Τι σημαίνει το bundle στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bundle στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bundle στο Αγγλικά.
Η λέξη bundle στο Αγγλικά σημαίνει δέσμη, δεσμίδα, δέμα, τυλίγω, σετ, τρελά λεφτά, δέσμη, δεσμίδα, δέσμη, δέσμη αγγειακών, γεννάω, γεννώ, κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μου, φεύγω, βγαίνω, μπαίνω, πουλάω μαζί ως σύνολο, σπρώχνω, τυλίγω, ντύνομαι ζεστά, μωρό, μωράκι, νευρικός, κοστίζω μια περιουσία, βγάζω μια περιουσία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bundle
δέσμη, δεσμίδαnoun (bunch, group) (επίσημο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The professor carried a bundle of papers to his office. Ο καθηγητής κουβάλησε ένα μάτσο χαρτιά στο γραφείο του. |
δέμαnoun ([sth] wrapped for transport) (κλειστό πακέτο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) George put the bundle of firewood in the trunk of his car. Ο Τζορτζ έβαλε το δέμα με τα καυσόξυλα στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου του. |
τυλίγωtransitive verb (wrap together) (ώστε να μη φαίνονται) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The steaks were bundled in sheets of brown paper and tied with twine. Τα φιλέτα ήταν τυλιγμένα σε κόλλες καφέ χαρτιού και ήταν δεμένα με σπάγκο. |
σετnoun (items sold together) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) The console is sold as a bundle along with three games. |
τρελά λεφτάnoun (slang, figurative (lots of money) (μεταφορικά, αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Max made a bundle off that deal! |
δέσμη, δεσμίδαnoun (wad: of paper money) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) A bundle of cash bulged in the man's breast pocket. |
δέσμηnoun (biology: strands of tissue) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nerves are grouped in bundles. |
δέσμη αγγειακώνnoun (vascular bundle) (ιατρική) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Vascular bundles transport nutrients to parts of a plant. |
γεννάω, γεννώintransitive verb (NZ, slang (give birth) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κοιμάμαι στο ίδιο κρεββάτι με κπ χωρίς να βγάλω τα ρούχα μουintransitive verb (sleep in bed of betrothed) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φεύγω(leave unceremoniously) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The meeting was over and everyone bundled off to get on with their various tasks. |
βγαίνω(exit unceremoniously) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The train pulled up at the platform and all the passengers bundled out. |
μπαίνω(enter unceremoniously) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The room was small and it was a bit of a squash, but everyone bundled in. |
πουλάω μαζί ως σύνολοtransitive verb (group products for sale) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) If you bundle the toy truck, the metal sign, and the antique lamp, I'll give you $200. Αν μου δώσεις το φορτηγάκι, τη μεταλλική ταμπέλα και τη λάμπα αντίκα σου δίνω 200 δολάρια. |
σπρώχνω(push quickly) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τυλίγωphrasal verb, transitive, separable (wrap together) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The man bundled up my fish and chips in newspaper. Ο άντρας τύλιξε το ψάρι με τις πατάτες μου σε εφημερίδα. |
ντύνομαι ζεστάphrasal verb, intransitive (slang (dress warmly) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is best to bundle up before going out into cold weather. Καλύτερα να ντυθείς ζεστά πριν βγεις έξω στο κρύο. |
μωρό, μωράκιnoun (informal (baby) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
νευρικόςnoun (informal (very nervous person) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You're a bundle of nerves, calm down! |
κοστίζω μια περιουσίαverbal expression (informal (cost a lot of money) |
βγάζω μια περιουσίαverbal expression (informal (earn a lot of money) (μεταφορικά) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bundle στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bundle
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.