

στέλνω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho chiesto più volte a Walter di parlare ma continua a liquidarmi.

ξεκάνω

(uccidere) (αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sicario eliminò il testimone.

ξεσκεπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sposa si è tolta il velo dal viso perché il marito la potesse baciare.

ολοκληρώνω με κτ

(questione)

Risolviamo questa questione una volta per tutte.
Ας τελειώσουμε μ' αυτό το ζήτημα μια και καλή.

στην άκρη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho tolto di mezzo la sedia per permettergli di passare.

κόβω

(μεταφορικά: δεν μεταδίδω πια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποσυντονίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La musica a volume alto mi fa perdere la concentrazione.

απαλλάσσω

(από βάρος, φορτίο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαφανίζω κάθε αμφιβολία, διαλύω κάθε αμφιβολία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Meglio rimanere in silenzio e passare per ignorante che aprire bocca e togliere ogni dubbio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η ολοκληρωμένη απάντηση που μου έδωσε διέλυσε κάθε μου αμφιβολία.

σώζω την παρτίδα

verbo transitivo o transitivo pronominale (μτφ: δίνω λύση)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mentre la nostra macchina era a riparare, Tim ci ha tolto dai guai prestandoci la sua.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Όπως πάντα με το κοφτερό μου μυαλό και την υπομονή μου έσωσα και πάλι την παρτίδα και έβγαλα τον Τάσο από το αδιέξοδό του.

κόβω την ανάσα

verbo intransitivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοτώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha ucciso la formica prima che potesse morderlo. // L'assassino aveva ucciso tre persone.
Σκότωσε το μυρμήγκι πριν τον τσιμπήσει. Ο δολοφόνος είχε σκοτώσει τρεις ανθρώπους.

παρουσιάζω κπ σαν να μην είναι άνθρωπος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'articolo disumanizzava le popolazioni indigene, dipingendole come animali.

αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il nuovo leader totalitario della nazione ha passato una legge per privare le donne del diritto di voto.

ανοίγω, ξεκλειδώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tina aprì la porta per far uscire il cane.

λύνω

(τις αλυσίδες αλυσίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

(κάτι που έχει σφραγίδα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεαμπαρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (βγάζω αμπάρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεμανταλώνω, ξεαμπαρώνω, ξεσυρτώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεζεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη: ζώο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξηλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sartoria)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελευθερώνω

(από δεσμά, χειροπέδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποδυναμώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απομακρύνω από λίστα, αφαιρώ από κατάλογο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αδρανοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

διαγράφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω τη σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βγάζω το φίμωτρο από κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποσπώ κτ από κτ

(con difficoltà o fatica) (με δυσκολία)

I ladri tolsero di mano il portafoglio a Bill.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vedendo lo specchio d'acqua fresca e luccicante, Steve si tolse velocemente i vestiti e si tuffò.
Βλέποντας την δροσερή λαμπυρίζουσα επιφάνεια του νερού ο Στιβ έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκίζω, κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha strappato via l'involucro per scoprire cosa c'era dentro.
Έσκισε το περιτύλιγμα για να ανακαλύψει τι ήταν μέσα.

καθαρίζω

(figurato) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Crei sempre problemi e sono sempre io che devo passarti dietro a raccogliere i cocci.
Πάντα δημιουργείς προβλήματα και πρέπει εγώ να επέμβω και να καθαρίσω μετά.

αφαιρώ το ανώτατο όριο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ με φωτιά

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un metodo di pulire dell'olio versato è di toglierlo col fuoco.

καθαρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il nuovo politico promise di spazzare via la corruzione nel paese.

τρίβω, σβήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La professoressa cancellò la lista di termini che aveva scritto sulla lavagna.

δεν υπολογίζω, δε συμπεριλαμβάνω

(attività programmata)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βγάζω κτ από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Potresti togliere il coperchio dal barattolo?
Μπορείς να με βοηθήσεις να βγάλω το καπάκι από αυτό το βάζο;

ξεχορταριάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi aiuti a strappare le erbacce in giardino?
Μπορείς να με βοηθήσεις να ξεχορταριάσω τον κήπο;

βάζω στο αθόρυβο

(volume della TV)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per favore, metti il muto alla TV quando parla tuo padre.

κλέβω κτ από κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

Mi avete privato di tutto, ma non della dignità!
Ξεκίνησε να δουλεύει στα 12 της οπότε στερήθηκε τη νιότη της.

αφαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Togliendo il prezzo dai nostri conti, la casa è perfetta. Purtroppo però non possiamo permettercela!

τρίβω, ξύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (έπιπλα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualche volta tolgo il rivestimento ai vecchi mobili e poi li vernicio.
Κατά καιρούς τρίβω (or: ξύνω) παλιά έπιπλα και τα βάφω.

εξαφανίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (una persona) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La giunta militare ha fatto sparire Palomo, figlio di Vigo.
Η στρατιωτική χούντα εξαφάνισε τον γιο του Βίγκο, Πάλομο.

βγάζω το κουκούτσι

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη: από κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Per prima cosa devi togliere il torsolo della mela.
Πρώτα πρέπει να βγάλεις το κουκούτσι από το μήλο.

ξεβοτάνισμα, ξεχορτάριασμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

όχι πια σε

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tolta la tovaglia dal tavolo, si vedono molti graffi nel legno.

αδειάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (nautica)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
C'è stata una perdita d'acqua nella barca e ho dovuto continuare a togliere l'acqua dal fondo fino all'arrivo a riva.

αφαιρώ

(uccidere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'assassino ha tolto la vita a molte persone.

αφαιρώ την πέτσα

(pollame) (κρέας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παίρνω με το κουτάλι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Togli con il cucchiaio il grasso da sopra la minestra quando si raffredda.
Όταν κρυώσει η σούπα, πάρε το λίπος με ένα κουτάλι.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tolto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.