Τι σημαίνει το appearance στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης appearance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του appearance στο Αγγλικά.
Η λέξη appearance στο Αγγλικά σημαίνει εμφάνιση, εμφάνιση, εμφάνιση, έκδοση, κυκλοφορία, παράσταση, εμφάνιση του προσώπου, μοιάζω με, εξωτερικά, κάνω μια εμφάνιση, κάνω την εμφάνισή μου, δίνω το παρόν, μη εμφάνιση, μη παράσταση, αυτό που φαίνεται στους παραέξω, εμφάνιση, εξωτερική εμφάνιση, κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμα, έκτακτη εμφάνιση, παράξενη εξωτερική εμφάνιση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης appearance
εμφάνισηnoun (looks) (ομορφιά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Adolescents are often worried about their appearance. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έχει πολύ ωραίο παρουσιαστικό, γιατί είναι ψηλή και όμορφη. |
εμφάνισηnoun (arrival) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The criminals ran at the appearance of the police on the scene. Οι εγκληματίες το έβαλαν στα πόδια κατά την εμφάνιση της αστυνομίας στο σημείο. |
εμφάνισηnoun (performance: on stage, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) He made a special guest appearance in the show's last episode. Έκανε μια έκτακτη εμφάνιση ως προσκεκλημένος στο τελευταίο επεισόδιο της σειράς. |
έκδοση, κυκλοφορίαnoun (act of publication) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The appearance of the first Sherlock Holmes story was in 1887. |
παράστασηnoun (presence in a law court) (για διάδικο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The jury summons gave details of her scheduled appearance in court. |
εμφάνιση του προσώπουnoun (looks) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) From his facial appearance, I thought he was only about 35. |
μοιάζω μεtransitive verb (look like, look as though) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εξωτερικάadverb (superficially, to look at) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κάνω μια εμφάνισηverbal expression (perform: appear on stage, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The singer made an appearance at the charity concert. |
κάνω την εμφάνισή μου, δίνω το παρόνverbal expression (informal (be present, show up) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I wonder if the bride's ex-boyfriend will make an appearance at the wedding? |
μη εμφάνισηnoun (failure to appear) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μη παράστασηnoun (law: failure to appear in court) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτό που φαίνεται στους παραέξωnoun (superficial aspect, look) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) By all outward appearances, they were the happiest couple on the block. It's better to judge someone by their character than by their outward appearance. |
εμφάνισηnoun (grooming: how [sb] dresses, etc.) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Claire's always mindful of her personal appearance. |
εξωτερική εμφάνισηnoun (how [sb] or [sth] looks) |
κάνω μια εμφάνιση, κάνω ένα πέρασμαverbal expression (show up, be present briefly) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The boss usually puts in an appearance at the annual employee picnic. |
έκτακτη εμφάνισηnoun (TV, film, etc.: performance by guest star) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
παράξενη εξωτερική εμφάνισηnoun (unusual physique or look) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του appearance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του appearance
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.