Τι σημαίνει το ușor στο Ρουμάνος;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ușor στο Ρουμάνος; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ușor στο Ρουμάνος.
Η λέξη ușor στο Ρουμάνος σημαίνει εύκολος, ήπιος, ελαφρύς, ελαφρύς, που δε θέλει κόπο, υμενώδης, μεμβρανώδης, εύκολα, ελαφρά, απαλά, μαλακά, απαλά, οριακά, άνετα, ξεκούραστα, εύκολα, ελαφρά, Μη σκας!, ελαφρών βαρών, ανώδυνος, πολύ ελαφρύς, ανεπιτήδευτος, αβίαστος, απαλά, εύκολα, άνετα, με χάρη, ελαφρά, άνετα, χαλαρά, ελαφρύς, απαλός, ήπιος, ελαφρύς, εύκολα, ελαφρύς, μαλακός, ήρεμα, ελαφρύς, μικρόσωμος, ελαφρύς, ελαφρύς, απαλός, εύκολος, άκοπος, ευρείας κατανάλωσης, επιεικής, εύκολος, αδύναμος, εύκολος, απλός, σταδιακός, ελαφρά, ελαφριά, απαλά, ελαφριά, λίγος, ευκολάκι, εύκολα, ελαφρύς, απαλός, χωρίς κόπο, αργά, λεπτός, αδύνατος, άνετος, μικρής έντασης, απλός, μικρότερος, μικρός, απλός, χαμηλός, αναγνωρίσιμος, ευκολοπρόφερτος, ημίγλυκος, ευεπηρέαστος, ευέξαπτος, δεν αντιστέκεται, δεν προβάλει αντίσταση, υπερευαίσθητος, φιλικός, ευκολονόητος, εύληπτος, ευχάριστος, που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο, που τσούζει ελαφρώς, πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις, προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός, εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός, που αφομοιώνεται με ευκολία, εύκολος στην χρήση, ευκολότερος, εύκολος στη χρήση, με αναγνωρίσιμο τρόπο, δεν είναι εύκολο, αυτός που τα παρατάει, αδύναμος χαρακτήρας, ανίσχυρος χαρακτήρας, εκπύρηνος καρπός, πόπερ, εύκολος στόχος, χτυπηματάκι στο κεφάλι, εύκολο χρήμα, πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα, μου έρχονται όλα έυκολα, δεν μου αρέσει, παίρνω κάτι με το μαλακό, ακουμπώ ελαφρά, πιέζω ελαφρά, χτυπάω ελαφρά, εμφανίζομαι ξαφνικά, διαβάζω με ευκολία, ελαφρύτερος, που είναι εύκολο να τον θυμάσαι, που είναι εύκολο να τον απομνημονεύσεις, υπάκουος, πειθήνιος, εκπύρηνος, συναχωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ușor
εύκολος(όχι δύσκολος) Corectarea greșelilor de ortografie a fost ușoară. Η διόρθωση των ορθογραφικών λαθών ήταν εύκολη υπόθεση. |
ήπιος
Copilul are o formă ușoară de pojar și nu resimte niciun disconfort. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Ο Αντώνης έπαθε ελαφριά πνευμονία και ευτυχώς συνήλθε γρήγορα. |
ελαφρύς
Adia o briză ușoară. Φυσούσε ένα ελαφρύ αεράκι. |
ελαφρύς
|
που δε θέλει κόπο
|
υμενώδης, μεμβρανώδης(despre materiale) |
εύκολα
Ο Τζον πήδησε πάνω από την πύλη με άνεση. |
ελαφρά, απαλά
Βούρτσισε τα μαλλιά του μωρού πολύ απαλά (or: ελαφρά). |
μαλακά, απαλά
Με άγγιξε απαλά στον ώμο και ψιθύρισε κάτι. |
οριακά(urmat de adjectiv) |
άνετα, ξεκούραστα, εύκολα
|
ελαφρά
|
Μη σκας!(de realizat) (αργκό) |
ελαφρών βαρών(categorie la box) (άθλημα, κατηγορία) Ο αγώνας κατηγορίας ελαφρών βαρών θα αρχίσει στις 8 μ.μ. |
ανώδυνος(μεταφορικά) |
πολύ ελαφρύς
|
ανεπιτήδευτος, αβίαστος
|
απαλά
Frunza a plutit ușor către pământ. Το φύλλο έπεσε απαλά στο έδαφος. |
εύκολα, άνετα
Αυτό το βιβλίο θα μπορούσε εύκολα (or: άνετα) να μεταφερθεί στον κινηματογράφο. |
με χάρη(κίνηση) A mânuit pușca ușor, ca o profesionistă. Χειρίστηκε το πυροβόλο με άνεση, σαν επαγγελματίας. |
ελαφρά
|
άνετα, χαλαρά(καθομιλουμένη) |
ελαφρύς(greutate) Dă-mi mie geanta cea grea, și car-o tu pe cea ușoară. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Στο παραπάνω σχήμα οι τάσεις είναι ίσες, επειδή το νήμα είναι αβαρές. |
απαλός, ήπιος, ελαφρύς
Barca s-a lovit de doc cu o izbitură ușoară. Η βάρκα χτύπησε στην αποβάθρα με έναν ελαφρύ γδούπο. |
εύκολα
|
ελαφρύς(μεταφορικά) Fă un exercițiu fizic ușor, ceva care să nu fie extenuant. Κάνε λίγη ελαφριά γυμναστική, όχι τίποτα δύσκολο. |
μαλακός(μεταφορικά) Marijuana este considerat un drog ușor. Η μαριχουάνα θεωρείται μαλακό ναρκωτικό. |
ήρεμα
O să o iau ușor în seara asta, pentru că trebuie să conduc înapoi spre casă. Θα το πάρω χαλαρά σήμερα γιατί πρέπει να οδηγήσω ως το σπίτι. |
ελαφρύς
Ενώ ο άντρας της παρήγγειλε μπριζόλα, αυτή προτίμησε κάτι πιο ελαφρύ. |
μικρόσωμος
Είναι πολύ δυνατή, αν και τόσο μικρόσωμη! |
ελαφρύς
Έχει δίπλωμα για ελαφρά αεροσκάφη. |
ελαφρύς, απαλός
Θα έχει κυρίως λιακάδα, με ένα ελαφρύ (or: απαλό) αεράκι. |
εύκολος, άκοπος
Succesul într-o companie nu e un lucru ușor. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Η χθεσινοβραδινή νίκη της ομάδας μας ήταν εύκολη (or: άκοπη). Ξέρω ότι δεν την αξίζαμε. |
ευρείας κατανάλωσης(muzică) Muzica ușoară e concepută astfel încăt să fie apreciată de publicul larg. |
επιεικής
Judecătorul a simpatizat cu acuzatul și i-a dat o pedeapsă ușoară. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Η ποινή που του επιβλήθηκε από τον δικαστή ήταν πολύ επιεικής κατά τη γνώμη μου. |
εύκολος
Noului angajat i-am dat un lucru ușor de făcut pentru prima lui sarcină. |
αδύναμος
|
εύκολος, απλός
|
σταδιακός(figurat) |
ελαφρά, ελαφριά, απαλά
A atins-o ușor, ca s-o facă atentă. |
ελαφριά(bagaj) Ταξίδευε ελαφριά, μόνο με μια μικρή βαλιτσούλα. |
λίγος
|
ευκολάκι(καθομιλουμένη) |
εύκολα
|
ελαφρύς, απαλός
Ο μασέρ έχει πολύ ελαφρύ (or: απαλό) άγγιγμα. |
χωρίς κόπο
Η επιτυχία μιας εταιρείας δεν έρχεται με το τίποτα. |
αργά
Mergea încet și relaxat. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Σπεύδε βραδέως. |
λεπτός, αδύνατος
Bill a ridicat-o pe Mary, care era slabă și cântărea foarte puțin. Ο Μπιλ σήκωσε τη Μαίρη, η οποία ήταν λεπτή και δεν ζύγιζε σχεδόν τίποτα. |
άνετος(οικονομικά) E drept că aici ducem o viață îmbelșugată. Ναι, έχουμε μια άνετη ζωή εδώ. |
μικρής έντασης
|
απλός(fără dificultate) (εύκολος) Puzzle-ul a fost simplu de rezolvat pentru el. Ήταν απλό γι' αυτόν να λύσει το παζλ. |
μικρότερος, μικρός(rană) Doctorul trebuie să ignore rănile minore, pentru că au fost atâția oameni răniți. Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει. |
απλός(nu foarte complicat) (όχι περίπλοκος) Acesta este un joc simplu pe care oricine îl poate învăța. Αυτό είναι ένα απλό παιχνίδι που μπορεί να μάθει ο καθένας. |
χαμηλός
|
αναγνωρίσιμος
|
ευκολοπρόφερτος
|
ημίγλυκος
|
ευεπηρέαστος
|
ευέξαπτος
|
δεν αντιστέκεται, δεν προβάλει αντίσταση
|
υπερευαίσθητος
|
φιλικός(μεταφορικά: στο χρήστη) Acest program de calculator nu e foarte accesibil pentru utilizatori. ⓘAceastă propoziţie nu este o traducere a propoziţiei englezeşti. Αυτό το ηλεκτρονικό παιχνίδι δεν είναι πολύ φιλικό προς τους ενήλικες. Ο γιος μου μπορεί και το παίζει αλλά εγώ δεν καταλαβαίνω πως λειτουργεί! |
ευκολονόητος, εύληπτος
|
ευχάριστος
|
που συγχέεται εύκολα με κάτι άλλο
|
που τσούζει ελαφρώς
|
πιο εύκολο να το λες παρά να το κάνεις(δύσκολο στην εφαρμογή) |
προσηνής, καταδεκτικός, φιλικός
|
εύληπτος, ευκολονόητος, κατανοητός
|
που αφομοιώνεται με ευκολία(în societate) |
εύκολος στην χρήση
|
ευκολότερος(comparativ) (συγκριτικό) Θα ήταν ευκολότερο να λύσεις αυτό το πρόβλημα στα μαθηματικά, αν χρησιμοποιούσες κομπιουτεράκι. |
εύκολος στη χρήση
|
με αναγνωρίσιμο τρόπο
|
δεν είναι εύκολο(καθομιλουμένη) |
αυτός που τα παρατάει
Έμεινε στην ομάδα για να μην πούνε οι άλλοι ότι τα παράτησε. |
αδύναμος χαρακτήρας, ανίσχυρος χαρακτήρας
|
εκπύρηνος καρπός(επίσημο) |
πόπερ(vasodilatator) |
εύκολος στόχος(μεταφορικά) |
χτυπηματάκι στο κεφάλι
|
εύκολο χρήμα
|
πιστεύω οτιδήποτε, πιστεύω το οτιδήποτε, πιστεύω τα πάντα
Είναι τόσο αφελής, που πιστεύει το οτιδήποτε! |
μου έρχονται όλα έυκολα
Ο κόσμος πιστεύει πως όλα έρχονται εύκολα σε όσους έχουν γεννηθεί πλούσιοι. |
δεν μου αρέσει(critici, reproșuri) Δε μου αρέσουν οι άνθρωποι που δε με ξέρουν και με αποκαλούν «γλύκα». |
παίρνω κάτι με το μαλακό(μεταφορικά) |
ακουμπώ ελαφρά
|
πιέζω ελαφρά(cu palma) |
χτυπάω ελαφρά
|
εμφανίζομαι ξαφνικά
Τρόμαξε την αδερφή της με το να εμφανιστεί ξαφνικά και να φωνάξει «Μπου!» |
διαβάζω με ευκολία
|
ελαφρύτερος
Το νέο αυτοκίνητο του Νέιτ ήταν πιο αποδοτικό γιατί ήταν ελαφρύτερο. |
που είναι εύκολο να τον θυμάσαι, που είναι εύκολο να τον απομνημονεύσεις
Elementul ăla mnemonic, în special, nu mi se pare deloc ușor de ținut minte. Δεν βρίσκω ότι ο συγκεκριμένος μνημονικός κανόνας σου μένει εύκολα. |
υπάκουος, πειθήνιος(άτομο) |
εκπύρηνος
|
συναχωμένος
|
Ας μάθουμε Ρουμάνος
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ușor στο Ρουμάνος, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ρουμάνος.
Ενημερωμένες λέξεις του Ρουμάνος
Γνωρίζετε για το Ρουμάνος
Τα ρουμανικά είναι μια γλώσσα που ομιλείται από 24 έως 28 εκατομμύρια ανθρώπους, κυρίως στη Ρουμανία και τη Μολδαβία. Είναι η επίσημη γλώσσα στη Ρουμανία, τη Μολδαβία και την Αυτόνομη Επαρχία της Βοϊβοντίνα της Σερβίας. Υπάρχουν επίσης ρουμανόφωνοι σε πολλές άλλες χώρες, ιδίως στην Ιταλία, την Ισπανία, το Ισραήλ, την Πορτογαλία, το Ηνωμένο Βασίλειο, τις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά, τη Γαλλία και τη Γερμανία.