Τι σημαίνει το até στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης até στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του até στο πορτογαλικά.

Η λέξη até στο πορτογαλικά σημαίνει μέχρι, ως, έως, ακόμα και, μέχρι, ως, έως, μέχρι, μέχρι, μέχρι, έως, ως, προς, μέχρι, ως, έως, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι, μέχρι, έως, ως, έως, ως, μέχρι, μέχρι, πριν από, νωρίτερα από, μέχρι, έως, ως, ως, έως, μέχρι, μέχρι, έως, ως, προς την ενδοχώρα, -, μέχρι, έως και, μέχρι, έως, ως, ως, μέχρι, έως, όλος, ολόκληρος, Άτη, στο τέλος, τελικά, επιτέλους, γεια χαρά, -ως, -α, πηδιέμαι, ακόμα, τα βγάζω πέρα, μέχρι τον αστράγαλο, ακόμα καλύτερος, ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο, πανύψηλος, στο ύψος της μέσης, μέχρι τα γόνατα, ξέχειλος, μέχρι πρόσφατα, εντεύθεν, μέχρι τώρα, ως τώρα, ως τότε, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, σε κάποιο βαθμό, ξεχειλισμένος, ξέχειλος, προς την καρδιά του, μέχρι το κόκκαλο, μέχρι τώρα/στιγμής, μέχρι στιγμής, ως τώρα, μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή, σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, μέχρι το σημείο της εξάντλησης, ως τον ουρανό, ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, μέχρι εκείνη την στιγμή, ως εκείνη την ώρα, ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που, αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα, εις το επανιδείν, μέχρι προσφάτως, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, μέχρι την τελευταία στιγμή, μέχρι σήμερα, ως ένα σημείο, από όσο, σε ποιόν βαθμό, μέχρι τέλους, μέχρι την άκρη του κόσμου, μέχρι τέλους, από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο, ποσό ύψους, ξετρελαμένος με κπ, Σιγά, Τα λέμε!, μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα, τα λέμε, γεια χαρά, γεια, εις το επανιδείν, τα λέμε αύριο, γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν, Αντίο για τώρα, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε!, Τα λέμε!, νεαρό αρσενικό ελάφι, μέχρι τότε, ξεπροβοδίζω, οπλισμένος σαν αστακός, κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι, πλησιάζω, πάω κοντά, ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης até

μέχρι, ως, έως

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Stephen ficou no bar até fechar. Eles esperaram até a festa para dar a grande notícia.
Ο Στίβεν ήταν στο μπαρ μέχρι που έκλεισε. Περίμεναν μέχρι το πάρτι για να ανακοινώσουν τα σπουδαία νέα.

ακόμα και

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Era tão fácil que até uma criança podia fazer.
Ήταν τόσο απλό που ακόμα και ένα παιδί μπορούσε να το κάνει.

μέχρι, ως, έως

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Você deve ficar no metrô até Kings Cross, depois mudar para uma linha diferente.
Πρέπει να μείνεις στον συρμό μέχρι να φτάσεις στον σταθμό Κινγκς Κρος και μετά άλλαξε άλλη γραμμή.

μέχρι

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ali viveu com a tia e tio até os dezoito anos.
Ο Αλί έμενε με τη θεία και τον θείο του να γίνει δεκαοχτώ.

μέχρι

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Lauren esperou até que Dan terminasse para ela falar. Você não pode dirigir até ter dezesseis anos nos EUA.
Η Λόρεν περίμενε μέχρι να ολοκληρώσει ο Νταν πριν μιλήσει.

μέχρι, έως, ως

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Harry estava tão cansado que dormiu até o meio dia.
Ο Χάρι ήταν τόσο κουρασμένος που κοιμήθηκε μέχρι το μεσημέρι.

προς

preposição (até a)

μέχρι, ως, έως

advérbio

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

(antes ou até a fase de)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι

preposição (temporal)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Eu vivi na Nigéria até os nove anos. Karen riu até chorar.
Ζούσα στην Νιγηρία μέχρι τα εννέα μου χρόνια. Η Κάρεν γέλασε μέχρι δακρύων.

μέχρι, έως, ως

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Κάτσε να το ακούσεις αυτό!

έως, ως, μέχρι

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)

μέχρι

preposição (desusado)

πριν από, νωρίτερα από

conjunção

O encanador não pode vir até amanhã.
Ο υδραυλικός δεν μπορεί να έρθει νωρίτερα από αύριο.

μέχρι, έως, ως

preposição (lugar)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Dirigimos até Monterey, depois pedalamos o restante do caminho.
Πήγαμε με το αυτοκίνητο μέχρι το Μοντερέι και μετά κάναμε με το ποδήλατο την υπόλοιπη διαδρομή.

ως, έως, μέχρι

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
A loja está aberta de terça a sexta.

μέχρι, έως, ως

preposição (χρόνος: όχι αργότερα από)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Você precisa ter o relatório concluído até segunda-feira.
Πρέπει να έχεις τελειώσει την αναφορά μέχρι τη Δευτέρα.

προς την ενδοχώρα

preposição

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nós estamos indo da costa até Nottingham, no meio da Inglaterra.
Κινούμαστε από τα παράλια προς την ενδοχώρα, προς το Νότιγχαμ στην καρδιά της Αγγλίας.

-

advérbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Eles andaram até a janela.
Πήγαν προς το παράθυρο.

μέχρι

advérbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
A água estava até a minha cintura e eu não sei nadar, entrei em pânico.
Το νερό ήταν μέχρι τη μέση μου και καθώς δεν ξέρω να κολυμπάω, πανικοβλήθηκα.

έως και

advérbio (λόγιο)

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ο δικαστής προειδοποίησε τον φυλακισμένο ότι ενδέχεται να τιμωρηθεί με φυλάκιση έως και δέκα χρόνια.

μέχρι, έως, ως

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Até hoje, o prédio original está de pé.

ως, μέχρι, έως

preposição

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ele sentiu frio até os ossos depois de esquiar.

όλος, ολόκληρος

(διάρκεια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nós jogamos baralho em todo o percurso para Paris.
Παίζαμε χαρτιά σε όλη (or: ολόκληρη) τη διαδρομή μέχρι το Παρίσι.

Άτη

substantivo feminino (mitologia grega) (ελληνική μυθολογία)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
Em algumas versões de mitologia grega, Ate é tida como filha de Zeus.

στο τέλος, τελικά, επιτέλους

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Finalmente, eu terminei de escrever aquele relatório!
Επιτέλους, τελείωσα τη σύνταξη εκείνης της έκθεσης.

γεια χαρά

(informal)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tchau! Até amanhã!
Γεια χαρά! Τα λέμε αύριο!

-ως, -α

(για επιρρήματα)

πηδιέμαι

(gíria) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele queria transar, mas ela disse não.

ακόμα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Eu não posso conversar com ele. Ainda não fomos apresentados.
Δεν μπορώ να του μιλήσω. Δεν έχουμε συστηθεί ακόμα.

τα βγάζω πέρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι τον αστράγαλο

locução adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ξαφνικά, η λάσπη έφτασε στον αστράγαλό μας. Μπορείς να περάσεις εύκολα το ρυάκι εδώ, αφού το βάθος του φτάνει μόλις μέχρι τον αστράγαλο.

ακόμα καλύτερος

locução adverbial

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

ακόμη λιγότερο, ακόμα λιγότερο

locução conjuntiva (não tanto quanto) (ακολουθεί επίθετο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πανύψηλος

locução adverbial (figurado: muito alto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

στο ύψος της μέσης

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέχρι τα γόνατα

locução adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξέχειλος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

μέχρι πρόσφατα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εντεύθεν

locução adverbial (literário) (αρχαϊκό)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι τώρα, ως τώρα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως τότε

locução adverbial

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μέχρι στιγμής, μέχρι τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μέχρι στιγμής, δεν έχει εκδοθεί κανένα έργο μου. Παρόλα αυτά, με θεωρώ συγγραφέα.

σε κάποιο βαθμό

advérbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε κάποιο βαθμό

advérbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

σε κάποιο βαθμό

Você tem que admitir que é culpado até certo ponto.
Πρέπει να παραδεχθείς ότι φταις σε κάποιο βαθμό. Όλοι υποφέρουμε σε κάποιο βαθμό, όταν είμαστε μακριά από τους αγαπημένους μας.

ξεχειλισμένος, ξέχειλος

advérbio

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προς την καρδιά του

(figurado: para o centro de) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι το κόκκαλο

(figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι τώρα/στιγμής

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι στιγμής, ως τώρα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Até agora, só terminamos o capítulo quatro.
Μέχρι στιγμής έχουμε τελειώσει μόνο το κεφάλαιο τέσσερα. Δεν ήταν εύκολος ο δρόμος ως τώρα.

μέχρι τώρα, έως τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

(até o presente momento)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι τότε, ως τότε, έως τότε, μέχρι εκείνη τη στιγμή

(até um momento anterior)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Γνώρισα τη σύζυγό μου τον περασμένο Μάιο. Μέχρι τότε δεν είχα ξαναερωτευθεί.

σε ένα βαθμό, σε ένα ποσοστό

(parcialmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Até agora, não ouvi nada de novo sobre a situação. Até agora, não recebemos o seu pagamento.
Μέχρι στιγμής δεν έχω ακούσει κάτι καινούριο για την κατάσταση. Μέχρι στιγμής δεν έχουμε λάβει την πληρωμή σας.

μέχρι το σημείο της εξάντλησης

locução adverbial (até ficar extremamente cansado)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ως τον ουρανό

(extremamente alto)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ως τώρα, μέχρι σήμερα, μέχρι στιγμής

(até agora)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

locução adverbial (até o presente momento)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι τότε, ως τότε, μέχρι εκείνη την στιγμή

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ele se casou aos 40 anos. Até então, sempre viveu sozinho.
Παντρεύτηκε όταν ήταν 40 ετών. Μέχρι τότε έμενε πάντα μόνος του.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Até agora, tive sucesso na minha carreira. Nenhuma notícia até agora.
Μέχρι τώρα (or: Μέχρι στιγμής) ήμουν επιτυχημένος στην καριέρα μου. Κανένα νέο ως τώρα.

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

μέχρι τώρα, ως τώρα, μέχρι στιγμής

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pelo que sei, o banco aprovou o empréstimo. O chefe está no escritório, pelo que sei.
Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω.

μέχρι εκείνη την στιγμή, ως εκείνη την ώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nessa altura, será tarde demais. A festa começa às 7? Tudo bem, eu devo estar pronto nessa altura.
Τότε θα είναι πολύ αργά. Το πάρτι αρχίζει στις 7.00; Εντάξει, ως εκείνη την ώρα θα είμαι έτοιμος.

ακόμα και τότε, ακόμα και σε εκείνη την περίπτωση, ακόμα και στην περίπτωση που

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eu tinha apenas cinco anos, mas até naquela época eu sabia que a guerra era uma coisa terrível.

αργά το βράδυ, αργά τη νύχτα

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

εις το επανιδείν

locução adverbial

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

μέχρι προσφάτως

(até pouco tempo atrás)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι την τελευταία στιγμή

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι σήμερα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ως ένα σημείο

expressão

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από όσο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Até onde eu sei, tudo ainda está correndo bem no projeto.
Από όσο ξέρω, όλα πάνε ακόμα καλά με το πρότζεκτ.

σε ποιόν βαθμό

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Até que ponto você acha que este programa vai afetar os jovens?
Σε ποιόν βαθμό πιστεύεις ότι θα επηρεάσει το πρόγραμμα τους νέους;

μέχρι τέλους

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

μέχρι την άκρη του κόσμου

expressão (figurado: até qualquer lugar)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μέχρι τέλους

expressão (fim de situação difícil)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο

(a vida inteira)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ποσό ύψους

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Eles roubaram a empresa em torno de centenas de milhares de dólares. O novo carro o levou de volta a uma quantia em torno de $30.000.
Εξαπάτησαν την εταιρεία σε ποσό ύψους εκατοντάδων χιλιάδων λιρών. Το καινούριο αμάξι του κόστισε το ποσό ύψους 30.000 δολαρίων.

ξετρελαμένος με κπ

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Σιγά

(καθομ, εμφατικός τύπος)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Α! Δεν το βλέπω να σε ξεπληρώσει ποτέ.

Τα λέμε!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Até breve, Edna!
Τα λέμε σύντομα Έντνα!

μέχρι τώρα όλα καλά, όλα καλά ως τώρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se eu gosto de estar aposentado? Até agora tudo bem. Mas pergunte de novo daqui a seis meses.
Πώς μου φαίνεται η σύνταξη; Μέχρι τώρα όλα καλά. Αλλά ρώτα με ξανά σε έξι μήνες.

τα λέμε, γεια χαρά, γεια

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εις το επανιδείν

(adeus por enquanto)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τα λέμε αύριο

interjeição

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

γεια σου για τώρα, γεια σου προς το παρόν

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Αντίο για τώρα

(despedida)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Τα λέμε!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τα λέμε!

interjeição

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεαρό αρσενικό ελάφι

expressão

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέχρι τότε

(em um tempo passado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

ξεπροβοδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

οπλισμένος σαν αστακός

locução adjetiva (figurado)

κοιμάμαι μέχρι αργά, παρακοιμάμαι

(levantar-se mais tarde que o habitual)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πλησιάζω, πάω κοντά

(aproximar-se a pé)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του até στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του até

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.