Τι σημαίνει το cámara στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cámara στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cámara στο ισπανικά.

Η λέξη cámara στο ισπανικά σημαίνει αίθουσα συνεδριάσεων, σαμπρέλα ελαστικού, νομοθετικό σώμα, επιμελητήριο, θάλαμος, γραφείο δικαστή, εικονολήπτης, οπερατέρ, στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ., συσκευή λήψης εικόνας, σαμπρέλα, ασκός, αίθουσα, φωτογραφική μηχανή, κάμερα, βιντεοκάμερα, κάμερα, βιντεοκάμερα, κάμερα υπολογιστή, γέφυρα, Βουλή των Κοινοτήτων, φορητή κάμερα, στην κάμερα, time-lapse, σε αργή κίνηση, γραφείο συμψηφισμού, κλίβανος, φούρνος, θησαυροφυλάκιο, αίθουσα αξιωματικών, εμπορικό επιμελητήριο, θάλαμος αερίων, Βουλή των Κοινοτήτων, Βουλή των Λόρδων, Βουλή των Αντιπροσώπων, οργανισμός εμπορίου, φωτογραφική μηχανή, κάμερα, γωνία λήψης, μουσική δωματίου, ορχήστρα μουσικής δωματίου, θάλαμος αερίων, καταψύκτης, κινηματογραφική μηχανή λήψης, κινηματογραφική μηχανή λήψης, παραβάν, ακρόαση, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, σηπτικός βόθρος, τηλεοπτική κάμερα, παραβάν, αργή κίνηση, χρηματοκιβώτιο τράπεζας, θήκη για κάμερα, ψηφιακή βιντεοκάμερα, ψηφιακή φωτογραφική μηχανή, θάλαμος ανάπτυξης, κρυφή κάμερα, κάμερα ασφαλείας, υποβρύχια φωτογραφική μηχανή, φωτογραφική μηχανή μονοοπτικού ρεφλέξ, ψηφιακή μονοoπτική κάμερα ρεφλέξ, θάλαμος καύσης, κάμερα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης, αργή κίνηση, κοντινό πλάνο του ομιλητή, αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ, στην κάμερα, θησαυροφυλάκιο, αεροφράκτης, ακόλουθος, συνοδός, Βουλή των Αντιπροσώπων, Βουλή των Κοινοτήτων, σε αργή κίνηση, βαλές, βουλευτής που είναι συχνά απών, Πρόεδρος, κρυφή κάμερα, διπλός τοίχος με διάκενο, κάτω βουλή, υπηρέτης, αεροστεγής θάλαμος, θησαυροφυλάκιο, ισόβιος ευγενής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cámara

αίθουσα συνεδριάσεων

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
El Parlamento del Reino Unido tiene dos cámaras.

σαμπρέλα ελαστικού

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Algunos ciclistas llevan una cámara de repuesto para poder cambiarla en el caso de que ocurriera una pinchadura.

νομοθετικό σώμα

nombre femenino (parlamento)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Muchos parlamentos tienen una cámara alta y una cámara baja.

επιμελητήριο

nombre femenino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θάλαμος

nombre femenino (ανατομία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Una de las cámaras superiores del corazón es el atrio.

γραφείο δικαστή

(de un juez)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εικονολήπτης

(persona)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

οπερατέρ

nombre común en cuanto al género (ES, AR)

στενός χώρος σε κτίρια που δίνει πρόσβαση στα δίκτυα ύδρευσης, αποχέτευσης κλπ.

nombre femenino

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El fontanero tuvo que entrar en la cámara bajo la casa para fijar las cañerías.

συσκευή λήψης εικόνας

nombre femenino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σαμπρέλα

(neumático)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Necesitas inflar la cámara para que los neumáticos alcancen la presión adecuada.

ασκός

nombre femenino (που μπορεί να φουσκωθεί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La cámara interior mantiene el dispositivo a flote.

αίθουσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El Parlamento Británico está en la Casa de los Comunes.

φωτογραφική μηχανή

(συσκευή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se trajo su cámara fotográfica para tomar algunas fotos.
Έφερε τη φωτογραφική της μηχανή για να βγάλει μερικές φωτογραφίες.

κάμερα, βιντεοκάμερα

(συσκευή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Compraron una cámara de vídeo para filmar los primeros pasos del bebé.
Έφεραν την κάμερα (or: βιντεοκάμερα) για να μαγνητοσκοπήσουν τα πρώτα βήματα του μωρού.

κάμερα

(τηλεόραση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El locutor habló a cámara.
Ο παρουσιαστής μίλησε στην κάμερα.

βιντεοκάμερα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάμερα υπολογιστή

(voz inglesa)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

γέφυρα

(μεταφορικά: πλοίου)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Βουλή των Κοινοτήτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φορητή κάμερα

(coloquial)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Las filmadoras amateurs que se venden hoy en día son sólo digitales.

στην κάμερα

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

time-lapse

(Fotografía)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σε αργή κίνηση

locución adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Volvió a pasar el video, esta vez en cámara lenta. Lo volvimos a ver en cámara lenta para detectar el momento en que le hicieron la falta al jugador.

γραφείο συμψηφισμού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κλίβανος, φούρνος

(καύση)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

θησαυροφυλάκιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αίθουσα αξιωματικών

locución nominal femenina (πολεμικό πλοίο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εμπορικό επιμελητήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La cámara de comercio local se reúne el primer martes de cada mes.

θάλαμος αερίων

nombre femenino (εκτέλεσε)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Fue condenado a la cámara de gas.

Βουλή των Κοινοτήτων

locución nominal femenina (Ηνωμένο Βασίλειο)

El miembro del parlamento del norte de Durham lideró el debate en la Cámara de los Comunes.

Βουλή των Λόρδων

(Ηνωμένο Βασίλειο)

El Partido Laborista quiere reemplazar la Cámara de los Lores con un senado electo.

Βουλή των Αντιπροσώπων

nombre propio femenino

οργανισμός εμπορίου

locución nominal femenina

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φωτογραφική μηχανή, κάμερα

(ES)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La invención de la cámara compacta significó que todos podían ser fotógrafos.

γωνία λήψης

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μουσική δωματίου

nombre femenino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ορχήστρα μουσικής δωματίου

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

θάλαμος αερίων

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καταψύκτης

(industrial)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κινηματογραφική μηχανή λήψης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Me encantaría tener una cámara de cine pero ni siquiera sé manejar la de fotos.

κινηματογραφική μηχανή λήψης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lawrence de Arabia fue filmada con una cámara de cine de 35 mm.

παραβάν

(AR) (εκλογικού κέντρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El hombre me dio una boleta, y entré en el cuarto oscuro.

ακρόαση

locución nominal femenina

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Después de una extensa jornada de pruebas de cámara se seleccionó a la actriz para el rol protagónico.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución nominal femenina

La Cámara de los Lores es la cámara baja del Parlamento británico.

σηπτικός βόθρος

locución nominal femenina

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Las cámaras sépticas se usan en comunidades que no están directamente conectadas a la tubería de aguas residuales.

τηλεοπτική κάμερα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
No me gustó mucho la grabación en directo porque siempre había una cámara en mi camino.

παραβάν

(AR) (εκλογικού κέντρου)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Un cuarto oscuro es un lugar cerrado y privado como del tamaño de una cabina telefónica.

αργή κίνηση

locución nominal femenina

El director usa la cámara lenta para mostrar la belleza en los movimientos de todos los días.

χρηματοκιβώτιο τράπεζας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Puedes utilizar las cajas de seguridad de la cámara acorazada del banco para guardar tu documentación valiosa de forma segura.

θήκη για κάμερα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Cuando viajo guardo algo de efectivo extra en la funda de la cámara.

ψηφιακή βιντεοκάμερα

locución nominal femenina

Ayer compré una cámara de video digital.

ψηφιακή φωτογραφική μηχανή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Usé mi cámara digital para grabar el discurso de mi amiga.

θάλαμος ανάπτυξης

nombre femenino

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El experimento incluía colocar las cajas de Petri con las semillas en la cámara de crecimiento durante seis días completos.

κρυφή κάμερα

κάμερα ασφαλείας

(σε δημόσιους χώρους)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

υποβρύχια φωτογραφική μηχανή

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φωτογραφική μηχανή μονοοπτικού ρεφλέξ

locución nominal masculina

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ψηφιακή μονοoπτική κάμερα ρεφλέξ

locución nominal femenina (φωτογραφική μηχανή)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

θάλαμος καύσης

locución nominal femenina

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάμερα κλειστού κυκλώματος τηλεόρασης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αργή κίνηση

locución nominal femenina

κοντινό πλάνο του ομιλητή

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αλλάζω πλάνο και δείχνω κπ/κτ

locución verbal (cine)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στην κάμερα

locución adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θησαυροφυλάκιο

(banco)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El director del banco abrió la cámara acorazada.
Ο διευθυντής της τράπεζας ξεκλείδωσε το θησαυροφυλάκιο.

αεροφράκτης

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ακόλουθος, συνοδός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Βουλή των Αντιπροσώπων

nombre propio femenino

Βουλή των Κοινοτήτων

locución nominal femenina (Ηνωμένο Βασίλειο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σε αργή κίνηση

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βαλές

locución nominal común en cuanto al género (παλαιότερος τύπος)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Geoffrey fue ayuda de cámara en la corte del rey Eduardo III.

βουλευτής που είναι συχνά απών

(Μεγάλη Βρετανία)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Πρόεδρος

locución nominal con flexión de género (π.χ. της Βουλής)

El presidente de la Cámara de los Comunes instó al Parlamento a discutir un asunto muy urgente.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Πρόεδρος ανακάλεσε το κοινοβούλιο για να συζητήσουν ένα επείγον θέμα.

κρυφή κάμερα

διπλός τοίχος με διάκενο

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

κάτω βουλή

υπηρέτης

nombre masculino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El ayuda de cámara de lord Peter Wimsey se llamaba Bunter.
Ο υπηρέτης του Λόρδου Πίτερ Γουίμσι λεγόταν Μπάντερ.

αεροστεγής θάλαμος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
El buceador permaneció dos horas en la cámara de descompresión para evitar la aeroembolia.
Ο δύτης παρέμεινε στον αεροστεγή θάλαμο για δύο ώρες για να αποφύγει τις στροφές.

θησαυροφυλάκιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El rey fue a la cámara del tesoro a contar su oro.

ισόβιος ευγενής

locución nominal común en cuanto al género

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cámara στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Σχετικές λέξεις του cámara

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.