Τι σημαίνει το arriver στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης arriver στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του arriver στο Γαλλικά.
Η λέξη arriver στο Γαλλικά σημαίνει έρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, έρχομαι, συμβαίνω, φτάνω, προκύπτω, συμβαίνω, εμφανίζομαι, έρχομαι, συμβαίνω, φτάνω, έρχομαι, φτάνω, φτάνω, φτάνω, καταφτάνω, φτάνω, συμβαίνω, έρχομαι, τερματίζω, βγαίνω, τελειώνω, έρχομαι, μπαίνω, πετυχαίνω, φτάνω, συμβαίνω, συμβαίνω, εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω, εμφανίζομαι, φτάνω, φτάνω, φτάνω, πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι, καταλήγω, έρχομαι, ξεκαθαρίζω, επισπεύδω, περνάω, περνώ, φτάνω, καταλήγω, που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί, μέχρι τον αστράγαλο, νεκρός κατά την άφιξη, μέχρι τη μέση, καινούριος σε κτ, νέος σε κτ, αναποφάσιστα, Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει., κάνω περίπατο, συμπεραίνω, καταλήγω, συμβαίνω τυχαία, φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα, φτάνω στο σημείο να, καταλαβαίνω, κατανοώ, συμβιβάζομαι, αποδέχομαι, είμαι ισάξιος, φτάνω, αναλαμβάνω την εξουσία, κάνω κτ σωστά, δεν πετυχαίνω τίποτα, πλησιάζω αθόρυβα, βρίσκω χρόνο για κτ, καταλήγω σε συμφωνία, εξελίσσομαι σε κρίση, φτάνω κάπου, είναι πληρωτέο, δεν είμαι ισάξιος με κπ, προκύπτω, φτάνω σπίτι, έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτος, έρχομαι αεροπορικώς, φτάνω, καταλήγω, φτάνω, κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζω, έρχομαι οδηγώντας, πέφτω με αλεξίπτωτο, φτάνω με αλεξίπτωτο, κερδίζω με ευκολία, ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι, χτυπάω την πόρτα σε κπ, κρατάω, φυλάω, διατηρώ, γραφτός, εδώ μόλις, άφιξη στη στεριά, αυτός που φτάνει πάντα πρώτος, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, εξελίσσομαι σε κτ, τα πάω καλά, φτάνω, φτάνω σε σημείο βρασμού, φτάνω κάπου, μπορώ, συμβαίνω, προηγούμαι, φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα, έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίος, ακολουθώ, τα καταφέρνω, βρίσκω χρόνο, υποστηρίζω, τα καταφέρνω, φτάνω σε κτ, καταλήγω σε κτ, γίνομαι, καθυστερημένα, αργότερα, επιτυγχάνω σε κτ, έρχομαι ισοπαλία, καταφέρνω να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης arriver
έρχομαιverbe intransitif (à un endroit) (φτάνω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À quelle heure arrivent-ils ? Τι ώρα θα έρθουν; |
έρχομαιverbe intransitif (dans le temps) (χρόνος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'hiver arrive. Έρχεται ο χειμώνας. |
έρχομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La pluie est arrivée de nulle part. |
έρχομαι, συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) De bonnes choses arrivent à ceux qui sont patients. |
φτάνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand j'arriverai, ma famille sera là à m'attendre. Η οικογένειά μου θα με περιμένει όταν φτάσω. |
προκύπτω, συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'idée de Dave de monter son propre commerce est arrivée après la perte de son emploi. Η ιδέα του Ντέιβ να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση προέκυψε αφότου έχασε τη δουλειά του. |
εμφανίζομαιverbe intransitif (avec une heure précise) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On s'était donné rendez-vous à 9 h mais elle n'est arrivée qu'à 9 h 30. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υποτίθεται ότι θα βρισκόμασταν για τσάι στις πέντε, αλλά δεν εμφανίστηκε. |
έρχομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω, έρχομαιverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les pièces ne sont pas arrivées alors, nous n'allons pas pouvoir honorer cette commande. Δεν έφτασε το φορτίο με τα εξαρτήματα, γι' αυτό δεν θα μπορέσουμε να εκτελέσουμε εκείνη την παραγγελία. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Et là, il est arrivé dans une nouvelle voiture toute brillante. Εκείνη τη στιγμή έφτασε με ένα ολοκαίνουριο αυτοκίνητο. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Les coureurs sont arrivés (or: se sont pointés) sur la ligne de départ et ont attendu le début de la course. Οι οδηγοί έφτασαν στο σημείο εκκίνησης και περίμεναν να ξεκινήσει ο αγώνας. |
φτάνω, καταφτάνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ils sont arrivés à la première en limousine. Έφτασαν στην πρεμιέρα με μια μεγάλη λιμουζίνα. |
φτάνωverbe intransitif (à un endroit) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quand est-ce qu'on arrive ? Πότε θα φτάσουμε; |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Vous seriez sidérés d'apprendre ce qui est arrivé après l'accident. |
έρχομαιverbe intransitif (bébé : naître) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Est-ce que tu sens quand le bébé devrait arriver ? Μπορείς να προαισθανθείς πότε έρχεται το μωρό; |
τερματίζω, βγαίνω, τελειώνωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je m'en fiche de gagner la course, je veux simplement ne pas arriver dernier. Δεν με νοιάζει αν θα κερδίσω τον αγώνα. Θέλω απλώς να μην τερματίσω τελευταίος. |
έρχομαι, μπαίνω(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous avons besoin de l'avis d'un expert et c'est là que vous intervenez. Χρειαζόμαστε τη συμβουλή ενός ειδικού και αυτός είναι ο δικός σου ρόλος. |
πετυχαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) À la fin, notre équipe a réussi. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Προσπάθησε πολύ σκληρά και στο τέλος τα κατάφερε. |
φτάνω(figuré : argent, nouvelle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) On ne sait jamais quand une mauvaise nouvelle va tomber. |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Beaucoup de choses se sont passées en un an. Πολλά έγιναν την περασμένη χρονιά. |
εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι, πηγαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il était impossible de savoir quand il viendrait, il n'était jamais à l'heure. Δεν περίμενα να εμφανιστεί στο πάρτι μου αφού δεν τον είχα καλέσει. Κανείς δεν έλεγε πότε θα εμφανιστεί (or: παρουσιαστεί). Πάντα αργούσε. |
εμφανίζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ξαφνικά, κατέφτασαν δύο λεωφορεία την ίδια στιγμή. |
φτάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nous devrions atteindre New York dans moins d'une heure. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Φτάσατε στη Φιλαδέλφεια; Αν όχι, συνεχίστε να οδηγείτε. |
φτάνω(avion, train) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le train a atteint sa destination à l'heure prévue. Το τρένο έφτασε στον προορισμό του στην ώρα του. |
φτάνω(un âge) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sentait qu'il avait eu de la chance d'atteindre l'âge de quatre-vingt-dix ans. Αισθανόταν τυχερός που έφτασε τα ενενήντα. |
πλησιάζω, φτάνω, έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Nous nous rapprochons de la fin de l'année mais j'espère que vous n'oubliez pas de rester concentrés sur les cours. Καθώς πλησιάζουμε στο τέλος της σχολικής χρονιάς, ελπίζω ότι θα παραμείνετε συγκεντρωμένοι στα μαθήματά σας. |
καταλήγωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Comment en es-tu arrivé à être un biologiste de la faune marine ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πώς κατάντησες να ζητιανεύεις για να ζήσεις; |
έρχομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je viens du Zimbabwe, mais j'ai grandi en Picardie. |
ξεκαθαρίζω(un problème, un différend) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Peter et Frank ont réglé leurs différends et sont de nouveau amis. Ella et moi avons finalement réglé les détails de notre plan d'affaires. |
επισπεύδω(un processus, un départ,...) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Ρέιτσελ ήταν τόσο ενθουσιασμένη για τα γενέθλιά της που πήγε για ύπνο από τις 8 για να επισπεύσει την άφιξη αυτής της ιδιαίτερης μέρας της. |
περνάω, περνώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il atteignit le prochain niveau du jeu. |
φτάνω, καταλήγω(σε συμφωνία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les deux parties ont fini par conclure un accord. |
που πρόκειται να γίνει, που πρόκειται να συμβεί
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Θέλεις να σου δώσω χρήματα; Αυτό δεν πρόκειται να συμβεί. |
μέχρι τον αστράγαλοverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Soudain la boue nous arrivait jusqu'aux chevilles. Ξαφνικά, η λάσπη έφτασε στον αστράγαλό μας. Μπορείς να περάσεις εύκολα το ρυάκι εδώ, αφού το βάθος του φτάνει μόλις μέχρι τον αστράγαλο. |
νεκρός κατά την άφιξη(στο νοσοκομείο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι τη μέσηlocution verbale (liquide) (για υγρά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La rivière arrive à la taille (or: monte jusqu'à la taille) ici. |
καινούριος σε κτ, νέος σε κτ(compétences) |
αναποφάσιστα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει.(familier) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κάνω περίπατο(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμπεραίνω, καταλήγω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La police est arrivée à la conclusion (or: a conclus) qu'au moins trois hommes étaient impliquées dans le cambriolage. |
συμβαίνω τυχαία(συνήθως γ' πρόσωπο) Je n'ai pas essayé de tomber enceinte : c'est arrivé par hasard. |
φθάνω απροειδοποίητα, έρχομαι απροειδοποίητα(familier) Mon ami a débarqué à l'improviste : nous allons manger ensemble ce soir. |
φτάνω στο σημείο ναverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'en suis arrivé à un point dans ma vie où je n'ai pas envie de faire la fête tous les soirs. |
καταλαβαίνω, κατανοώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il faut lire plusieurs fois un ouvrage de philosophie pour arriver à le comprendre. Τα φιλοσοφικά έργα πρέπει να τα διαβάσει κανείς πολλές φορές για να τα καταλάβει. |
συμβιβάζομαι, αποδέχομαιlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Les avocats devraient négocier jusqu'à ce qu'ils arrivent à un accord sur le sujet. Οι δικηγόροι οφείλουν να διαπραγματεύονται μεταξύ τους, έως ότου συμβιβαστούν επί του ζητήματος. |
είμαι ισάξιοςlocution verbale (figuré) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En tant qu'auteur-compositeur, George Harrison n'arrivait pas à la cheville de Paul McCartney. |
φτάνωlocution verbale (σε προορισμό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il se peut que tu doives changer de train et prendre un bus avant d'arriver à destination. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξεις τρένο και να πάρεις λεωφορείο πριν φτάσεις. |
αναλαμβάνω την εξουσίαlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le parti d'opposition est arrivé au pouvoir en 1998. |
κάνω κτ σωστάlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si tu n'y arrives pas, laisse tomber. |
δεν πετυχαίνω τίποτα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je lui ai toujours dit qu'il n'arriverait jamais à rien ; il a voulu me prouver le contraire. |
πλησιάζω αθόρυβα
|
βρίσκω χρόνο για κτ(trouver le temps, l'occasion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καταλήγω σε συμφωνία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξελίσσομαι σε κρίσηlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτάνω κάπουlocution verbale (à un endroit) |
είναι πληρωτέο(χρηματικό ποσό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν είμαι ισάξιος με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκύπτωverbe intransitif (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
φτάνω σπίτι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Appelle-moi quand tu arrives chez toi. Μόλις έφτασα σπίτι από τη δουλειά. Τηλεφώνησέ μου όταν φτάσεις σπίτι. |
έρχομαι πρώτος, τερματίζω πρώτος, βγαίνω πρώτοςlocution verbale Mark a fini premier de la course. |
έρχομαι αεροπορικώςlocution verbale Justin prévoit d'arriver en avion lundi. Ο Τζάστιν σκοπεύει να έρθει αεροπορικώς τη Δευτέρα. |
φτάνω, καταλήγω(conclusion, accord) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le mathématicien est parvenu à trouver une réponse. Ο μαθηματικός προσπαθούσε να φτάσει στο αποτέλεσμα. |
φτάνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) John est arrivé à Cambridge vers cinq heures. Ο Τζον έφτασε στο Κέιμπριτζ περίπου στις 5. |
κατακλύζω, πλημμυρίζω, γεμίζωverbe intransitif (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
έρχομαι οδηγώντας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) J'ai été surpris de le voir arriver dans une voiture de sport voyante. Ξαφνιάστηκα που τον είδα να έρχεται οδηγώντας ένα φανταχτερό σπορ αυτοκίνητο. |
πέφτω με αλεξίπτωτο, φτάνω με αλεξίπτωτοlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κερδίζω με ευκολία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανέρχομαι σε,φτάνω μέχρι(κυριολεκτικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ne t'inquiète pas si tu ne sais pas nager, l'eau ne t'arrivera que jusqu'aux genoux. Μην ανησυχείς αν δεν ξέρεις να κολυμπάς. Το νερό θα φτάσει μέχρι τα γόνατά σου μονάχα. |
χτυπάω την πόρτα σε κπ(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Peu importe les malheurs qui lui arrivent, Matt reste toujours enjoué. |
κρατάω, φυλάω, διατηρώ(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ces livres n'ont aucune valeur mais je n'arrive pas à m'en débarrasser parce qu'ils me rappellent mon enfance. |
γραφτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Je ne sais pas comment ça s'est produit, mais je suppose que ça devait arriver un jour. |
εδώ μόλιςlocution verbale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je viens juste d'arriver. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ήμουν σ' αυτό ακριβώς το σημείο την περασμένη εβδομάδα όταν επισκέφθηκα την Έλεν. |
άφιξη στη στεριά(d'une tempête) (για τυφώνα, θύελλα) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αυτός που φτάνει πάντα πρώτος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ολοκληρώνομαι, τελειώνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'histoire arrive à son terme quand le héros sauve les enfants. |
εξελίσσομαι σε κτverbe intransitif Est-ce que tenir un blog est finalement arrivé à maturité comme une façon de se faire de l'argent ? Έχει, τελικά, εξελιχθεί το μπλόγκινγκ σε δραστηριότητα από την οποία μπορεί κανείς να βγάλει χρήματα; |
τα πάω καλάverbe intransitif (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tu peux y arriver si tu essayes. |
φτάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτάνω σε σημείο βρασμούlocution verbale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φτάνω κάπουlocution verbale (parvenir à [qch]) (μεταφορικά) |
μπορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Claire n'a pas pu atteindre le bocal sur l'étagère du haut. |
συμβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Je n'ai pas vraiment fait d'effort, c'est arrivé ! C'est tout. Δεν δούλεψα σκληρά για αυτό, απλά έτυχε! |
προηγούμαιverbe intransitif (είμαι πρώτος σε σειρά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qui est arrivé en premier : l'œuf ou la poule ? |
φτάνω μαζί, φτάνω ταυτόχρονα
Vu qu'ils prennent le même bus, ils arrivent toujours ensemble. Πάντα φτάνουν ταυτόχρονα, αφού παίρνουν το ίδιο λεωφορείο. |
έρχομαι τελευταίος, είμαι τελευταίοςlocution verbale (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Dans l'alphabet anglais, le z arrive en dernier. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Durant leur promenade, le vieux chien traînait derrière le jeune chien. |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Après qu'elle soit devenue aveugle, il lui a fallu beaucoup de temps pour apprendre à se débrouiller sans rien voir. |
βρίσκω χρόνο(να κάνω κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Un de ces jours, je trouverai le temps d'aller à Paris. |
υποστηρίζω(μεταφορικά: ρούχα, στυλ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Δεν μπορούν όλοι να φορέσουν κόκκινο καπέλο με μοβ παπούτσια. Εσύ, όμως, το υποστηρίζεις με πολύ στυλ. |
τα καταφέρνω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je pensais que j'allais manquer le bus, mais je suis arrivé à temps. Νόμιζα πως θα έχανα το λεωφορείο, τα κατάφερα όμως! |
φτάνω σε κτ, καταλήγω σε κτverbe intransitif Est-ce que notre relation en est vraiment arrivée là : crier l'un sur l'autre dans la rue ? Πραγματικά, έτσι κατάντησε η σχέση μας; Να φωνάζουμε ο ένας στον άλλον στον δρόμο; |
γίνομαι(personne, objet) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qu'est-il arrivé au livre que je t'ai prêté ? Τι απέγινε το βιβλίο που σου δάνεισα; |
καθυστερημένα, αργότερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis arrivé avec dix minutes de retard au rendez-vous. Έφτασα στη σύσκεψη με δέκα λεπτά καθυστέρηση. |
επιτυγχάνω σε κτ
Alan a réussi à réparer la chaise. |
έρχομαι ισοπαλία(Sports) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Οι δύο ομάδες ήρθαν ισοπαλία. |
καταφέρνω να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La circulation était horrible aujourd'hui ! Mais j'ai réussi à arriver à l'heure au travail. Είχε τρελή κίνηση σήμερα! Εκπλήσσομαι που κατάφερα να πάω στην ώρα μου στη δουλειά. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του arriver στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του arriver
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.