Τι σημαίνει το vera στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης vera στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vera στο Ιταλικό.
Η λέξη vera στο Ιταλικό σημαίνει πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, αυθεντικός, γνήσιος, πραγματικός, αληθινός, αλήθεια, πραγματικός, αληθινός, αληθινός, αληθινός, πραγματικός, αληθινός, πραγματικός, αληθής, αλήθεια, αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά, γνήσιος, αυθεντικός, αληθινός, αληθινός, πραγματικός, αυθεντικός, σωστά, κανονικός, απόλυτος, εντελώς, πραγματικός, αληθινός, σωστός, σκέτος, σκληροπυρηνικός, αυθεντικός, με σάρκα και οστά, εντελώς, τελείως, ειλικρινής, εντελώς, τελείως, κυριολεκτικά, ε, δεν είναι;, έτσι δεν είναι;, απολύτως, εντελώς, εντελώς, ομολογουμένως, στην πραγματικότητα, με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρου, τόσο ώστε, τόσο που, πολύ καλός για να είναι αληθινός, σωστά;, γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου, αληθινός άντρας, σωστός άντρας, αληθινή αγάπη, βαθιά θρησκευόμενος, κρίμα κι άδικο, πραγματική σημασία, πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπη, πραγματικό νόημα, αρρενωπός άντρας, αληθοφάνεια, εντελώς, τελείως, βρίσκω την αληθινή αγάπη, αποφεύγω το ζήτημα, ζωντανεύω, ανδροπρεπής, αρρενωπός, -, ε, έτσι δεν είναι, ε, αληθινό νόημα, πραγματική αγάπη, αυτός καθαυτός, ξαναθεωρώ, γοητευτικός, έσχατος, κανονικός, σωστά;, έτσι;, Σωστό!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης vera
πραγματικός, αληθινόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Queste sono banconote autentiche. Αυτά είναι πραγματικά χαρτονομίσματα. |
πραγματικός, αληθινόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'allarme ha creato un'autentica confusione. |
αυθεντικός, γνήσιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli esperti hanno stabilito che l'autografo è autentico. Οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το αυτόγραφο είναι αυθεντικό (or: γνήσιο). |
πραγματικός, αληθινόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non vive nel mondo reale. Δε ζει στον πραγματικό κόσμο. |
αλήθειαaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sì, è vero che sono stato al negozio ieri. Ναι, αλήθεια πήγα στο μαγαζί χθες. |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo film si basa su un vero processo. Η ταινία είναι βασισμένη σε μια πραγματική (or: αληθινή) δικαστική υπόθεση. |
αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Adesso ammette che la sua prima dichiarazione non era completamente vera. Τώρα παραδέχεται ότι η πρώτη της κατάθεση δεν ήταν εντελώς αληθής. |
αληθινός, πραγματικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sì, mi fido di lui. È un vero amico. Ναι, τον εμπιστεύομαι. Είναι ένας πραγματικός φίλος. |
αληθινός, πραγματικόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha dimostrato di essere una vera infermiera, ed ha una reale vocazione. Απέδειξε ότι είναι γεννημένη νοσοκόμα και ότι έχει ταλέντο σε αυτό. |
αληθήςaggettivo (γεωγραφικός βορράς) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Da qui dobbiamo andare a nord vero per dieci chilometri. Από εδώ, πρέπει να κατευθυνθούμε για δέκα χιλιόμετρα προς τον αληθή βορρά. |
αλήθειαaggettivo (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Se costa cento dollari è vero che dovremo prendere in prestito i soldi. |
αλήθεια, όντως, πράγματι, πραγματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È vero, non sono un esperto di finanza. |
γνήσιος, αυθεντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αληθινόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È un vero eroe. Είναι αληθινός ήρωας. |
αληθινός, πραγματικός, αυθεντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sì, è un vero Picasso. Ναι, είναι αληθινός (or: πραγματικός) Πικάσο. |
σωστάinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lei è la madre del bambino, vero? Είσαι η μητέρα του παιδιού, ε; |
κανονικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Patatine e caramelle non sono una vera cena! |
απόλυτοςaggettivo (καθομιλουμένη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dover rinnovare il passaporto è una grossa seccatura. |
εντελώςaggettivo (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sei proprio un vero idiota! |
πραγματικός, αληθινός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il ristorante serve un autentico banchetto di specialità regionali. |
σωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La tua argomentazione è abbastanza legittima. |
σκέτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I banchieri di Wall Street sono veri truffatori. Non è altro che un'estorsione, pura e semplice. Αυτοί οι τραπεζίτες της Wall Street είναι απατεώνες και τίποτε άλλο. Αυτό είναι καθαρός εκβιασμός και τίποτε άλλο. |
σκληροπυρηνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αυθεντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questi tuoi diamanti sono d'imitazione o proprio autentici? |
με σάρκα και οστά(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Comprare libri su internet è facilissimo, ma io preferisco curiosare in un negozio vero della High Street. |
εντελώς, τελείως(εμφατικό) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tuo fratello è un autentico idiota! Ο αδερφός σου είναι ντιπ για ντιπ ηλίθιος! |
ειλικρινήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A te va il mio grazie più sincero. |
εντελώς, τελείωςaggettivo (rafforzativo, informale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si è comportato da vero cretino alla festa. |
κυριολεκτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aveva le dita letteralmente congelate e hanno dovuto amputargliele. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα δάχτυλά της ήταν κυριολεκτικά παγωμένα και έπρεπε να ακρωτηριαστούν. |
ε
È una ragazza assolutamente adorabile, vero? Είναι αξιαγάπητο κορίτσι, ε; |
δεν είναι;interiezione (για επιβεβαίωση) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questo libro è tuo, no? |
έτσι δεν είναι;(particella di conferma) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lei vive in questo palazzo, vero? Allora conosce il signor Bianchi. |
απολύτως, εντελώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quell'idea è genio assoluto! Η ιδέα είναι απολύτως μεγαλοφυής! |
εντελώς(informale: rafforzativo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ομολογουμένως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) A dire il vero ho sbagliato a tenerti segrete alcune cose. |
στην πραγματικότητα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per la verità non era nemmeno laureata. |
με όλη την έννοια της λέξης, με την πραγματική έννοια του όρουavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La nostra famiglia era puritana nel vero senso della parola: non aveva mai fumato, imprecato, bevuto alcolici e nemmeno ballato. |
τόσο ώστε, τόσο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πολύ καλός για να είναι αληθινόςlocuzione aggettivale (espressione) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σωστά;interiezione (informale) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La nostra casa non colpisce come quella del vicino, ma è pur sempre nostra, no? |
γεια στο στόμα σου, ν' αγιάσει το στόμα σου(per esprimere accordo) (μεταφορικά, καθομ) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
αληθινός άντρας, σωστός άντραςsostantivo maschile (μεταφορικά) Un vero uomo non ha paura di dimostrare i propri sentimenti in pubblico. |
αληθινή αγάπηsostantivo maschile Credo che ciò che provo per Nelson sia vero amore. |
βαθιά θρησκευόμενοςsostantivo maschile (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Non c'è verso di minare la fede della mia vicina: è una vera credente. |
κρίμα κι άδικοsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È stato un vero peccato che suo figlio abbia dovuto interrompere la carriera sportiva dopo l'infortunio al ginocchio. |
πραγματική σημασίαsostantivo maschile |
πραγματική αγάπη, αληθινή αγάπηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η αληθινή αγάπη του ζευγαριού ήταν εμφανής σε όλους. Δεν μπορούσαν να πάρουν ο ένας τα μάτια του από τον άλλον. |
πραγματικό νόημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tutti i lustrini del natale ci fanno dimenticare il suo vero significato. |
αρρενωπός άντραςsostantivo maschile (informale) |
αληθοφάνεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
εντελώς, τελείωςlocuzione aggettivale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se John ci crede è un idiota vero e proprio. |
βρίσκω την αληθινή αγάπηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il teenager romantico spera di trovare il vero amore |
αποφεύγω το ζήτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ζωντανεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I personaggi del film sembrano vivi grazie al regista. |
ανδροπρεπής, αρρενωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le mani del falegname erano robuste e virili. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Il fatto che Michael non vada a lezione mi preoccupa; e se non dovesse presentarsi all'esame vero e proprio? Ανησυχώ που ο Μάικλ δεν έρχεται στα μαθήματα· τι θα γίνει αν τελικά δεν εμφανιστεί ούτε στις εξετάσεις; |
ε, έτσι δεν είναι, εinteriezione (a fine frase) (για επιβεβαίωση) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Questo è assurdo! Vero, Jim? |
αληθινό νόημαsostantivo maschile |
πραγματική αγάπηsostantivo maschile (persona) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dopo diciotto anni di separazione si riunì con il suo vero amore. |
αυτός καθαυτόςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La maniglia non è una parte della porta vera e propria, ma un accessorio essenziale. Το χερούλι δεν είναι τμήμα της πόρτας αυτής καθαυτής, αλλά ένα απαραίτητο εξάρτημα. |
ξαναθεωρώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
γοητευτικός(nei modi) (το άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il tizio che nel bar cercava di attaccare bottone con le donne evidentemente pensava di essere davvero affascinante. Ο τύπος που προσπαθούσε να πιάσει την κουβέντα σε γυναίκες στο μπαρ προφανώς πίστευε ότι είναι πολύ γοητευτικός. |
έσχατος(λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κανονικόςlocuzione aggettivale (εμφατικός τύπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Casa di Wendy è un vero e proprio tesoro di mobili antichi. Το σπίτι της Γουέντι είναι κανονικό θησαυροφυλάκιο από παλιά έπιπλα. |
σωστά;, έτσι;interiezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sei un insegnante di francese, giusto? |
Σωστό!interiezione (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vera στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.