Τι σημαίνει το aumentar στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης aumentar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του aumentar στο ισπανικά.
Η λέξη aumentar στο ισπανικά σημαίνει αυξάνομαι, αυξάνω, μεγεθύνω, μεγαλώνω, ισχυροποιούμαι, δυναμώνω, εντείνομαι, μεγαλώνω, αυξάνομαι, μεγαλώνω, αυξάνομαι, ακριβαίνω, παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας, αυξάνομαι απότομα, δυναμώνω, μεγαλώνω, παίρνω, βάζω, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνομαι, αυξάνω, ανεβάζω, βάζω, παίρνω, αυξάνω, μεγαλώνω, ισχυροποιώ, δυναμώνω, εντείνω, αυξάνομαι, αυξάνομαι, ανεβάζω, συγκεντρώνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, οξύνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνομαι, αυξάνω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, πρήζομαι, φουσκώνω, βελτιώνω, ενισχύω, συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι, ενισχύω, αυξάνω, τσιμπάω, παραφουσκώνω, αυξάνω, πολλαπλασιάζω, αυξάνομαι, αυξάνομαι ραγδαία, εκτινάσσομαι στα ύψη, ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς, ανεβάζω, αυξάνω, αυξάνω, ανεβάζω, αυξάνω, εκτινάσσω, εκτοξεύω, αυξάνω, αυξάνω, παίρνω βάρος, βάζω βάρος, προσελκύω περισσότερους οπαδούς, αυξάνω τις πιθανότητες, ανεβάζω τη θερμοκρασία, ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή, ανεβάζω την τιμή προσφοράς, ανεβάζω στροφές, πουλάω σε κάποιον που προσφέρει υψηλότερη τιμή, ενώ έχω ήδη συμφωνήσει προφορικά με κάποιον άλλο, μεγαλώνω, ανεβάζω την αξία, μεγαλώνω, επεκτείνομαι, απασχολώ περισσότερο προσωπικό, σκαρφαλώνω, εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι, επιταχύνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης aumentar
αυξάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El precio de la vivienda ha aumentado un 5%. Οι τιμές των ακινήτων έχουν αυξηθεί κατά 5%. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nuestra fiesta aumentó con la llegada de algunos invitados retrasados. |
μεγεθύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los binoculares aumentan las imágenes. |
μεγαλώνω, ισχυροποιούμαι, δυναμώνω, εντείνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El amor de Alison por su marido aumentaba con el paso de los años. // El misterio aumentó cuando encontramos un solo zapato abandonado en la orilla. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αγάπη της Άλισον για τον άντρα της μεγάλωνε με τα χρόνια. |
μεγαλώνωverbo transitivo (σε μέγεθος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αυξάνομαι, μεγαλώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El club empezó con poca gente, pero los miembros han aumentado en los últimos meses. |
αυξάνομαι, ακριβαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se puso muy contenta cuando el precio de sus acciones aumentó un 20 % de un día para otro. Χάρηκε πολύ όταν οι τιμή των μετοχών της ανέβηκε κατά 20% μέσα σε μια νύχτα. |
παίρνω διαστάσεις χιονοστιβάδας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con la inflación aumentando, la gente está empezando a abastecerse de efectivo. |
αυξάνομαι απότομα
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
δυναμώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Alguien abrió la puerta de la casa donde era la fiesta y la música aumentó. |
μεγαλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El descubrimiento de otro cadáver en el capítulo 2 sirve para aumentar la tensión. |
παίρνω, βάζω(καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aumenté tres kilos en las vacaciones. Πήρα (or: έβαλα) τρία κιλά στις διακοπές. |
ανεβάζω, αυξάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aumentamos el volumen de la tele para ahogar el ruido de nuestros vecinos discutiendo. Ανεβάσαμε τον ήχο της τηλεόρασης για να πνίξουμε τον θόρυβο από τον καυγά των γειτόνων μας. |
αυξάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La presión aumentó en el tanque de aire. Η πίεση αυξήθηκε στη δεξαμενή αερίου. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía aumentó el salario de todos los empleados en un 3%. Η εταιρεία έκανε αύξηση 3% στους μισθούς όλων. |
ανεβάζω(την τιμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω, παίρνω(βάρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Keith ha aumentado cinco kilos desde que se separó de su esposa. Ο Κιθ πήρε 4,5 κιλά από τότε που χώρισε με τη γυναίκα του. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El dueño le aumentó cien dólares mensuales a la renta. Ο ιδιοκτήτης ανέβασε το νοίκι κατά εκατό δολάρια το μήνα. |
μεγαλώνω, ισχυροποιώ, δυναμώνω, εντείνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los argumentos aumentaron la convicción de Robert de que tenía razón. // La última pista solo aumentó el misterio. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Οι συζητήσεις ισχυροποίησαν την πεποίθηση του Ρόμπερτ πως ήταν σωστός. Το τελευταίο στοιχείο απλώς ενέτεινε το μυστήριο. |
αυξάνομαιverbo transitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El número de mosquitos aumenta durante el verano. |
αυξάνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La calidad del producto ha aumentado con respecto a la del año pasado. |
ανεβάζωverbo transitivo (αυξάνω, καθομιλουμένη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La banda aumentó la cantidad de presentaciones en su gira. Η μπάντα ανέβασε τον αριθμό συναυλιών στην περιοδεία τους. |
συγκεντρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El partido político trataba de aumentar el apoyo entre los votantes. |
αυξάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se aumentó los senos con implantes. Μεγάλωσε τα στήθη της με εμφυτεύματα. |
ανεβάζω, αυξάνω(velocidad) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Paul aumentó la velocidad del piloto automático cuando entró en Nevada. |
οξύνωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αυξάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El comerciante empezó a contrabandear para aumentar sus ingresos. |
ανεβάζωverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La popularidad del pueblo como un destino turístico aumentó el precio de las casas. |
αυξάνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La población aumentará (or: crecerá) rápidamente. Ο πληθυσμός θα αυξηθεί ραγδαία. |
αυξάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aumentaron (or: incrementaron) el número de manzanas en el almacén. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
πρήζομαι, φουσκώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los tobillos de Wendy se hincharon cuando se patinó en las rocas mojadas. Ο αστράγαλος της Γουέντι πρήστηκε αφού γλίστρησε στα βρεγμένα βράχια. |
βελτιώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mejoró sus posibilidades de conseguir empleo al obtener un grado universitario. Βελτίωσε τις προοπτικές του να βρει δουλειά αποκτώντας πανεπιστημιακό πτυχίο. |
ενισχύω(ήχο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συγκεντρώνομαι, συσσωρεύομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Guarda un poco de dinero todos los meses y tus ahorros se acumularán. |
ενισχύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nuestros miedos se realzaron con los repetidos bombardeos. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Necesito hacer algo para acrecentar mis ingresos. Πρέπει να κάνω κάτι για να αυξήσω το εισόδημά μου. |
τσιμπάω(αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Algunos restaurantes suben los precios de las bebidas frías durante las olas de calor. |
παραφουσκώνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El DJ subió la música y la gente inundó la pista. |
αυξάνω, πολλαπλασιάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ahora que el negocio está dando ganancias, es tiempo de ampliar las operaciones. |
αυξάνομαι(valor) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Con una mejora de la economía, el precio de las acciones mejorará. Με την ανάκαμψη της οικονομίας, θα αυξηθούν και οι τιμές των μετοχών. |
αυξάνομαι ραγδαία
El éxito de la empresa se ha inflado en los últimos meses. Η επιτυχία της εταιρείας αυξήθηκε ραγδαία τους τελευταίους μήνες. |
εκτινάσσομαι στα ύψη(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Las reformas en casa están haciendo que nuestra deuda se hinche. Η ανακαίνιση στο σπίτι κάνει το χρέος μας να εκτιναχθεί στα ύψη. |
ανεβαίνω ελαφρώς, αυξάνω ελαφρώς, αυξάνομαι ελαφρώς
Τώρα που ήρθε η άνοιξη, η θερμοκρασία ανέβηκε, επιτέλους, ελαφρώς. |
ανεβάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chicos, tenemos que elevar nuestro nivel de juego o no ganaremos el partido. Παιδιά, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδό μας στο παιχνίδι, διαφορετικά δεν θα κερδίσουμε τον αγώνα. |
αυξάνω(κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saber cómo había muerto sólo sumó al sufrimiento de la familia. Η πληροφόρηση για τον τρόπο του θανάτου του κατάφερε μόνο να αυξήσει την οδύνη της οικογένειας. |
αυξάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El político ganaba popularidad cada semana. |
ανεβάζω, αυξάνω(precios) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El banco subió los tipos de interés. |
εκτινάσσω, εκτοξεύω(precios, interés) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los bancos subieron la tasa de interés. |
αυξάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los candidatos intensificaron sus campañas en la última semana. // Esta novela de suspenso es excelente, la autora realmente sabe incrementar la tensión. |
αυξάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El ayuntamiento ha incrementado el cuerpo de policía debido al aumento de delitos. |
παίρνω βάρος, βάζω βάρος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La mayoría de los estudiantes engordan en su primer año de facultad. ¡He engordado tanto que no me puedo abrochar los pantalones! |
προσελκύω περισσότερους οπαδούς
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El partido necesita ganar adeptos si quiere ganar las próximas elecciones. |
αυξάνω τις πιθανότητεςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si fumas aumentas las posibilidades de una muerte temprana. |
ανεβάζω τη θερμοκρασία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si quieres que las papas asadas se cocinen debidamente, debes aumentar la temperatura del horno. Αν θες οι ψητές πατάτες να μαγειρευτούν σωστά, θα χρειαστεί να ανεβάσεις τη θερμοκρασία του φούρνου. Κρυώνω. Υπάρχει κάποιος τρόπος να ανεβάσουμε τη θερμοκρασία στο δωμάτιο; |
ανεβάζω το κόστος, ανεβάζω την τιμή
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω την τιμή προσφοράςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Subió la apuesta con un póker pero perdió todo. |
ανεβάζω στροφέςlocución verbal (figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Con lo que hemos hecho no alcanza, hay que aumentar la apuesta, de lo contrario fracasaremos. |
πουλάω σε κάποιον που προσφέρει υψηλότερη τιμή, ενώ έχω ήδη συμφωνήσει προφορικά με κάποιον άλλο(αγορά ακινήτων) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο μεσίτης προσπάθησε να μου τη φέρει και για αυτό διέκοψα τη συνεργασία μαζί του. |
μεγαλώνωlocución verbal (σε μέγεθος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ανεβάζω την αξία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un bonito paisaje añadirá valor a tu casa. |
μεγαλώνω, επεκτείνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Cuando el arroz hierve aumenta de tamaño. |
απασχολώ περισσότερο προσωπικόlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La multinacional necesita aumentar la plantilla para aumentar su negocio en Europa. |
σκαρφαλώνω(μεταφορικά, καθομ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los precios de las casas aumentaron gradualmente desde que compramos nuestra casa. Από τότε που αγοράσαμε το σπίτι μας, οι τιμές κατοικίας ανέβηκαν κατά αρκετές χιλιάδες. |
εκτοξεύομαι, εκτινάσσομαι(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La demanda de viviendas en esta zona aumentó repentinamente. Η ζήτηση για στέγη σε αυτή την περιοχή έχει εκτοξευτεί. |
επιταχύνωlocución verbal (motor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του aumentar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του aumentar
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.