Τι σημαίνει το beauty στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης beauty στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του beauty στο Αγγλικά.

Η λέξη beauty στο Αγγλικά σημαίνει ομορφιά, ομορφιά, ομορφιά, ωραία, όμορφη, μια ομορφιά, ωραίο, καλό, ομορφιά, αριστούργημα, διαγωνισμός ομορφιάς, αισθητικός ιατρός, κέντρο ομορφιάς, η ομορφιά είναι υποκειμενική, Η ομορφιά είναι επιφανειακή., η ομορφιά φαίνεται στην ψυχή, διαγωνισμός ομορφιάς, ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικής, βασίλισσα της ομορφιάς, ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικής, σχολή αισθητικής, κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος, ύπνος ομορφιάς, ύπνος ομορφιάς, ελιά, τοπίο φυσικής ομορφιάς, αισθητικός, κούρα ομορφιάς, τυπική καλλονή, κλασική ομορφιά, καλλονή, ύψιστο κάλλος, εσωτερική ομορφιά, φυσική ομορφιά, καλλονή, φυσική ομορφιά, Ωραία Κοιμωμένη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης beauty

ομορφιά

noun (that which is beautiful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is beauty in the woods in wintertime.
Τα δάση τον χειμώνα έχουν πολλή ομορφιά.

ομορφιά

noun (quality) (ιδιότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
There is great beauty in the poetry of Shakespeare.
Υπάρχει μεγάλη ομορφιά στα έργα του Σέξπιρ.

ομορφιά

noun (charm, grace)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The painting had a certain primitive beauty.
Η ζωγραφιά είχε μια συγκεκριμένη πρωτόγονη ομορφιά.

ωραία, όμορφη

noun (beautiful woman)

She was one of the beauties of her age.
Ήταν μια από τις όμορφες της εποχής της.

μια ομορφιά

noun (outstanding thing)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
That horse is a beauty.

ωραίο, καλό

noun (figurative (certain advantage)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The beauty of the job is the short working hours.

ομορφιά

noun (ironic (sarcastic: [sth] special) (ειρωνικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
That's a real beauty of a wart.

αριστούργημα

noun ([sth] impressive)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The painting is a thing of beauty.

διαγωνισμός ομορφιάς

noun (competition: attractiveness)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αισθητικός ιατρός

noun (performs cosmetic treatments) (ανεπίσημο)

κέντρο ομορφιάς

noun (health spa)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η ομορφιά είναι υποκειμενική

expression (beauty is subjective)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Η ομορφιά είναι επιφανειακή.

expression (physical beauty is superficial)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

η ομορφιά φαίνεται στην ψυχή

expression (Moral virtues produce real beauty.)

διαγωνισμός ομορφιάς

noun (beauty contest)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
The young girls competed for first place in the beauty pageant.

ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικής

noun (shop: cosmetic treatments)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
I went to the beauty parlor to get a perm.

βασίλισσα της ομορφιάς

noun (woman: wins beauty contest)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
When Angela was a little girl, she wanted to be a beauty queen.

ινστιτούτο αισθητικής, κέντρο αισθητικής

noun (shop offering cosmetic treatments)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
She goes to the beauty salon nearly every week for a facial and a manicure. My aunt went to the beauty salon to have her hair and nails done.
Σχεδόν κάθε εβδομάδα, πηγαίνει στο ινστιτούτο αισθητικής για καθαρισμό προσώπου και μανικιούρ.

σχολή αισθητικής

noun (trains hair stylists, etc.)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοντινό πλάνο μοντέλου που εικονίζει τη χρήση του προϊόντος

noun (TV commercial: product close-up)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ύπνος ομορφιάς

noun (sleep before midnight for beauty)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ύπνος ομορφιάς

noun (extra rest)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ελιά

noun (UK (mole on the face) (μεταφορικά: στο σώμα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τοπίο φυσικής ομορφιάς

noun (place of natural beauty)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αισθητικός

noun (does facials, manicures, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

κούρα ομορφιάς

noun (cosmetic procedure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τυπική καλλονή

noun (woman: attractive)

She wasn't a classic beauty but she had a lovely smile.
Δεν ήταν ακριβώς ωραία, αλλά είχε όμορφο χαμόγελο.

κλασική ομορφιά

noun (quality: attractiveness)

καλλονή

noun (very beautiful woman)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His wife was a great beauty.

ύψιστο κάλλος

noun (immense physical attractiveness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The people admired the great beauty of the statue.

εσωτερική ομορφιά

noun (attractive personality)

She may not be the best-looking girl, but at least she has inner beauty.

φυσική ομορφιά

noun (attractiveness without cosmetics)

With natural beauty like hers, who needs cosmetics?

καλλονή

noun (woman who is naturally beautiful)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
As a natural beauty, she never had to work hard to look good.

φυσική ομορφιά

noun (beauty of nature)

Ωραία Κοιμωμένη

noun (fairytale character)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του beauty στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του beauty

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.