Τι σημαίνει το bonne στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bonne στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bonne στο Γαλλικά.
Η λέξη bonne στο Γαλλικά σημαίνει καλό, καλός, σωστός, κουπόνι, καλός, σωστός, κουπόνι, καλός, καλός, κάνω καλό, καλός, καλός, σωστός, καλός, καλός, καλός, φρέσκος, ωραίος, καλός, καλός, γόνιμος, καλός, αφοσιωμένος, έγκυρος, κατάλληλος, σωστός, σωστός, μέσα, Ωραία, αξία, Τότε λοιπόν, κουπόνι, σίγουρος, τώρα, λοιπόν, λοιπόν, εύγευστος, καλός, καλόκαρδος, δε βαριέσαι, επιδέξιος, ικανός, αναμένεται, ευνοϊκός, αίσιος, ευμενής, ευοίωνος, ευχάριστος, πεντανόστιμος, νοστιμότατος, δυνατός, ισχυρός, ιδανικός, κατάλληλος, αληθινός, πραγματικός, εντάξει, καλά, φοβερός, τρομερός, δίκαιος, ωραίος, καλός, σωστός, ολόκληρος, κατάλληλος, ικανός, γενναιόδωρος, καλός, ωραίος, πεντανόστιμος, έτοιμος, εντάξει, σωστός, ήρωας, καλός, καυτός, γαμήσαμπλ, αστείο, υπηρέτρια, υπηρέτης, υπηρέτρια, καλό, είμαι καλός σε κτ, είμαι καλός σε κτ, κάνω για κτ, είμαι καλός με κπ, φτηνός, γρήγορα, σβέλτα, γαμώτο!, γαμώτο μου!, καλημέρα, πλεονέκτημα, αποφασιστικότητα, καλοφαγάς, ευχάριστος χαρακτήρας, καλή γειτονία, γουρούνιασμα, περιδρόμιασμα, άχρηστος, λογικότητα, δίκαιος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bonne
καλό(κάνει) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) À quoi bon poser toutes ces questions si personne n'y répond ? |
καλόςadjectif (καλύτερος από μέτριος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a travaillé dur pour obtenir de bonnes notes cette année. Μελέτησε σκληρά και πήρε καλούς βαθμούς φέτος. |
σωστός(réponse,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quelle est la bonne réponse à cette question ? Ποια είναι η σωστή απάντηση σε αυτή την ερώτηση; |
κουπόνιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Voici un bon (or: coupon) pour un paquet gratuit de céréales. |
καλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une bonne opportunité. Tu devrais la saisir. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Για αύριο προβλέπεται καλός καιρός. |
σωστόςadjectif (façon,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce n'est pas la bonne façon de mettre la table. Tu as mis les verres du mauvais côté des couverts. Δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος για το στρώσιμο του τραπεζιού. Έβαλες τα ποτήρια στη λάθος πλευρά του σερβίτσιου. |
κουπόνιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La carte de membre inclut un bon (or: coupon) de 20% de réduction. |
καλόςnom masculin (dans les fictions) (ταινία, βιβλίο κλπ) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Quasiment tous les grands films incluent des bons et des méchants. |
καλός(για κάποιον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'huile de foie de morue serait bonne pour toi. Υποτίθεται πως το μουρουνέλαιο κάνει καλό. |
κάνω καλό
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marcher au moins trente minutes par jour est bon pour la santé. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ποιος είπε ότι ο πόνος είναι ευεργετικός για την ψυχή; |
καλός(χαρακτήρας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un homme bon. Είναι καλός άνθρωπος. |
καλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est une très bonne comptable. Είναι πολύ καλή λογίστρια. |
σωστόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Bonne réponse ! Σωστή απάντηση! |
καλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu as ruiné la bonne réputation de notre famille. |
καλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a bon goût en matière de vins. |
καλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il faut parler dans ma bonne oreille si tu veux que j'entende. |
φρέσκος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce lait est-il encore bon ? Αυτό το γάλα είναι ακόμα φρέσκο; |
ωραίοςadjectif (goût) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette pomme est vraiment bonne. |
καλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces actions ont été un bon investissement. |
καλός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cette maison a besoin d'un bon nettoyage. |
γόνιμοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y a de bonnes terres dans cette partie du pays. |
καλόςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est un bon Catholique. |
αφοσιωμένοςadjectif (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) C'est un bon syndicaliste. |
έγκυροςadjectif (Sports : balle,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Son premier service était bon. |
κατάλληλος, σωστός(moment,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'est le bon moment pour commencer un nouveau boulot. |
σωστόςadjectif (endroit,...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est toujours au bon endroit au bon moment. |
μέσα(Sports : balle) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La balle était dedans ! Elle a gagné le match ! |
Ωραία
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Alors ! Qui va faire le café ? |
αξία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il y a beaucoup de bonnes choses dans cette idée. |
Τότε λοιπόνinterjection (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Bon. Si c'est ce que tu veux... |
κουπόνιnom masculin (coupon) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Un bon dans le journal local permettait d'obtenir deux repas pour le prix d'un au nouveau restaurant français. Η τοπική εφημερίδα πρόσφερε ένα κουπόνι για δύο γεύματα στην τιμή του ενός στο νέο γαλλικό εστιατόριο. |
σίγουροςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce cheval est un bon choix. |
τώραadverbe (εμφατικός τύπος) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Bon, soyez sages ! Καθίστε φρόνιμα. Τώρα! |
λοιπόνinterjection (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Bon, en quoi puis-je être utile désormais ? |
λοιπόνinterjection (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Bon, je vais voir ce que je peux faire. |
εύγευστος(nourriture) (επίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les apéritifs étaient chers mais très bons. Τα ορεκτικά ήταν ακριβά αλλά πολύ νόστιμα. |
καλός(nourriture surtout) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Est-ce que ma choucroute est bonne ? ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Δε νομίζω ότι οι τελευταίες ταινίες του ήταν καλές. |
καλόκαρδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δε βαριέσαιinterjection (familier) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
επιδέξιος, ικανός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu peux m'aider à rouler cette pâtisserie ? Il paraît que tu es bon en cuisine. |
αναμένεταιadjectif (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) Il est bon pour une promotion au printemps. Αναμένεται να λάβει προαγωγή την άνοιξη. |
ευνοϊκός, αίσιος, ευμενής, ευοίωνοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sa bonne prestation pourrait lui faire gagner une place dans l'équipe. |
ευχάριστοςadjectif (musique...) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πεντανόστιμος, νοστιμότατος(nourriture) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) À la fête, il y avait du fromage à tartiner délicieux. Στο πάρτυ προσφέρθηκε ένα πεντανόστιμο ντιπ τυριού. |
δυνατός, ισχυρός(santé) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) J'ai un bon système immunitaire. Έχω ισχυρό ανοσοποιητικό σύστημα. |
ιδανικός, κατάλληλοςadjectif (moment) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Cela semblait un bon moment pour annoncer ses projets à ses parents. Είχε έρθει η ώρα να μιλήσει στους γονείς του για τα σχέδιά του. |
αληθινός, πραγματικόςadjectif (selon les attentes) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a prouvé que c'était une bonne infirmière et qu'elle avait la vocation. Απέδειξε ότι είναι γεννημένη νοσοκόμα και ότι έχει ταλέντο σε αυτό. |
εντάξει, καλάadjectif (fonctionne bien) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tout est bon avec la construction. Όλα είναι εντάξει με την κατασκευή. |
φοβερός, τρομερός(μτφ: σε κτ, στο να κάνω κτ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est bonne aux mots croisés. Δεν παίζεται στα σταυρόλεξα. |
δίκαιοςadjectif (légitime) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle a de bonnes raisons de se plaindre. |
ωραίος, καλός, σωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce fut un bon moyen de réduire la tension dans le groupe. |
ολόκληροςadjectif (figuré : somme) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Les voleurs s'en sont tirés avec un bon million. |
κατάλληλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ce n'est pas le bon moment pour poser ce type de questions. |
ικανόςadjectif (compétences) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lance est un bon défenseur. |
γενναιόδωροςadjectif (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il lui donna une bonne portion de pommes de terre. |
καλός, ωραίοςadjectif (plaisanterie) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il a raconté une bonne plaisanterie et tout le monde a ri. |
πεντανόστιμος(nourriture) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έτοιμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ces bottes sont bonnes pour la poubelle. |
εντάξει
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Vous êtes garé en face ? C'est bien. Πάρκαρες στο απέναντι πεζοδρόμιο; Εντάξει. |
σωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le chef cuisinier a montré la façon correcte de retirer la peau du poulet. Ο σεφ έκανε μια επίδειξη του σωστού τρόπου γδαρσίματος του κοτόπουλου. |
ήρωας, καλός(λογοτεχνία, φαντασία) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Mais qui sont les gentils et qui sont les méchants ? |
καυτός(familier) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elle est vraiment sexy, tu ne trouves pas ? |
γαμήσαμπλ(très familier, vulgaire : femme) (αργκό, χυδαίο) (άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αστείοnom féminin (blague, plaisanterie : familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il en a sorti une bonne l'autre jour. |
υπηρέτριαnom féminin (domestique) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La gouvernante dit à la bonne de nettoyer la cuisine. |
υπηρέτης, υπηρέτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Avant la Seconde Guerre mondiale, beaucoup de foyers britanniques avaient des domestiques. Πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, πολλά νοικοκυριά στο Ηνωμένο Βασίλειο είχαν υπηρέτες. |
καλό
Il y a toujours une part de bien dans un individu. |
είμαι καλός σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι καλός σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ma frangine est bonne en maths, mais je suis meilleur en langues. |
κάνω για κτ
Ce vieux canapé usé est bon pour la poubelle. |
είμαι καλός με κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φτηνόςadjectif (quartier) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Marion achète des maisons dans des quartiers populaires, puis les vend après les avoir rénovées. |
γρήγορα, σβέλτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
γαμώτο!, γαμώτο μου!(très familier) (καθομ, χυδαίο) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Arrête de m'interrompre, merde ! Σταμάτα να με διακόπτεις, γαμώτο! |
καλημέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Bonjour ! Tu es bien matinal aujourd'hui ! Καλημέρα! Πρωί-πρωί σηκώθηκες σήμερα! |
πλεονέκτημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il y a plusieurs avantages à fréquenter une université prestigieuse. Υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να φοιτά κανείς σε ένα πανεπιστήμιο υψηλού κύρους. |
αποφασιστικότητα(familier) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλοφαγάς(φαγητό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ευχάριστος χαρακτήρας(anglicisme) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Elle a fini troisième mais a été très fair-play et n'a pas râlé. |
καλή γειτονία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γουρούνιασμα, περιδρόμιασμα(αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άχρηστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Το αυτοκίνητο της Κάρεν ήταν σκουπίδι και ήθελε ένα καινούριο. |
λογικότητα(ιδέας) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Est-ce que tu remets en question la raison de ma décision de me marier ? Αμφισβητείς τη λογικότητα της απόφασής μου να παντρευτώ; |
δίκαιος(anglicisme) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bonne στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του bonne
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.