Τι σημαίνει το aller στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aller στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aller στο Γαλλικά.
Η λέξη aller στο Γαλλικά σημαίνει πηγαίνω, βρίσκομαι, ταξίδι μετάβασης, φτάνω, πηγαίνω, κάνω, μετάβαση, κυμαίνομαι, εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία, εκκλησιάζομαι, κάνω, κατάλληλος, πηγαίνω, αρκώ, είμαι, εκτείνομαι, πορεύομαι, αποσύρομαι, πετάγομαι, κάνω, ταξιδεύω, διάθεση, γίνομαι, αναχώρησης, απλό εισιτήριο, πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ, οδηγώ, ταιριάζω, με εξυπηρετεί, θα κάνω κτ, πάω να κάνω κτ, πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέτα, πάω, πηγαίνω, στρέφομαι σε κπ, κατάλληλο για φούρνο μικροκυμάτων, υπερβολικός, ακραίος, περπάτημα, ταξίδι μετ' επιστροφής, βόλτα για ψώνια, θα, το κόβω με τα πόδια, προτρέχω, πηγαίνω με κτ, φέρνω πίσω, προσπερνάω, προσπερνώ, να πάμε και να έρθουμε, μετ' επιστροφής, το κόβω με τα πόδια, εξαργυρώνω, ξεπερνάω, ξεπερνώ, παίρνω, κάνω κοπάνα από κτ, βόλτα, φεύγω, προοδεύω, προχωρώ, κινούμαι,μετακινούμαι, φεύγω, ψαρεύω, αυξάνομαι, τρέξιμο, οδηγίες, εισιτήριο μετ' επιστροφής, εξαργύρωση, έχω κενώσεις, περπατώ, διαδεδομένος, συχνός, κατευθυνόμενος προς, προορισμένος για, σε ανοδική πορεία, που βελτιώνεται, που καλυτερεύει, ταιριαστός, λάθος, εντάξει, μπρος-πίσω, μπρος πίσω, από το καλό στο καλύτερο, ευθέως, με το που ήρθε, έφυγε, που πάει από το καλό στο καλύτερο, πίσω μπρος, μπρος πίσω, θα, θα, Άρπα την!, Τσίμπα!, είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος, ώρα για ύπνο, κλάμπινγκ, τελευταίο βραδινό ποτό, εκδρομή, αφόδευση, κένωση, πουθενά να στραφώ, έθιμο του Χαλοουίν, ταξίδι με αυτοκίνητο, αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία, η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας, ημερήσια εκδρομή, εισιτήριο επιστροφής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aller
πηγαίνω, βρίσκομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je suis allé à Rome. Έχω πάει (or: βρεθεί) στη Ρώμη. |
ταξίδι μετάβασηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Notre domaine s'étend jusqu'à la rivière. Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι. |
πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le mariage s'est très bien passé, merci. Ο γάμος πήγε πολύ καλά, ευχαριστώ. |
κάνω(du mal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ils se sont donné beaucoup de mal pour arriver à l'heure. |
μετάβασηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'aller s'est fait par Carlisle et le retour par New York. |
κυμαίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les valeurs possibles vont de cinq à cinquante. Οι πιθανές τιμές κυμαίνονται από πέντε έως πενήντα. |
εμφανίζομαι, δηλώνω παρουσία(plus courant) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mon vol a été annulé : j'ai dû aller à l'hôtel près de l'aéroport. |
εκκλησιάζομαιverbe intransitif (Religion : à la messe, prier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) C'est l'église où va notre famille. Σε αυτόν το ναό εκκλησιάζεται η οικογένειά μας. |
κάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il faut que tu ailles à gauche à l'embranchement sur la route. Πρέπει να κάνεις αριστερά στη διχάλα του δρόμου. |
κατάλληλοςverbe impersonnel (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ça va si je sers une lasagne à tes parents ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δε νομίζω πως το σούσι κάνει για το δείπνο με τους παππούδες μου. |
πηγαίνω(état) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Πώς πάει η αναφορά; |
αρκώverbe intransitif (familier) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que ça t'ira ou tu veux que je travaille dessus davantage ? Φτάνει αυτό, ή να το δουλέψω κι άλλο; |
είμαιverbe intransitif (santé) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Va-t-elle mieux qu'hier ? Τα πάει καθόλου καλύτερα από χτες; |
εκτείνομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Notre ligne de produit va du basique au produit de luxe. |
πορεύομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le prophète nous a appris à aller en paix. |
αποσύρομαι(λόγιος: σε κτ ή κάπου) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vincent est allé dans son bureau après dîner pour travailler encore un peu. |
πετάγομαιverbe intransitif (καθομ, μεταφορικά: κάπου ή σε κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Peux-tu filer chez John pour lui donner cette carte ? Μπορείς να πεταχτείς μέχρι του Γιάννη για να παραδώσεις αυτή την κάρτα; |
κάνωverbe intransitif (επαρκώ, είμαι εντάξει) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que du décaféiné ira (or: suffira) ou faut-il que je sorte chercher du vrai café ? |
ταξιδεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) J'adore voyager. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου αρέσει να ταξιδεύω. |
διάθεση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il est d'humeur morose. |
γίνομαι(pâle,...) (βοηθητικό ρήμα: Συνδέει το υποκείμενο με ένα επίθετο ή ουσιαστικό που το χαρακτηρίζει, π.χ. είμαι, γίνομαι κλπ.) |
αναχώρησης(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Πάμε διακοπές το Σάββατο. Η πτήση αναχώρησής μας φεύγει στις 8.23 το πρωί του Σαββάτου. |
απλό εισιτήριοnom masculin Je ne savais pas quand je rentrerais alors j'ai acheté un aller simple. |
πηγαίνω σε κτ, πάω σε κτ(+ lieu, ville, pays masculin) Je vais à Londres cet été. // Robert va au marché tous les samedi matin. Θα πάω στο Λονδίνο φέτος το καλοκαίρι. // Η Αν πήγε στην Ιταλία για διακοπές πέρυσι. // Ο Ρόμπερτ πάει κάθε Σάββατο πρωί στην αγορά. |
οδηγώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Αυτές οι σκάλες πάνε στη σοφίτα. |
ταιριάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Oui, cette robe vous va très bien. Ναι, αυτό το φόρεμα σου πηγαίνει πολύ. |
με εξυπηρετεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quelle heure vous conviendrait ? On pourrait sortir manger vendredi soir. Ça te convient (or: Ça te va) ? Μπορούμε να πάμε για φαγητό την Παρασκευή το βράδυ. Σε βολεύει; |
θα κάνω κτlocution verbale (futur) (μέλλοντας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake va nettoyer la salle de bains plus tard. Ο Τζέικ θα καθαρίσει το μπάνιο αργότερα. |
πάω να κάνω κτlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jake allait retirer un cheveu sur la joue de Leah, mais celle-ci s'est retournée juste à ce moment-là. |
πάω στο μπάνιο, πάω στην τουαλέταlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Désolé. Je dois aller aux toilettes. Où sont-elles ? |
πάω, πηγαίνω(héritage) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Sa maison va (or: revient) à son fils aîné, et son contenu, au cadet. |
στρέφομαι σε κπ
|
κατάλληλο για φούρνο μικροκυμάτων(néologisme) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερβολικός, ακραίος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περπάτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Marcher fait économiser de l'argent sur le prix du bus ou sur l'essence et c'est aussi un bon exercice. Με το περπάτημα γλιτώνεις χρήματα από τα εισιτήρια του λεωφορείου και τη βενζίνη, ενώ επίσης αποτελεί μια καλή μορφή άσκησης. |
ταξίδι μετ' επιστροφήςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'aller-retour se fait en à peine quatre heures en voiture. Το ταξίδι μετ' επιστροφής διαρκεί μόλις τέσσερις ώρες με το αυτοκίνητο. |
βόλτα για ψώνια(anglicisme) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Les sœurs sont allées faire du shopping pour la fête à venir. |
θα(futur de l'indicatif) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) C'est moi qui ferai le dîner demain. Son anniversaire tombera un dimanche l'année prochaine. Θα μαγειρέψω δείπνο αύριο. Του χρόνου τα γενέθλιά της θα πέσουν Σάββατο. |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προτρέχω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
πηγαίνω με κτ(du vélo, de la moto) Je fais du vélo tous les jours. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πηγαίνει καθημερινά με το ποδήλατο στο σχολείο. |
φέρνω πίσω
Ο Μπιλ πέταξε το κλαδί και το σκυλί το έφερε πίσω. |
προσπερνάω, προσπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'avion dépassa la piste et dut faire un amerrissage d'urgence. |
να πάμε και να έρθουμεnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si on y va en voiture, on peut faire l'aller-retour dans la journée. |
μετ' επιστροφήςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
το κόβω με τα πόδια(ανεπίσημο, μτφ) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Της Χάννα της έσκασε το λάστιχο, και έτσι έπρεπε να πάει με τα πόδια στη δουλειά της. |
εξαργυρώνω(un bon cadeau,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si vous allez au supermarché, vous devriez en profiter pour échanger ce bon une fois sur place. Εάν πας στο σούπερ μάρκετ, μπορείς να εξαργυρώσεις κι αυτό το κουπόνι. |
ξεπερνάω, ξεπερνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le missile dépassa sa cible. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κάνω κοπάνα από κτ(familier : les cours) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai séché les cours avec mes potes pour aller au centre commercial. Έκανα κοπάνα από το σχολείο με τους φίλους μου για να πάμε στο εμπορικό κέντρο. |
βόλτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils font une promenade chaque soir après dîner. Πηγαίνουν περίπατο κάθε βράδυ μετά το φαγητό. |
φεύγω(aller en vacances) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Oliver a comme projet de partir ce week-end. Ο Όλιβερ σχεδιάζει να πάει εκδρομή αυτό το σαββατοκύριακο. |
προοδεύω, προχωρώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dans ma profession, on ne progresse pas sans l'aide et le soutien de personnes plus expérimentées. Στο επάγγελμά μου δεν πρόκειται να πας μπροστά χωρίς τη στήριξη και βοήθεια άλλων πιο έμπειρων. |
κινούμαι,μετακινούμαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φεύγω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) « Il est tard », dit Mia à Joe, « tu ferais mieux de partir (or: d'y aller) ». |
ψαρεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je vais à la rivière tous les dimanches pour pêcher. Τις Κυριακές πηγαίνω στο ποτάμι και ψαρεύω. |
αυξάνομαι(sentiment) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τρέξιμο(sport) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Je vais faire un jogging. Πάω για τρέξιμο. |
οδηγίες(très précis, écrit) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Θα μπορούσες να μου δώσεις οδηγίες για τον σταθμό σε παρακαλώ; |
εισιτήριο μετ' επιστροφήςnom masculin (billet) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Je voudrais deux allers-retours pour Londres, s'il vous plaît. |
εξαργύρωση(d'un bon cadeau,...) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
έχω κενώσεις(soutenu) (γενικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Après l'opération, il fut incapable de déféquer pendant un certain temps |
περπατώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La voiture est tombée en panne, on va devoir marcher. |
διαδεδομένος, συχνός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La pauvreté est répandue dans cette ville. |
κατευθυνόμενος προς, προορισμένος γιαverbe intransitif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nous allions vers la fête quand un pneu a crevé. |
σε ανοδική πορείαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Les nouveaux cas de tuberculose vont croissant chaque année. Les difficultés vont croissant. L'épargne des ménages allait croissant pendant quelques années. |
που βελτιώνεται, που καλυτερεύει
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ταιριαστός(personne) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je pense qu'ils sont bien assortis, ils ont plein de points communs. // La vieille dame n'avait jamais pensé qu'elle trouverait un compagnon aussi bien assorti. |
λάθοςlocution verbale (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) Le détective a su immédiatement que quelque chose allait de travers. Ο αστυνομικός αμέσως κατάλαβε πως κάτι ήταν λάθος. |
εντάξει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
μπρος-πίσω, μπρος πίσωlocution verbale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) J'ai passé la journée à aller et venir. |
από το καλό στο καλύτερο(καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Notre campagne marketing a continué à aller de l'avant. Η εκστρατεία μάρκετινγκ που κάναμε πάει από το καλό στο καλύτερο. |
ευθέωςlocution verbale (figuré, familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
με το που ήρθε, έφυγε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που πάει από το καλό στο καλύτεροverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πίσω μπρος, μπρος πίσωadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
θαverbe intransitif (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Qui va payer les factures quand tu seras parti ? Ποιος θα πληρώνει τους λογαριασμούς όσο θα λείπεις; |
θα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Je vais aller manger une glace ce soir. |
Άρπα την!, Τσίμπα!(καθομιλουμένη) |
είμαι ευχαριστημένος, είμαι ικανοποιημένος
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) - Vous reprendrez bien de la quiche ? - Non merci, ça va aller. |
ώρα για ύπνο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Les enfants, c'est l'heure d'aller se coucher ! Brossez-vous les dents et enfilez vos pyjamas. |
κλάμπινγκ(familier) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Avec mes copines, on va en boîte tous les week-ends. |
τελευταίο βραδινό ποτόnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αφόδευση, κένωσηlocution verbale (soutenu) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai couru aux toilettes pour aller à la selle après avoir mangé des figues. |
πουθενά να στραφώadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έθιμο του Χαλοουίν
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ταξίδι με αυτοκίνητο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αγαρμποσύνη, χοντράδα, αδιακρισία(figuré) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le principal a accusé le professeur d'avoir la main lourde quand elle corrigeait ses élèves. Ο διευθυντής κατηγόρησε τη δασκάλα ότι διόρθωσε τους μαθητές της με αγαρμποσύνη. |
η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέταςlocution verbale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ημερήσια εκδρομή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quand on habite dans le New Jersey, c'est facile d'aller à New York dans (or: sur) la journée. |
εισιτήριο επιστροφήςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Voulez-vous un aller simple ou un billet aller-retour, Monsieur ? |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aller στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του aller
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.