Τι σημαίνει το cling στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cling στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cling στο Αγγλικά.
Η λέξη cling στο Αγγλικά σημαίνει κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά, κολλάω, κολλώ, είμαι προσκολλημένος, είμαι κολλητός, κρατιέμαι σφικτά, προσκολλώμαι σε κτ, πλαστική μεμβράνη, στατικός ηλεκτρισμός στα ρούχα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cling
κρατάω σφιχτά, κρατάω γερά(hold tightly) Knowing they would soon have to part, the lovers clung to one another. Ξέροντας πως σε λίγο θα έπρεπε να χωρίσουν οι εραστές κρατούσαν σφικτά ο ένας τον άλλο. |
κολλάω, κολλώ(figurative (to [sth], [sb]: emotionally) (μεταφορικά: σε κπ/κτ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I don't like the way Roger's new girlfriend clings to him. Δε μου αρέσει ο τρόπος που η νέα κοπέλα του Ρότζερ είναι προσκολλημένη πάνω του. |
είμαι προσκολλημένος(figurative (belief: be faithful) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) No matter what happens, religious people cling to their beliefs. Ό, τι και να συμβεί, οι θρησκευόμενοι μένουν προσκολλημένοι στα πιστεύω τους. |
είμαι κολλητόςintransitive verb (clothing, etc.: stick, be tight) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) I don't like how my new dress clings. Δε μου αρέσει όπως κολλάει πάνω μου το νέο μου φόρεμα. |
κρατιέμαι σφικτάphrasal verb, intransitive (hold tightly) When I went around a corner quickly on my motorcycle, my passenger was clinging on for dear life. |
προσκολλώμαι σε κτphrasal verb, transitive, inseparable (hold tightly) |
πλαστική μεμβράνηnoun (transparent film for wrapping food) |
στατικός ηλεκτρισμός στα ρούχαnoun (electricity that makes clothing stick) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cling στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του cling
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.