Τι σημαίνει το aporte στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης aporte στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aporte στο ισπανικά.

Η λέξη aporte στο ισπανικά σημαίνει συνεισφέρω, συμβάλλω, συνεισφέρω σε κτ, συνεισφέρω, τσοντάρω, δίνω, πληρώνω το μερίδιό μου, παρέχω, τσοντάρω, τσοντάρω, τσοντάρω, συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω, μοιράζομαι, συμβολή, συνεισφορά, δημοσίευση, ανάρτηση, παρουσίαση, συνεισφορά, συνεισφορά, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τεκμηριώνω, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, παρέχω στοιχεία, συνεισφέρω οικονομικά, σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες, λύνω προβλήματα, βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη, έχω πληροφορίες, συνεισφέρω για να κάνουμε κτ, αποκαλύπτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης aporte

συνεισφέρω, συμβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Si estás corto de dinero siempre hay otras formas de contribuir.
Αν δεν έχεις χρήματα, υπάρχουν και άλλοι τρόποι να συμβάλλεις.

συνεισφέρω σε κτ

Todos los compañeros de Jon aportaron y le compraron un lindo regalo de despedida.

συνεισφέρω

verbo transitivo (επίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aportó un buen número de magníficas ideas.
Έδωσε αρκετές καλές ιδέες.

τσοντάρω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los padres de Charlotte aportaron 1.000 libras para sus gastos de viaje.
Οι γονείς της Σαρλότ τσόνταραν 1000 λίρες για τα έξοδα του ταξιδιού της.

δίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor aporten con generosidad.

πληρώνω το μερίδιό μου

(gastos propios)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παρέχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Yo proveeré la tienda de campaña si tú provees la comida.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εφοδιάζω το σπίτι με τρόφιμα μία φορά την εβδομάδα.

τσοντάρω

(αργκό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si cada uno pone $5, tendremos suficiente dinero.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αν βάλουμε όλοι από 5 δολάρια, θα μαζευτούν αρκετά χρήματα.

τσοντάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estamos pidiendo a todos que pongan $5 para el regalo del jefe.
Ζητάμε σε όλους να τσοντάρουν 5 δολάρια για το δώρο του αφεντικού.

τσοντάρω

(en un fondo común) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cada uno puso 100 euros y le compraron a su madre un viaje a Grecia.
Ο καθένας τους έβαλε 100 Ευρώ και έκαναν δώρο στη μητέρα τους ένα ταξίδι στην Ελλάδα.

συνεισφέρω, εισφέρω, προσφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si todos ponemos 15 libras cubrimos el costo de la factura.
Εάν συνεισφέρουμε όλοι 15 λίρες θα καλύψουμε τον λογαριασμό.

μοιράζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Todos en el grupo deben compartir sus recursos.

συμβολή, συνεισφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El aporte de Edward a la discusión fue mínimo.
H συνεισφορά του Έντουαρντ στη συζήτηση ήταν μηδαμινή.

δημοσίευση, ανάρτηση

nombre masculino (en un foro)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El tercer aporte del hilo tenía la respuesta que estaba buscando.

παρουσίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Glenn insistía en que no había hecho nada malo, pero el aporte de las cámaras de seguridad demostraba que mentía.

συνεισφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La contribución realizada por el presidente del club fue bastante considerable.
Η χορηγία του προέδρου της λέσχης ήταν αρκετά μεγάλη.

συνεισφορά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gracias a todos por sus contribuciones.
Θα ήθελα να σας ευχαριστήσω όλους για τη συνεισφορά σας.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

τεκμηριώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
No basta con decir que un coche se estrelló contra su casa; necesitamos que documente su reclamación antes de poder autorizar una indemnización.

κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου

(informal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante la guerra, todos sentían que tenían que poner su granito de arena por el país.

παρέχω στοιχεία

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si puedes aportar pruebas de tu inocencia, se retirarán los cargos.
Αν μπορέσεις να παράσχεις στοιχεία που αποδεικνύουν την αθωότητά σου, θα αποσυρθούν οι κατηγορίες.

συνεισφέρω οικονομικά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Voy a aportar fondos para rescatar a las víctimas del terremoto.

σκέφτομαι λύσεις, σκέφτομαι ιδέες, κατεβάζω ιδέες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El equipo aportó ideas todo el día, pero no pudo llegar a una solución.

λύνω προβλήματα

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Debemos aportar una solución y no quedarnos de brazos cruzados.

βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La pareja tuvo que aportar una gran cantidad para sufragar los gastos médicos de su hijo.
Το ζευγάρι χρειάστηκε να βάλει βαθιά το χέρι στην τσέπη, για να πληρώσουν τα νοσήλια του γιου τους.

έχω πληροφορίες

locución verbal (για κάτι)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Todo aquel que pueda aportar datos sobre el accidente debería avisar a la policía.
Όποιος έχει πληροφορίες για το ατύχημα θα πρέπει να τις αναφέρει στην αστυνομία.

συνεισφέρω για να κάνουμε κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκαλύπτω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estas ruinas aportan información sobre la vida de los vikingos en Inglaterra.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aporte στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.