Τι σημαίνει το beam στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beam στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beam στο Αγγλικά.

Η λέξη beam στο Αγγλικά σημαίνει ακτίνα, ακτίνα, δοκάρι, δοκός, δοκός, φέγγω, λάμπω, χαμογελάω πλατιά, μεταδίδω, πλάτος, δοκάρι, ακτίνα, κουρούνα, κεντρικό τμήμα του κέρατου στο οποίο αναπτύσσονται οι διακλαδώσεις, υνί, πλατύ χαμόγελο, δέσμη, πλάτος, μεταδίδω, διακτινίζω, στην ψηλή σκάλα, στην ψηλή σκάλα, μεγάλη σκάλα, ψηλή σκάλα, στη μεγάλη σκάλα, την ψηλή σκάλα, ακτίνα λέιζερ, κοντινά φώτα, μικρά φώτα, κοντινά φώτα, μικρά φώτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beam

ακτίνα

noun (light ray)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The room was dark except for a thin beam of light shining through a small hole in the roof.
Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, εκτός από μια λεπτή ακτίνα φωτός η οποία έμπαινε από μια μικρή τρύπα που υπήρχε στη στέγη.

ακτίνα

noun (laser light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The colorful beams at the laser light show were mesmerizing.
Οι πολύχρωμες ακτίνες στο σόου με τα λέιζερ ήταν μαγευτικές.

δοκάρι

noun (wooden support)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Construction of the house has just begun; the workers have just erected the beams.
Μόλις ξεκίνησε η κατασκευή του σπιτιού - οι εργάτες ότι τοποθέτησαν τα δοκάρια.

δοκός

noun (gym apparatus)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I find it amazing that women can do flips and pirouettes on a 4-inch wide beam without falling.
Το βρίσκω καταπληκτικό που οι γυναίκες μπορούν να κάνουν τούμπες και πιρουέτες σε μια δοκό πλάτους 4 ιντσών χωρίς να πέφτουν.

δοκός

noun (gymnastic discipline: balancing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The gymnast won gold for her performance on the beam.

φέγγω, λάμπω

intransitive verb (light: shine)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Neon lights beamed across the sky.
Τα φώτα νέον ακτινοβολούσαν (or: λαμποκοπούσαν) στον ουρανό.

χαμογελάω πλατιά

intransitive verb (figurative (smile widely)

The baby beamed at the clown's performance.
Το μωρό χαμογελούσε πλατιά βλέποντας την παράσταση του κλόουν.

μεταδίδω

transitive verb (informal (image: transmit)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Traffic came to a stop when an image of a gun was beamed onto an overpass.

πλάτος

noun (boat: widest part)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The sailing ship was smaller than one might imagine, with a beam of only twenty feet.

δοκάρι

noun (boat: support strut)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The alarm signal cause the sailor to wake with a start and hit his head on a support beam.

ακτίνα

noun (ray of light)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The calico cat slumbered on the stairs in a beam of sunlight.

κουρούνα

noun (weaving: loom part)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The weaver winds the yarn onto the beams of his loom.

κεντρικό τμήμα του κέρατου στο οποίο αναπτύσσονται οι διακλαδώσεις

noun (part of deer's antler)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The antler that Jimmy found in the woods had many branches growing from the beam.

υνί

noun (plow shaft)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The fields can't be plowed until we fix the beam.

πλατύ χαμόγελο

noun (wide smile)

Roy looked at her with a beam on his face.

δέσμη

noun (flow of particles)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Scientists measured the strength of the electron beam.

πλάτος

noun (ship width) (πλοίου)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μεταδίδω

transitive verb (transmit signal)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
With this device, we can beam our radio show all the way to China.

διακτινίζω

phrasal verb, transitive, separable (informal (science fiction: transport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στην ψηλή σκάλα

noun (headlights: brightest setting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The car coming towards us had its headlights on full beam.

στην ψηλή σκάλα

noun as adjective (headlights: on brightest setting)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
If you use full-beam headlights, you may dazzle other road users.

μεγάλη σκάλα, ψηλή σκάλα

noun (headlights: bright setting) (για τα φώτα αυτοκινήτου)

στη μεγάλη σκάλα, την ψηλή σκάλα

noun as adjective (headlights: on bright setting) (για τα φώτα αυτοκινήτου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ακτίνα λέιζερ

(physics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοντινά φώτα, μικρά φώτα

noun (headlights: dimmest setting)

The driver put the headlights on low beam so that he wouldn't dazzle other motorists.

κοντινά φώτα, μικρά φώτα

noun as adjective (headlights: on dimmest setting)

I put the headlights on their low-beam setting.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beam στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beam

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.