Τι σημαίνει το baisser στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης baisser στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του baisser στο Γαλλικά.

Η λέξη baisser στο Γαλλικά σημαίνει χαμηλώνω, πέφτω, χαμηλώνω, χαμηλώνω, χαμηλώνω, χαμηλώνω, μειώνομαι, κατεβάζω, κατεβάζω, μειώνω, βουλιάζω, καθιζάνω, ρίχνω, κατεβάζω, χαμηλώνω, πέφτω, μειώνω, ελαττώνω, κατεβάζω, κατεβάζω, -, πέφτω, καμπουριάζω, χαμηλώνω, λιγοστεύω σταδιακά, πέφτω, υποχωρώ, πέφτω, μειώνομαι, σκύβω το κεφάλι, συρρικνώνομαι, χάνομαι, σβήνω, σκοτεινιάζω, παίρνω την κατηφόρα, συρρικνώνω, μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, πέφτει η τιμή μου, συγκρατώ, ελαττώνομαι, μειώνομαι, υποχωρώ, λιγοστεύω, μικραίνω, υποχωρώ, κατεβαίνω, μαραζώνω, πέφτω προς τα κάτω, χάνομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, χάνομαι, φθίνω, μειώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, πέφτω, πέφτω, μειώνω, περικόπτω, περιορίζω, πέφτω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, πέφτω, ρηχαίνω, κουρεύω, κόβω, ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου, τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια, ψηλά το κεφάλι, Μην τα παρατάς!, αυλαία, γίνομαι ψίθυρος, σκύβω το κεφάλι, σκύβω το κεφάλι, ρίχνω τις τιμές, χαμηλώνω την θερμοκρασία, κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά, παραμένω θετικός, χαμηλώνω το βλέμμα μου, κάνω ησυχία, ξεκουμπώνω, ανοίγω, μειώνω, ελαττώνω, σκυφτή θέση, σκύψιμο, ρίχνω την τιμή, σκύβω, αποπληθωρίζω, μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ, κατεβάζω, ρίχνω, έχω... τάση, σκύβω, συμπιέζω, συνθλίβω, καρφώνομαι πολύ, μειώνω την τιμή, κατεβάζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης baisser

χαμηλώνω

verbe transitif (les prix, des valeurs)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les magasins baissent les prix pendant les soldes.
Το μαγαζί χαμηλώνει τις τιμές για τις εκπτώσεις.

πέφτω

verbe intransitif (prix) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les prix ont baissé dans ce magasin.
Οι τιμές έχουν πέσει σ' αυτό το μαγαζί.

χαμηλώνω

verbe transitif (le son, la lumière)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Baisse le volume de la radio s'il te plait !
Χαμήλωσε τον ήχο στο ράδιο, σε παρακαλώ!

χαμηλώνω

verbe transitif (Musique : ton)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu peux baisser la tonalité en relâchant les cordes de la guitare.
Μπορείς να χαμηλώσεις τον τόνο χαλαρώνοντας τις χορδές της κιθάρας.

χαμηλώνω

verbe transitif (la lumière)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dans l'espoir de passer une soirée romantique, Helen baissa les lumières.
Ελπίζοντας σε μια ρομαντική βραδιά, η Έλεν χαμήλωσε τα φώτα.

χαμηλώνω

verbe intransitif (lumière)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'éclairage du théâtre a faibli au lever de rideau.
Τα φώτα στο θέατρο χαμήλωσαν καθώς άνοιξε η αυλαία.

μειώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les ventes ont beaucoup baissé depuis le début de la contraction du crédit.
Οι πωλήσεις έχουν μειωθεί δραματικά από την έναρξη της πιστωτικής κρίσης.

κατεβάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je baisse toujours les stores la nuit.

κατεβάζω, μειώνω

verbe transitif (prix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ne baissent pas les prix : ils sont encore trop élevés.
Δεν κατεβάζουν τις τιμές. Είναι ακόμα υπερβολικά υψηλές.

βουλιάζω, καθιζάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le niveau de l'eau a baissé ces dernières semaines.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Υπάρχουν ρωγμές στο πεζοδρόμιο όπου η γη έχει βουλιάξει.

ρίχνω, κατεβάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Personne n'achetait rien alors ils ont décidé de baisser les prix.
Κανείς δεν αγόραζε τίποτα έτσι αποφάσισαν να ρίξουν τις τιμές.

χαμηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'aimerais bien que tu baisses ta musique !

πέφτω

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le prix des actions a baissé en milieu d'après-midi.

μειώνω, ελαττώνω

verbe transitif (un taux)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La banque a baissé notre taux d'intérêt sur notre prêt immobilier.

κατεβάζω

verbe transitif (une vitre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estelle baissa la vitre de la voiture.

κατεβάζω

verbe transitif (un store,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Barbara baissa le store.

-

verbe intransitif (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Les prix ont baissé ces dernières semaines.
Οι τιμές έπεσαν τις τελευταίες εβδομάδες.

πέφτω

(moral, intérêt, vente,...) (μτφ: ηθικό, διάθεση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καμπουριάζω

verbe transitif (les épaules)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Bill a baissé les épaules en s'asseyant.

χαμηλώνω

verbe intransitif (lumière)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les lumières dans le cinéma ont baissé car le film allait commencer.

λιγοστεύω σταδιακά

(nombre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre de malades de la grippe baissera au printemps.
Ο αριθμός των ασθενών από γρίπη θα λιγοστέψει σταδιακά την άνοιξη.

πέφτω

verbe intransitif (prix,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le prix de l'essence a de nouveau baissé (or: a de nouveau chuté).
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η τιμή του πετρελαίου έπεσε περισσότερο από ποτέ.

υποχωρώ

(marée)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Avec la marée qui descendait, un crabe s'est retrouvé coincé sur la plage.
Ένα καβούρι ξέμεινε στην άμμο καθώς η παλίρροια υποχώρησε.

πέφτω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le niveau de l'eau va baisser (or: va diminuer) à marée basse.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

μειώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les prix peuvent baisser un peu après la saison touristique.

σκύβω το κεφάλι

verbe transitif (la tête)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les paroissiens ont baissé la tête pour prier.

συρρικνώνομαι

(vêtement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon pull a rétréci au lavage.
Το πουλόβερ μου μάζεψε στο πλύσιμο.

χάνομαι, σβήνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σκοτεινιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

παίρνω την κατηφόρα

(entreprise, santé,...) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'entreprise a décliné après avoir perdu son plus gros contrat.

συρρικνώνω

(en taille)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La machine à laver a rétréci mon pull.
Το πλυντήριο συρρίκνωσε το πουλόβερ μου.

μετριάζω, μειώνω, ελαττώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je ne trouvais aucune excuse pour calmer le directeur en colère.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(facultés, santé, influence, vente,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les ventes d'ordinateurs de bureau ont décliné au profit des ordinateurs portables ces dernières années.
Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς.

πέφτει η τιμή μου

(γίνομαι λιγότερο ακριβός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cet ordinateur baissera de prix quand un modèle plus rapide sortira.
Θα αγοράσω το καινούριο μοντέλο κινητού όταν πέσει η τιμή του.

συγκρατώ

(ses dépenses,...) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελαττώνομαι, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.

υποχωρώ

(tempête,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les golfeurs ont attendu à l'intérieur que la tempête se calme.

λιγοστεύω, μικραίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos chances d'arriver avant qu'il ne se mette à pleuvoir diminuent.
Οι πιθανότητες να φτάσουμε πριν ξεκινήσει η βροχή λιγοστεύουν.

υποχωρώ

(eau) (στάθμη νερού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les résidents pourront rentrer chez eux quand l'eau se sera retirée.
Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει.

κατεβαίνω

verbe intransitif (αριθμοί)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les taux d'infection du VIH ont enfin commencé à baisser.

μαραζώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

πέφτω προς τα κάτω

verbe intransitif (figuré)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χάνομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνομαι, ελαττώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La consommation en eau doit baisser si l'on veut éviter une pénurie.
Η κατανάλωση νερού πρέπει να μειωθεί (or: ελαττωθεί) για να αποφύγουμε την ανομβρία.

χάνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο ενθουσιασμός του Γκλεν έσβησε μετά από δέκα χρόνια που έκανε την ίδια δουλειά.

φθίνω, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
À l'approche de la ligne d'arrivée, les forces de Susan commençaient à s'amenuiser.
Η αντοχή της Σούζαν είχε αρχίσει να πέφτει όταν αντίκρισε τη γραμμή του τερματισμού.

μειώνω, ελαττώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise a diminué son budget formation.
Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση.

πέφτω

verbe intransitif (actions) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le prix de l'action a diminué cet après-midi.
Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα.

πέφτω

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La popularité du président baisse depuis des mois.
Η δημοτικότητα του προέδρου πέφτει εδώ και μήνες.

μειώνω, περικόπτω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πέφτω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'action a chuté (or: a baissé) en bourse aujourd'hui.
Η μετοχή έπεσε σήμερα.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre de visiteurs dans cette ville a diminué au cours des dernières années.

πέφτω

(température) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La température va tomber (or: chuter) au-dessous de zéro demain.
Οι θερμοκρασίες θα πέσουν κάτω από το μηδέν αύριο.

ρηχαίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κουρεύω, κόβω

verbe transitif (les prix) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La boutique a réduit tous ses prix de 20 %.

ρίχνω τις άμυνές μου, χαλαρώνω τις άμυνές μου

locution verbale (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a baissé la garde quand il s'est rendu compte que c'était son ami.
Έριξε (or: Χαλάρωσε) τις άμυνές του όταν κατάλαβε ότι ήταν φίλος.

τα κάνω μαντάρα, τα κάνω χάλια

ψηλά το κεφάλι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Μην τα παρατάς!

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Allez les gars, vous pouvez encore gagner ce match ! Ne vous laissez pas abattre !

αυλαία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Au baisser de rideau, le public s'est levé et a applaudi.

γίνομαι ψίθυρος

locution verbale (changement de sujet)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
John a baissé la voix en racontant l'histoire qui fait peur.

σκύβω το κεφάλι

locution verbale (κυριολεκτικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai baissé la tête pour éviter de me cogner contre le linteau.

σκύβω το κεφάλι

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'accusé a baissé la tête quand le juge a prononcé la sentence.

ρίχνω τις τιμές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Beaucoup de magasins baissent leurs prix après Noël pour essayer de maintenir les ventes.

χαμηλώνω την θερμοκρασία

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω ησυχία, μιλάω πιο σιγά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous ferions mieux de parler moins fort ou nous allons réveiller le bébé.

παραμένω θετικός

locution verbale

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

χαμηλώνω το βλέμμα μου

locution verbale (ντροπή)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Honteux, Gary a baissé les yeux quand le professeur l'a grondé.
Ο Γκάρυ χαμήλωσε το βλέμμα του ντροπιασμένος, καθώς τον μάλωνε ο δάσκαλος.

κάνω ησυχία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Parle moins fort, s'il te plaît ! Je n'arrive pas à m'entendre penser avec tout le bruit que tu fais.

ξεκουμπώνω, ανοίγω

(φερμουάρ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω, ελαττώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La crise actuelle va faire baisser le prix de l'immobilier.
Η τρέχουσα οικονομική κρίση θα ελαττώσει τις τιμές των κατοικιών.

σκυφτή θέση

verbe pronominal

Le machiniste a traversé la scène en se baissant pour ne pas être vu.

σκύψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ρίχνω την τιμή

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Amy a fait baisser le vendeur à 20 £ pour le vase.

σκύβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il s'est rapidement baissé en voyant la balle arriver.
Όταν είδε την μπάλα να κατευθύνεται κατά πάνω του, έσκυψε το κεφάλι του για να την αποφύγει.

αποπληθωρίζω

verbe transitif (αδόκιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les grands changements économiques ont fait baisser les prix du pétrole.

μειώνω κτ σε κτ, ελαττώνω κτ σε κτ

(un taux)

La Banque d'Angleterre a baissé les taux d'intérêt à 0,5 %

κατεβάζω, ρίχνω

verbe transitif (un prix) (μεταφορικά: την τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons fait baisser le prix à 45 $.
Ρίξαμε την τιμή στα 45 δολάρια.

έχω... τάση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'action se dirige vers le haut.
Η μετοχή έχει ανοδική τάση.

σκύβω

verbe pronominal (έμφαση στην κατεύθυνση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Greg se baissa pour donner une fleur à la petite fille.

συμπιέζω, συνθλίβω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les emplois sous-payés et les contrats zéro heure font baisser la croissance.

καρφώνομαι πολύ

locution verbale (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνω την τιμή

verbe transitif (Finance : un prix)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les courtiers essayaient de faire baisser les actions.

κατεβάζω

locution verbale (le prix)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του baisser στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του baisser

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.