Τι σημαίνει το ageing στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ageing στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ageing στο Αγγλικά.

Η λέξη ageing στο Αγγλικά σημαίνει ηλικία, εποχή, ηλικία, χρόνια, γερνάω, ωριμάζω, -, γήρανση, ολοένα και γηραιότερο, φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου, προχωρημένη ηλικία, ομάδα ηλικιών, δημογραφία, διαφορά ηλικίας, ηλικιακή ομάδα, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας, ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη, ηλικιακό εύρος, γεροντική κηλίδα, πανάρχαιος, αρχαίος, πανάρχαιος, μακροχρόνιος, σε οποιαδήποτε ηλικία, Εποχή του Χαλκού, ενηλικιώνομαι, εξελίσσομαι σε κτ, ενηλικίωση, ιστορία ενηλικίωσης, Μεσαίωνας, μεσαίωνας, ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος, νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία, ανά τις εποχές, ενηλικότητα, εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ, Χρυσούς Αιών, γηρατειά, εποχή των παγετώνων, εδώ και πολύ καιρό, τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας, νόμιμη ηλικία, ώριμη ηλικία, απαιτούμενη από το νόμο ηλικία, μέση ηλικία, συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας, New Age, New Age, New Age, ενήλικος, γηρατειά, που συνοδεύει τα γηρατειά, σύνταξη γήρατος, υπερήλικος, ηλικία συνταξιοδότησης, ώριμη ηλικία, σχολική ηλικία, διαστημική εποχή, Λίθινη Εποχή, τρυφερή ηλικία, το σήμερα, ανήλικος, ανηλίκου, κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους, εκλογική ενηλικιότητα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ageing

ηλικία

noun (years lived)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
At the age of six, David started kindergarten.
Στην ηλικία των έξι ετών, ο Ντέιβιντ πήγε στο νηπιαγωγείο.

εποχή

noun (era)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The age of the dinosaurs ended millions of years ago. In this multimedia age, you have to check the sources of your information carefully.
Η εποχή των δεινοσαύρων τελείωσε πριν από εκατομμύρια χρόνια. Την εποχή των πολυμέσων πρέπει να ελέγχουμε πολύ προσεκτικά την πηγή των πληροφοριών μας.

ηλικία

noun (old age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Age does not seem to have impaired his memory.
Φαίνεται ότι τα γηρατειά δεν έχουν εξασθενίσει τη μνήμη του.

χρόνια

noun (figurative (long time) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
It's been an age since I last saw him.
Πέρασε ένας αιώνας από τότε που τον είδα για τελευταία φορά.

γερνάω

intransitive verb (grow older) (γίνομαι ηλικιωμένος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As people age, they develop wrinkles.
Όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι, κάνουν ρυτίδες.

ωριμάζω

intransitive verb (food, wine: mature)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Louis leaves his cheese out on the counter to age.
Ο Λούις αφήνει το τυρί του να ωριμάσει έξω στον πάγκο.

-

suffix (to form abstract nouns) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
For example: bondage, seepage

γήρανση

noun (process of getting old)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Aging is something that no one can run away from.
Από τη γήρανση δεν μπορεί να ξεφύγει κανείς.

ολοένα και γηραιότερο

adjective (growing old) (ηλικιακά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They are offering more training courses as part of their effort to replace an ageing workforce.
Προσφέρουν περισσότερα μαθήματα κατάρτισης ως μέρος της προσπάθειάς τους να αντικαταστήσουν το γηράσκον εργατικό δυναμικό.

φέρομαι κατά πως πρέπει στην ηλικία μου

interjection (informal (stop behaving immaturely)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fred should start acting his age.

προχωρημένη ηλικία

noun (old age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cataracts are a common eye problem, especially for people of an advanced age.

ομάδα ηλικιών

noun (people around same age)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δημογραφία

noun (population statistics)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
If you examine the age distribution of a population, you see that there are baby booms after wars end.

διαφορά ηλικίας

noun (difference in age)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There's a significant age gap between John and his wife.

ηλικιακή ομάδα

noun (people in age range)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The Baby Boomers are the age group that was born after World War II.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

noun (maximum legal or acceptable age)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Most federal judges in the US must retire by the age limit of 75.

ηλικιακό όριο, όριο ηλικίας

noun (minimum legal or acceptable age)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
21 is the age limit for buying alcohol.

ηλικία μετά την οποία η σεξουαλική επαφή είναι πλέον νόμιμη

noun (age at which sex becomes legal)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In many countries, the age of consent is determined by the beginning of puberty.

ηλικιακό εύρος

noun (span of ages)

γεροντική κηλίδα

noun (skin blemish) (στο δέρμα)

πανάρχαιος

adjective (existing for a long time)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αρχαίος, πανάρχαιος

adjective (ancient)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hiram Bingham was the first outsider to view the age-old buildings of Machu Pichu.

μακροχρόνιος

adjective (long-standing)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I'll give you some age-old advice: "Neither a borrower nor a lender be".

σε οποιαδήποτε ηλικία

adverb (no matter what one's age)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Cancer does not discriminate, it can strike at any age.

Εποχή του Χαλκού

noun (period of prehistory)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The fossil dates back to the Bronze Age.
Το απολίθωμα χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού.

ενηλικιώνομαι

verbal expression (reach adulthood)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Many cultures have a ritual to celebrate when a youth comes of age.

εξελίσσομαι σε κτ

verbal expression (figurative (be fully developed)

Has blogging finally come of age as a way to make money?
Έχει, τελικά, εξελιχθεί το μπλόγκινγκ σε δραστηριότητα από την οποία μπορεί κανείς να βγάλει χρήματα;

ενηλικίωση

noun (reaching adulthood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
"Cinema Paradiso" is a film about the coming of age of an Italian boy.

ιστορία ενηλικίωσης

noun (novel, film: child becomes adult)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Μεσαίωνας

plural noun (medieval period)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Historians no longer refer to the early medieval period in Europe as the "Dark Ages".

μεσαίωνας

plural noun (figurative (being unenlightened) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
My boss is still living in the dark ages. He thinks his female employees should make the coffee.

ηλικιακό όριο για την κατανάλωση οινοπνεύματος

noun (legal age to drink alcohol)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The drinking age in New York is 21 years old.

νηπιακή ηλικία, βρεφική ηλικία

noun (infancy)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
My son started reading at an early age - as far as I remember he was only three years old.

ανά τις εποχές

adverb (throughout history)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
From age to age, the quest to discover has been an imperative of the human race.

ενηλικότητα

noun (majority, legal age of adulthood)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εποχή μεγάλης οικονομικής άνθισης στο τέλος του 19ου αιώνα στις ΗΠΑ

noun (historical (era in late 19th century US)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Χρυσούς Αιών

noun (finest period in [sth]'s history)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Some look back to the 18th century as the golden age of reason.

γηρατειά

noun (advanced age, old age)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Turtles can live to a great age.

εποχή των παγετώνων

noun (cold prehistoric period)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mammoths lived at the end of the last ice age. Another ice age is due to begin within 1000 years or so.
Τα μαμούθ έζησαν κοντά στο τέλος της εποχής των παγετώνων. Ακόμη μία εποχή των παγετώνων πρόκειται να αρχίσει μέσα στα επόμενα 1000 χρόνια περίπου.

εδώ και πολύ καιρό

adverb (figurative, informal, US (for a long time)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τη σήμερον ημέρα, στις μέρες μας

adverb (these days)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
No one writes hand-written letters in this day and age. It is difficult to believe that slavery is still tolerated in this day and age.
Κανένας δε γράφει γράμματα τη σήμερον ημέρα (or: στις μέρες μας). Είναι δύσκολο να πιστέψεις ότι η σκλαβιά είναι ακόμη αποδεκτή στις μέρες μας.

νόμιμη ηλικία

noun (law: age at which you can do [sth])

The government should consider raising the legal age for driving from 17 to 18.

ώριμη ηλικία

noun (middle age)

His mother is of mature age at 40 years old.

απαιτούμενη από το νόμο ηλικία

noun (legal adulthood)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The law of the United States holds that only those of mature age may purchase cigarettes.

μέση ηλικία

noun (mature years: 50s)

When Ray reached middle age, he knew he needed to do something to get his body in shape.

συσσώρευση λίπους στην κοιλιά λόγω ηλικίας

noun (bodily change)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

New Age

noun (spiritual movement) (ξενικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

New Age

noun as adjective (relating to spiritual movement) (ξενικό)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

New Age

noun (New Age music) (ξενικό)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

ενήλικος

adjective (legally adult)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
How can I be of age to serve in the military but too young to buy a beer?

γηρατειά

noun (latter stages of adulthood)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
People often become forgetful in their old age.
Συχνά οι άνθρωποι ξεχνάνε στα γηρατειά τους.

που συνοδεύει τα γηρατειά

noun as adjective (in latter stage of adulthood)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Declining health is an old-age issue for many people.

σύνταξη γήρατος

noun (UK (retirement payment)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υπερήλικος

adjective (older than an age limit)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tommie was overage and couldn't ride the roller-coaster.

ηλικία συνταξιοδότησης

noun (law: age [sb] stops working)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ώριμη ηλικία

noun (informal (advanced age)

Grandpa died at the ripe old age of 99.

σχολική ηλικία

noun (age: in-school years)

διαστημική εποχή

noun (period post-1950s onwards)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The launch of Sputnik initiated the space age.

Λίθινη Εποχή

noun (early period in civilization)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The dinosaurs had already died out by the beginning of the Stone Age.

τρυφερή ηλικία

noun (youth)

Mozart first performed for European royalty at the tender age of six.

το σήμερα

noun (slightly informal (modern times)

The children of this day and age adapt easily to new technology.

ανήλικος

adjective (person: legally too young)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It is against the law to buy alcohol for people who are underage.

ανηλίκου

adjective (act: involving a minor) (σε γενική)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Underage sex is illegal in many countries.

κατανάλωση αλκοόλ από ανηλίκους

noun (alcohol consumption by minors)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
This leaflet on underage drinking contains advice for parents of teenage children.

εκλογική ενηλικιότητα

noun (age when you become eligible to vote)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ageing στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του ageing

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.