Τι σημαίνει το coda στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης coda στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coda στο Ιταλικό.
Η λέξη coda στο Ιταλικό σημαίνει ουρά, ουρά, ουρά, σειρά, ουρά, ουρά, πίσω μέρος, κόντα, ουρά, το πίσω μέρος, το πίσω άκρο, τελευταίο μέρος, μποτιλιάρισμα, ουρά, έξοδος, μποτιλιάρισμα, σειρά, ουρά, τέλος, κλείσιμο, τελικός, αλογοουρά, ούριος, φαύλος κύκλος, σουβλόπαπια, που έχει φουντωτή ουρά, με μακριά ουρά, με την άκρη του ματιού μου, αυτός που έχει μείνει πίσω, μοσχαρίσια ουρά, από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουρά, είδος κουνελιού, του γένους των συλβιλαγών, εκουιζέτο, ελάφι, άλογο με κομμένη ουρά, πιάνο με κοντή ουρά, πιάνο με κοντή ουρά, πιάνο με ουρά, πιάνο με ουρά, ιππουρίδα, ερώτηση ηχώ, είδος αετού, ουρά εισιτηρίων, ουρά, ψητά οπίσθια πουλερικού, Pseudocheirus peregrinus, ουρά εκτύπωσης, οριζόντιος σταθεροποιητής, Odocoileus virginianus, σκαρπίνια, τίτλοι, ακολουθώ, χώνομαι μπροστά από, μπαίνω στην ουρά, σχηματίζω ουρά, κουμπώνω, κάνω σκαμπίλια, περιμένω στην ουρά, με... ουρά, αντρικά παπούτσια με χαρακτηριστικό τελείωμα στη μύτη, κομμένη ουρά, ασυναρτησία, μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα, κόψιμο, είδος μαρσιποφόρου ζώου, με ουρά, φράκο, χελιδονοουρά, κολοβός, ουρά εκτύπωσης, λίστα συντελεστών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης coda
ουράsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il cane guaì quando il ragazzo gli pestò la coda. Το σκυλί αλύχτησε πονεμένα όταν του πάτησε την ουρά. |
ουράsostantivo femminile (di aeroplano) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il logo della compagnia era sulla coda dell'aereo. Το λογότυπο της αεροπορικής εταιρείας ήταν στην ουρά του αεροπλάνου. |
ουρά, σειρά(persone in attesa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La coda per i biglietti era troppo lunga, così siamo andati da un'altra parte. Η ουρά (or: σειρά) για τα εισιτήρια ήταν πολύ μεγάλη κι έτσι πήγαμε κάπου αλλού. |
ουράsostantivo femminile (di cometa) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La coda di quella cometa è visibile ad occhio nudo. |
ουράsostantivo femminile (di aquilone) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'aquilone aveva una coda lunga e bellissima. |
πίσω μέρος(parte posteriore) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Το φορτηγό χτύπησε το πίσω μέρος του αυτοκινήτου. |
κόνταsostantivo femminile (musica) (ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Henriette ha memorizzato tutto il brano per pianoforte, tranne la coda. |
ουράsostantivo femminile (ingorgo stradale) (αυτοκίνητα, μποτιλιάρισμα) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Diverse persone erano in ritardo per il lavoro a causa della coda. |
το πίσω μέρος, το πίσω άκρο(parte posteriore, finale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ci troviamo nella coda di una forte perturbazione. |
τελευταίο μέροςsostantivo femminile (parte finale) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In coda al treno deve essere presente un fanale rosso. |
μποτιλιάρισμα(traffico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jeff è arrivato tardi al lavoro dopo essere stato bloccato in coda per tre ore. Ο Τζεφ άργησε να πάει στη δουλειά επειδή είχε κολλήσει στην κίνηση για τρεις ώρες. |
ουράsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alice ha controllato la coda di stampa per capire quanto avrebbe dovuto aspettare per il suo documento. Φοβάμαι πως το έγγραφό σας είναι τελευταίο στην ουρά εκτύπωσης. |
έξοδοςsostantivo femminile (linguistica) (τέλος συλλαβής) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il professore di linguistica fece analizzare agli studenti le code di diverse parole. |
μποτιλιάρισμα(traffico) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è un rallentamento sull'interstatale, a nord della città. Υπάρχει μποτιλιάρισμα στον διαπολιτειακό αυτοκινητόδρομο ακριβώς βόρεια της πόλης. |
σειρά(fila) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ουράsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) C'erano lunghe file alle casse del supermercato. Είχε μεγάλη ουρά στα ταμεία του σούπερ μάρκετ. |
τέλος, κλείσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La coda del discorso ispirò numerose domande da parte del pubblico. |
τελικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλογοουράsostantivo femminile (acconciatura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ai cuochi con i capelli lunghi era richiesta la coda di cavallo per lavorare. |
ούριος(navigazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La barca a vela sfruttava un forte vento in poppa. |
φαύλος κύκλος
È un vero paradosso: per avere un lavoro serve esperienza, ma per farsi l'esperienza serve un lavoro. Είναι πραγματικά παράδοξο: για να βρεις δουλειά απαιτείται πείρα, αλλά για να αποκτήσεις πείρα απαιτείται δουλειά. |
σουβλόπαπια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχει φουντωτή ουράlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo scoiattolo volpe dalla coda folta mi ha rubato le noccioline. |
με μακριά ουράlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με την άκρη του ματιού μου(figurato, informale) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non poté descriverlo accuratamente perché lo aveva visto con la coda dell'occhio. |
αυτός που έχει μείνει πίσω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "Correte più velocemente!", gridò l'allenatore ai ritardatari. |
μοσχαρίσια ουράsostantivo femminile Il piatto speciale di mia madre è il brasato di coda di bue. |
από μοσχαρίσια ουρά, με μοσχαρίσια ουράsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Abbiamo ordinato zuppa di coda di bue al ristorante cubano in fondo alla strada. |
είδος κουνελιού, του γένους των συλβιλαγώνsostantivo maschile (tipo di coniglio) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εκουιζέτο(botanica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ελάφιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
άλογο με κομμένη ουράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πιάνο με κοντή ουράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Suonava valzer sul pianoforte a mezza coda nel salottino. |
πιάνο με κοντή ουράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) C'era un pianoforte a mezza coda nel salotto. |
πιάνο με ουράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Io e il mio maestro di musica ci sedevamo al pianoforte a coda e ci esercitavamo al brano della mia recita. |
πιάνο με ουράsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Il mio amico pianista non ha spazio per i mobili nel suo salotto poiché è occupato del tutto dal pianoforte a coda. |
ιππουρίδαsostantivo femminile (φυτολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ερώτηση ηχώ
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
είδος αετού
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
ουρά εισιτηρίων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ουρά(ζώου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψητά οπίσθια πουλερικούsostantivo femminile (μαγειρική: μεζές) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Pseudocheirus peregrinussostantivo maschile (επιστημονική ονομασία) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ουρά εκτύπωσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Alice ha controllato la coda di stampa per vedere quanto tempo dovrà aspettare per il suo documento. |
οριζόντιος σταθεροποιητής
|
Odocoileus virginianussostantivo maschile (επίσημο: ελάφι) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σκαρπίνιαsostantivo maschile (scarpe) (αντρικά παππούτσια) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
τίτλοιsostantivo plurale maschile (cinematografico) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) A volte, mi piace rimanere a guardare i titoli di coda quando il film è finito. Καμιά φορά μου αρέσει να μένω μετά την ταινία και να βλέπω τους τίτλους. |
ακολουθώ
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Io apro un passaggio attraverso la giungla e tu stai dietro. |
χώνομαι μπροστά από
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi dà fastidio quando la gente salta la coda. |
μπαίνω στην ουρά
|
σχηματίζω ουράverbo riflessivo o intransitivo pronominale |
κουμπώνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Gli angoli della scatola si connettevano a incastro invece di essere inchiodati insieme. |
κάνω σκαμπίλια(veicoli) (καθομ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
περιμένω στην ουράverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Devi fare la coda e aspettare il tuo turno come tutti gli altri. Πρέπει να περιμένετε στην ουρά τη σειρά σας, όπως όλοι οι άλλοι. |
με... ουράlocuzione aggettivale (tipo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αντρικά παπούτσια με χαρακτηριστικό τελείωμα στη μύτηsostantivo plurale femminile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Era sempre all'ultima moda: dall'abito gessato alle scarpe a coda di rondine. |
κομμένη ουράsostantivo femminile (αλόγου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ασυναρτησίαsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μπρος γκρεμός και πίσω ρέμαsostantivo femminile (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) John si offenderebbe se lei non lo invitasse; ma se lo invitasse, Mary non verrebbe. Che situazione assurda! Ο Τζον θα πληγωνόταν αν δεν τον καλούσε, αλλά αν το έκανε, δεν θα ερχόταν η Μαίρη. Ήταν στ' αλήθεια μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα. |
κόψιμοsostantivo maschile (animali) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il veterinario non crede nel taglio della coda dei cani, salvo per motivazioni sanitarie. |
είδος μαρσιποφόρου ζώουsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
με ουράlocuzione aggettivale (μτφ: σε σχήμα ουράς) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μήπως είδες την χτένα μου, αυτήν με την ουρά; |
φράκοsostantivo femminile (ανδρικό) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
χελιδονοουράsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mobile d'antiquariato presenta dei begli incastri a coda di rondine. |
κολοβόςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ουρά εκτύπωσηςsostantivo femminile (informatica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Se hai un problema con la stampa, potresti aver bisogno di pulire la coda di stampa. |
λίστα συντελεστών(film, sitcom, ecc.: inizio) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Ο ηθοποιός αναφέρθηκε στο ζενερίκ για τον μικρό ρόλο του. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coda στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του coda
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.