Τι σημαίνει το arranged στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης arranged στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arranged στο Αγγλικά.

Η λέξη arranged στο Αγγλικά σημαίνει σχεδιασμένος, οργανωμένος, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, σχεδιάζω, κανονίζω, κανονίζω να κάνω κτ, κανονίζω να κάνει κπ κτ, κανονίζω, διασκευάζω, προξενεύω, προσυμφωνημένος γάμος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης arranged

σχεδιασμένος

adjective (planned, scheduled)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The arranged meeting was cancelled.

οργανωμένος

adjective (organized)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Laura looked at the neatly arranged books on the shelf.

τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω

transitive verb (put in order)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He arranged the books in alphabetical order.
Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά.

σχεδιάζω, κανονίζω

transitive verb (plan)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We are arranging a company barbecue for the springtime.
Σχεδίαζουμε (or: Κανονίζουμε) ένα μπάρμπεκιου με τους εργαζόμενους της εταιρείας την άνοιξη.

κανονίζω να κάνω κτ

verbal expression (schedule)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I haven't seen you in a very long time. We should arrange to do something.
Δεν σε έχω δει εδώ και πολύ καιρό. Θα πρέπει να κανονίσουμε να κάνουμε κάτι.

κανονίζω να κάνει κπ κτ

verbal expression (make preparations)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
They arranged for a babysitter to take care of the children.
Κανόνισαν να έρθει μια μπέιμπι σίτερ για να προσέξει τα παιδιά.

κανονίζω

transitive verb (agree)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The two sides arranged a deal.
Οι δύο πλευρές κατέληξαν σε συμφωνία.

διασκευάζω

transitive verb (music: adapt)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The composer arranged the score for the symphony concert.
Ο συνθέτης διασκεύασε την ενορχήστρωση για το συμφωνικό κονσέρτο.

προξενεύω

transitive verb (marriage: parents decide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
In some cultures, it is customary for parents to arrange their child's marriage.

προσυμφωνημένος γάμος

noun (marriage negotiated by parents)

He doesn't want to marry her, it's an arranged marriage.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arranged στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του arranged

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.