Τι σημαίνει το city στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης city στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του city στο Αγγλικά.

Η λέξη city στο Αγγλικά σημαίνει πόλη, της πόλης, πόλη, αυτόνομος δήμος, αστικό κέντρο, το Σίτι, μεγαλούπολη, οικοδομικό τετράγωνο, οικοδομικό τετράγωνο, πρωτεύουσα, οικοδομικό τετράγωνο, ταξίδι σε πόλη, κέντρο, δημοτικός υπάλληλος, δημοτική υπάλληλος, δημοτικό συμβούλιο, δημοτικός σύμβουλος, δημοτική σύμβουλος, πολιτικό δικαστήριο, κάτοικος πόλης, άνθρωποι των πόλεων, κορίτσι της πόλης, Δημοτική Αρχή, δημαρχείο, ζωή στην πόλη, ζωή της πόλης, όρια της πόλης, πολιτικός μηχανικός, πολεοδομία, πρωτευουσιάνος, πρωτευουσιάνα, τείχη της πόλης, πόλη-κράτος, Γουατεμάλα, κέντρο, κέντρο, του κέντρου, από υποβαθμισμένη περιοχή, πόλη του Μεξικό, Νέα Υόρκη, Νέα Υόρκη, πόλη-λιμάνι, Κεμπέκ, αδελφή πόλη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης city

πόλη

noun (large town)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Bruce wants to find a job in the city.
Ο Μπρους θέλει να βρει δουλειά στην πόλη.

της πόλης

noun as adjective (of a city, urban)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The city lights were bright.
Τα φώτα της πόλης ήταν έντονα.

πόλη

noun (inhabitants of a city)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Half of the city came to the demonstration.
Η μισή πόλη ήρθε στη διαδήλωση.

αυτόνομος δήμος

noun (US (legal designation)

The town has been an incorporated city since 1842.
Η κωμόπολη αποτελεί αυτόνομο δήμο από το 1842.

αστικό κέντρο

noun (metropolitan center)

We're going to the City to see a show at the weekend.

το Σίτι

noun (financial area of London)

μεγαλούπολη

noun (large urban centre)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tokyo is a big city.

οικοδομικό τετράγωνο

noun (US (street section)

The grocer's shop is on the same block as the pharmacy.
Το μανάβικο είναι στο ίδιο τετράγωνο με το φαρμακείο.

οικοδομικό τετράγωνο

noun (US (square enclosed by streets)

The new building will cover the entire city block.
Το νέο κτίριο θα καταλαμβάνει ολόκληρο το οικοδομικό τετράγωνο.

πρωτεύουσα

noun (country's main town)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The capital city of England is London.
Η πρωτεύουσα της Αγγλίας είναι το Λονδίνο.

οικοδομικό τετράγωνο

noun (area surrounded by streets)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
That limousine looks like it's almost a city-block long.

ταξίδι σε πόλη

noun (short holiday in a city or town)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κέντρο

noun (town: central area)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I don't want to drive through the city center in rush hour.
Δε θέλω να οδηγώ στο κέντρο σε ώρες αιχμής.

δημοτικός υπάλληλος, δημοτική υπάλληλος

(city official)

δημοτικό συμβούλιο

noun (law-making committee of a city)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The city council is responsible for keeping the city's streets clean.

δημοτικός σύμβουλος

noun (US (local councilor)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Part of my job as city councilman is to voice opposition to the mayor's constant waste of taxpayer money.
Μέρος της δουλειάς μου ως δημοτικός σύμβουλος είναι να εκφράζω την αντίθεσή μου στη συνεχή σπατάλη των χρημάτων των φορολογουμένων από τον δήμαρχο.

δημοτική σύμβουλος

(US (female local councilor)

πολιτικό δικαστήριο

noun (US (civil court, local court)

κάτοικος πόλης

noun ([sb] who lives in a town or city)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Many city dwellers live in tiny apartments without garages.

άνθρωποι των πόλεων

plural noun (people who live in towns)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Country folk are more friendly than city folk.

κορίτσι της πόλης

noun (young woman from urban area)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Δημοτική Αρχή

noun (municipal authority)

δημαρχείο

noun (US (seat of municipal government)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζωή στην πόλη, ζωή της πόλης

noun (urban lifestyle)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I prefer the high energy of city life to the calm of the country.

όρια της πόλης

plural noun (boundaries of an urban area)

My house is just outside the city limits, so I don't get the services the city provides.

πολιτικός μηχανικός

noun ([sb] who designs urban spaces)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
We have generations of city planners to thank for all the green spaces in our city.

πολεοδομία

noun (urban development)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρωτευουσιάνος, πρωτευουσιάνα

noun (US, informal, usually pejorative (urban person) (μειωτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
We all laughed when the city slicker ran terrified from our old cow.

τείχη της πόλης

plural noun (fortification around a town)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πόλη-κράτος

noun (autonomous city)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Vatican City is a present-day example of a city-state.

Γουατεμάλα

noun (city: capital of Guatemala) (πόλη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sonia's mother is originally from the city of Guatemala.

κέντρο

noun (ghetto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Schools in inner cities are often blighted by violence and low academic achievement.
Τα σχολεία του κέντρου συνήθως πλήττονται από βία και χαμηλές ακαδημαϊκές αποδόσεις.

κέντρο

noun (central part of town)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

του κέντρου

adjective (downtown)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

από υποβαθμισμένη περιοχή

adjective (of low-income city district)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πόλη του Μεξικό

noun (capital city of Mexico)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Some of Diego Rivera's best murals are in museums in Mexico City.

Νέα Υόρκη

noun (largest US city) (πόλη)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)
New York City is widely known as The Big Apple.

Νέα Υόρκη

noun (initialism (New York City)

(κύριο ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. Μαρία, Ελλάδα, Ελληνίδα κλπ.)

πόλη-λιμάνι

noun (town with a harbour)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Although Porto Novo is the capital, Cotonou is the main port city of Benin.

Κεμπέκ

noun (French Canadian capital)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)
American tourists in Quebec City experience the feel of an old European city without the cost of airfare.

αδελφή πόλη

noun (town twinned with another)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Our sister city is in Germany.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του city στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του city

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.