Τι σημαίνει το vuoi στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης vuoi στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του vuoi στο Ιταλικό.

Η λέξη vuoi στο Ιταλικό σημαίνει θέλω, θέλω, θέλω, θέλω, θα ήθελα, θέλω, θέλω, επιθυμώ, εντολή, διαταγή, έχω την πρόθεση, εύχομαι, εύχομαι, θέλω, προτιμώ, θέλω κτ πολύ για να γίνει, σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω, είμαι αποφασισμένος, σκοπεύω, θέλω, θέλω, εύχομαι, επιθυμία, θέλημα, θα ήθελα, επιθυμώ, θέλω, διατεθειμένος να κάνω κτ, όρεξη, διάθεση, θέλω, σχεδιάζω, θέλω, είμαι αποφασισμένος, κατά λάθος, έχω στο μυαλό μου, σώφρων, σώφρονας, νοήμων, νοήμονας, μη έχων σώας τας φρένας, που δεν έχει σώας τας φρένας, που έχει σώας τας φρένας, λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ, αποδίδεται δικαιοσύνη, ζητάω κτ ως αντάλλαγμα, θέλω πολύ, επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ, θέλω να συμμετάσχω, έχω βάλει στόχο να κάνω κτ, προσφεύγω στη δικαιοσύνη, επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση, ζητώ εκδίκηση, απελπισμένα, απεγνωσμένα, δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με, ενδίδω σε κπ, θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα, αγαπάω, αγαπώ, λατρεύω, ενδιαφέρομαι για κπ, κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης, λαχταρώ, ποθώ, κάνω κτ γρήγορα, σημαίνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης vuoi

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voglio una fetta di torta, anche se dovrei essere a dieta.
Θέλω πολύ μια φέτα κέικ αλλά υποτίθεται ότι κάνω δίαιτα.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti voglio qui entro le nove stasera.
Σε θέλω εκεί το αργότερο στις εννιά απόψε.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Salve. Vorrei un rullino per la mia macchina fotografica per favore.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sessualmente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti voglio da morire: quando possiamo stare da soli?

θα ήθελα

verbo transitivo o transitivo pronominale (forma di cortesia: modo condizionale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Io e mio marito vorremmo ringraziarla per tutto l'aiuto che ci ha dato.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Vuoi uscire a bere qualcosa?" chiese Rob a Sheila.

θέλω, επιθυμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se volete venire, salite in macchina!
Εάν θέλεις να έρθεις μπες στο αυτοκίνητο!

εντολή, διαταγή

sostantivo maschile (di persona potente)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il volere della regina è che sia fatto cavaliere per i servizi resi per lo sport.

έχω την πρόθεση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non voleva far esplodere il serbatoio di gas quando ha acceso la sigaretta.
Δεν είχε την πρόθεση να προκαλέσει την ανατίναξη του ντεπόζιτου όταν άναψε το τσιγάρο της.

εύχομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei che smettesse di parlare.
Μακάρι να σταματούσε να μιλάει!

εύχομαι

(condizionale: impossibile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vorrei essere una principessa
Μακάρι να ήμουν πριγκίπισσα!

θέλω, προτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi fare ciò che vuoi fino a che non torno, poi puliamo la casa.
Μπορείς να κάνεις ό,τι σου αρέσει μέχρι να γυρίσω σπίτι. Μετά θα καθαρίσουμε.

θέλω κτ πολύ για να γίνει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non deve semplicemente accadere. Devi volere che accada.

σκοπεύω, στοχεύω, σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non volevo ferirti. Mi spiace che tu sia rimasto sconvolto da quello che ho detto.

είμαι αποφασισμένος

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

σκοπεύω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tony ha intenzione di finire il suo drink in un sorso.
Ο Τόνι σκοπεύει να τελειώσει το ποτό του με μια γουλιά.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fai quello che vuoi! Io me ne vado fra cinque minuti.

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se il corridore lo vuole davvero può battere il record.
Αν το θέλει αρκετά, ο δρομέας μπορεί και να σπάσει το ρεκόρ.

εύχομαι

(condizionale: improbabile)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi piacerebbe che i miei figli fossero totalmente felici.
Εύχομαι στα παιδιά μου απόλυτη ευτυχία.

επιθυμία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θέλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η γιαγιά μου λέει πως ότι συμβαίνει είναι θέλημα Θεού.

θα ήθελα

(desiderare, gradire)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi piacerebbe molto una tazza di caffè, grazie.
Θα ήθελα ενα φλιτζάνι καφέ, ευχαριστώ.

επιθυμώ, θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho sempre desiderato una vita migliore per la mia famiglia.
Πάντα επιθυμούσα (or: ήθελα) μια καλύτερη ζωή για την οικογένειά μου.

διατεθειμένος να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όρεξη, διάθεση

verbo transitivo o transitivo pronominale (για κτ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stiamo andando a una festa, hai voglia di venire?
Θα πάμε σε ένα πάρτι. Ψήνεσαι;

θέλω

(να κάνω κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scusa, non volevo farti male.
Συγγνώμη. Δεν ήθελα (or: είχα σκοπό) να σε πληγώσω.

σχεδιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θέλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ti ho calpestato il piede? Non avevo intenzione di farlo.
Σου πάτησα το πόδι; Συγγνώμη, δεν το είχα σκοπό (or: πρόθεση).

είμαι αποφασισμένος

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Intendo vincere quella gara, anche se dovessi morire!
Είμαι αποφασισμένος να κερδίσω τον αγώνα, ακόμα κι αν αυτό με σκοτώσει!

κατά λάθος

avverbio (απροσχεδίαστα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sono scivolato accidentalmente e mi sono fatto male alla schiena.

έχω στο μυαλό μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Qualunque cosa tu intenda con aiuti per l'uragano, devi dirlo ai tuoi collaboratori.
Ο,τι μέτρα κατά των καταστροφών σκέφτεσαι πρέπει να τα πεις και στο προσωπικό σου.

σώφρων, σώφρονας, νοήμων, νοήμονας

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il suo avvocato afferma che non è abbastanza sano di mente per finire sotto processo.

μη έχων σώας τας φρένας

(giuridico)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il soggetto non è imputabile perché al momento dei fatti era incapace di intendere e di volere.

που δεν έχει σώας τας φρένας

(legale: non sano di mente) (καθαρεύουσα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει σώας τας φρένας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

λαχταράω, λαχταρώ, ποθώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bambina sedeva in silenzio alla scrivania, ma voleva andare fuori e giocare al sole.
Το κοριτσάκι κάθισε ήσυχο στο θρανίο του, όμως λαχταρούσε να βγει έξω να παίξει στη λιακάδα.

αποδίδεται δικαιοσύνη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non voglio vendetta ma solo che sia fatta giustizia.

ζητάω κτ ως αντάλλαγμα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se ti faccio questo favore poi potrei volere qualcosa in cambio.

θέλω πολύ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Lei desiderava ardentemente un viaggio in Giappone. Il bambino voleva intensamente ricevere un cucciolo per Natale.

επιβάλλω τη θέλησή μου σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

θέλω να συμμετάσχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω βάλει στόχο να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προσφεύγω στη δικαιοσύνη

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδιώκω την ειρήνη, αναζητώ ειρηνική λύση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I negoziatori stanno cercando la pace in Medio Oriente.

ζητώ εκδίκηση

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

απελπισμένα, απεγνωσμένα

verbo transitivo o transitivo pronominale (ζητώ, χρειάζομαι κλπ)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I genitori del bambino scomparso vogliono disperatamente informazioni su dove si trovi.
Οι γονείς του αγνοούμενου παιδιού αναζητούν απελπισμένα οποιαδήποτε πληροφορία για το που μπορεί να βρίσκεται.

δε θέλω να έχω καμία σχέση με, δε θέλω να έχω σχέσεις με

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Visto che mi ha rubato gli orecchini, non voglio aver più niente a che fare con lei.

ενδίδω σε κπ

(accondiscendere)

Wilson cede troppo facilmente alla moglie.

θέλω απελπισμένα, θέλω απεγνωσμένα

verbo transitivo o transitivo pronominale (να κάνω κάτι)

Gerald vuole disperatamente trovare un lavoro.
Ο Τζέραλντ θέλει απελπισμένα να βρει μια δουλειά.

αγαπάω, αγαπώ

(amici, ecc.)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Certo che voglio bene a mia madre.
Φυσικά και αγαπάω τη μητέρα μου.

λατρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voglio bene a Jane; è sempre uno spasso stare insieme a lei.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτή η καινούρια σου φίλη είναι πολύ γλυκιά. Την αγαπώ!

ενδιαφέρομαι για κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Dopo tutti questi anni Juliana vuole ancora bene a Simon.
Η Τζουλιάνα, μετά από τόσα χρόνια, ακόμα ενδιαφέρεται για τον Σάιμον.

κάνω κπ/κτ να κάνει κτ με τη δύναμη της θέλησης

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lui voleva che la pianta sopravvivesse, ma si è seccata per la siccità.
Προσπάθησε να κάνει το φυτό να επιζήσει με τη δύναμη της θέλησής του αλλά αυτό μαράθηκε λόγω ξηρασίας.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Desiderava fortemente essere di nuovo a casa con la sua famiglia. Vorrei tanto viaggiare, ma non ho il tempo o i soldi per farlo.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του.

κάνω κτ γρήγορα

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Αντιλήφθηκε γρήγορα ότι το μωρό ήταν άρρωστο.

σημαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ritardo del nostro aereo significa perdere la coincidenza.
Η καθυστέρηση σε αυτήν την πτήση σημαίνει (or: θα πει) ότι θα χάσουμε και την επόμενη.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του vuoi στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.