Τι σημαίνει το aprender στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aprender στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aprender στο ισπανικά.
Η λέξη aprender στο ισπανικά σημαίνει μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, μαθαίνω, λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίες, αντλώ, μαθαίνω, μαθαίνω, κολλάω, αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω, μαθαίνω, αποστηθίζω, ξαναμαθαίνω, εκμάθηση με επανάληψη, η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας, μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματα, μαθαίνω στην πράξη, παίρνω το κολάι, δεν ξέρω, μαθαίνω από τα λάθη μου, μαθαίνω τα λόγια μου, μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο, μαθαίνω να τα βγάζω πέρα, επανεκπαιδεύομαι, μαθαίνω από κάποιον/κάτι, σκληραίνω, μαθαίνω από πρώτο χέρι, αποδέχομαι, υπομένω, που αφομοιώνεται με ευκολία, αποστηθίζω, κερδισμένος με μόχθο, ακολουθώ, συνοδεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aprender
μαθαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me encantaría aprender español algún día. Θέλω πολύ να μάθω κάποτε ισπανικά. |
μαθαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El aprendió el arte de la mampostería en solo tres años. Έμαθε την τέχνη του χτίστη σε τρία μόλις χρόνια. |
μαθαίνωverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No se cómo hacerlo, pero lo aprenderé. Δεν ξέρω πώς να το κάνω, αλλά θα μάθω. |
μαθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El actor tuvo que memorizar su guión. Ο ηθοποιός έπρεπε να μάθει το ρόλο του. |
μαθαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
λαμβάνω οδηγίες, παίρνω οδηγίεςverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él está aprendiendo a tocar el piano. |
αντλώverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La moraleja para aprender de esta historia es que todos somos especiales de alguna manera. Το δίδαγμα αντλούμε από αυτή την ιστορία είναι πως το κάθε άτομο είναι, κατά κάποιον τρόπο, ξεχωριστό. |
μαθαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi hermano es tan bueno con los idiomas que aprendió francés en una semana. Ο αδερφός μου είναι τόσο καλός στις γλώσσες που έμαθε Γαλλικά σε μια εβδομάδα. |
μαθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Andy aprendió sus habilidades de cocina cuando trabajaba en el restaurante de su padre. Ο Άντυ απέκτησε τις μαγειρικές του ικανότητες ενώ δούλευε στο εστιατόριο του πατέρα του. |
κολλάω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Maria estaba preocupada de que su hijo adquiriera malos hábitos de los otros chicos de la escuela. Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο. |
αποστηθίζω, μαθαίνω απ'έξω, μαθαίνω παπαγαλία, παπαγαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando era chico, memorizaba todos mis horarios. |
μαθαίνω(να κάνω κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los niños generalmente aprenden a caminar cuando tienen aproximadamente un año de edad. Τα παιδιά συνήθως αρχίζουν να μαθαίνουν να περπατούν στην ηλικία του ενός έτους. |
αποστηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναμαθαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εκμάθηση με επανάληψηlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aunque a muchos profesores no les gusta, yo pienso que aprender de memoria sirve para algunas cosas. Αν και δεν αρέσει σε πολλούς δασκάλους, ακόμη πιστεύω πως η εκμάθηση με επανάληψη είναι χρήσιμη σε κάποια θέματα. |
η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέταςlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Diana ya está aprendiendo a ir al baño. |
μαθαίνω ένα-δυο πραγματάκια, μαθαίνω καναδυό πραγματάκια, μαθαίνω πέντε πράγματαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quédate y observa; puede que aprendas un par de cosas. |
μαθαίνω στην πράξηlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Los empleados aprenden con la práctica, y esto los prepara para posibles situaciones laborales. |
παίρνω το κολάι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando me hice cargo del negocio familiar, me llevó un tiempo aprender lo básico. |
δεν ξέρωlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No es su culpa, lo hacen así porque no aprendieron nada mejor, no tuvieron la suerte de acceder a una educación. |
μαθαίνω από τα λάθη μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθαίνω τα λόγια μου(ηθοποιός) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Debo memorizar mi parte antes del ensayo esta noche. |
μαθαίνω κτ με τον δύσκολο τρόπο(informal) |
μαθαίνω να τα βγάζω πέρα(coloquial, figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επανεκπαιδεύομαιlocución verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
μαθαίνω από κάποιον/κάτι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκληραίνωlocución verbal (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Voy a tener que aprender a ser fuerte si no quiero regresar llorando a casa todos los días. |
μαθαίνω από πρώτο χέριlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nadie aprende por experiencia ajena, tienes que aprender por ti mismo. |
αποδέχομαι, υπομένω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Su enfermedad es incurable; por tanto, tendrá que aprender a vivir con ella. |
που αφομοιώνεται με ευκολίαlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αποστηθίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδισμένος με μόχθο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακολουθώ, συνοδεύωlocución verbal (για απόκτηση εμπειρίας) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los internos acompañan a los diferentes empleados para aprender sus trabajos. La niña ha acompañado a su padre al trabajo hoy. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aprender στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του aprender
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.