Τι σημαίνει το coloured στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης coloured στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του coloured στο Αγγλικά.

Η λέξη coloured στο Αγγλικά σημαίνει χρώμα, χρώμα, χρώμα, χρώμα, χρώμα, χρωματίζω, διαμορφώνω, έγχρωμος, φύση, χρώμα, χρώματα, ζωντάνια, χρώματα, στολή, κοκκινίζω, χρωματιστός, ... χρώματος, προκατειλημμένος, των μαύρων, μαύρος, χρωματιστά, έκρηξη χρωμάτων, κοκκινίζω, χλωμιάζω, αχρωματοψία, ίση αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χρώματος, ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως χρώματος, χρωματικός πίνακας, χρωματική αντίθεση, που έχει ταιριαστά χρώματα, έγχρωμο φιλμ, έγχρωμη ταινία, σημαιοφόρος, ένταση χρώματος, φυλετικός διαχωρισμός, έγχρωμη φωτογραφία, έγχρωμη φωτογραφία, έγχρωμη φωτογραφία, έγχρωμη φωτογραφία, καθαρότητα χρώματος, χρωματικός συνδυασμός, χρωματικό φάσμα, έγχρωμη τηλεόραση, έγχρωμη τηλεόραση, θερμοκρασία χρώματος, έγχρωμη τηλεόραση, έγχρωμη τηλεόραση, έγχρωμη όραση, χρωματική όραση, χρωματικός πίνακας, που έχει χρωματική κωδικοποίηση, που έχει αχρωματοψία, που δεν κάνει φυλετικές διακρίσεις, ξυλομπογιά, συμπληρωματικό χρώμα, ψυχρό χρώμα, κρεμ, χρώμα των ματιών, χρώμα του δέρματος, στο χρώμα του δέρματος, μέθοδος εκτύπωσης με τέσσερα χρώματα, έγχρωμη εκτύπωση, έγχρωμος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, χρώμα μαλλιών, βαφή μαλλιών, μελί, μελής, έγχρωμος, τοπικό χρώμα, ιδιαίτερος χαρακτήρας, χάνω το χρώμα μου, φυσικό χρώμα, χρώμα του δέρματος, διαφορετικός, έγχρωμος, τέμπερα, αδιαφανής βαφή, αδιαφανές χρώμα, παστέλ χρώμα, έγχρωμος, έγχρωμος, μπογιά ζωγραφικής, κυρίαρχο χρώμα, βασικό χρώμα, χρώμα του δέρματος, καστανοκόκκινο, καστανοκόκκινος, ηχόχρωμα, θερμό χρώμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης coloured

χρώμα

noun (countable (individual hue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Is red your favourite colour?
Το αγαπημένο σου χρώμα είναι το κόκκινο;

χρώμα

noun (uncountable (hues collectively)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
When she added colour to her drawing, it came alive.
Μόλις πρόσθεσε χρώμα, το σχέδιο της ζωντάνεψε.

χρώμα

noun (uncountable (paint, etc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You need to add a little colour to this painting to brighten it up.
Πρέπει να βάλεις λίγο χρώμα σε αυτόν τον πίνακα για να τον ζωντανέψεις.

χρώμα

noun (uncountable (cheeks: redness)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
You could tell he'd been playing sport because of the colour in his cheeks.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Το χρώμα στα μάγουλα της Ελισάβετ και το λαχάνιασμά της μαρτυρούσαν ότι είχε έρθει τρέχοντας.

χρώμα

noun (US (skin: pigmentation, tan)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Have you been on the beach? Your skin's got some colour to it.
Πήγες στην παραλία; Το δέρμα σου έχει πάρει χρώμα.

χρωματίζω

transitive verb (apply color to [sth]) (προσθέτω χρώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The girl coloured a tree on her piece of paper.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Αποφάσισε να βάψει τον τοίχο κόκκινο.

διαμορφώνω

transitive verb (figurative (influence [sth])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
His experience in the war coloured his understanding of the world.
Η εμπειρία του στον πόλεμο διαμόρφωσε την αντίληψή του για τον κόσμο.

έγχρωμος

noun as adjective (not black and white)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Mike bought a colour TV.
Ο Μάικ αγόρασε μια έγχρωμη τηλεόραση.

φύση

noun (US, figurative (nature)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
After I got to know him, I saw the colour of his soul.

χρώμα

noun (US, figurative (sound quality) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
These speakers really reproduce the colour of the music very well.

χρώματα

noun (member's ribbon)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
They arrived, all wearing the club's colour.

ζωντάνια

noun (US, figurative (evocative language)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mark writes with a lot of colour, and his stories always have vivid imagery.

χρώματα

plural noun (US, usu plural (flag) (σημαίας)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The marchers in the parade proudly showed the colours of their region.

στολή

plural noun (jockey's uniform)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The racehorse owner was able to pick out the jockey by his colours.

κοκκινίζω

intransitive verb (US (blush)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
You could see him colour when asked about his girlfriend.

χρωματιστός

adjective (having a certain color)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
We hung colored lights on our house for Christmas.

... χρώματος

adjective (as suffix (of a given color)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

προκατειλημμένος

adjective (figurative (biased or emotive)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
The speaker gave a colored account of the events that transpired.

των μαύρων

adjective (dated, very offensive (relating to non-white people)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαύρος

noun (dated, very offensive (person: non-white)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

χρωματιστά

plural noun (non-white laundry items)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
When you do laundry, it's a good idea to separate your coloureds from your whites.

έκρηξη χρωμάτων

noun ([sth] intensely colorful) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοκκινίζω

(blush)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χλωμιάζω

(become pale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αχρωματοψία

noun (medical condition)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ίση αντιμετώπιση ανεξαρτήτως χρώματος, ίση μεταχείριση ανεξαρτήτως χρώματος

noun (figurative (lack of racial prejudice) (έλλειψη ρατσισμού)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρωματικός πίνακας

noun (table illustrating a range of hues)

An artist uses a color chart to identify complementary colors.
Οι καλλιτέχνες χρησιμοποιούν χρωματολόγια για να εντοπίζουν τα συμπληρωματικά χρώματα.

χρωματική αντίθεση

noun (strong lights, darks)

I had to adjust the colour contrast on his television.
Έπρεπε να ρυθμίσω το κοντράστ στην τηλεόρασή του.

που έχει ταιριαστά χρώματα

adjective (having colors that match)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Each dancer's outfit is a different style, but they are all color-coordinated.

έγχρωμο φιλμ

noun (for photographing in color)

Jane shot the photos using color film, scanned them into her computer and converted them to black and white.

έγχρωμη ταινία

noun (cinema: movie in color)

σημαιοφόρος

(flag bearer)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ένταση χρώματος

noun (saturation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Early digital cameras did not match the color intensity of 35 mm film.

φυλετικός διαχωρισμός

noun (separation by skin color)

έγχρωμη φωτογραφία

noun (informal (photograph in full color)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The book is full of beautiful colour photos.

έγχρωμη φωτογραφία

noun (photo in full color)

έγχρωμη φωτογραφία

noun (medium, artform: photos in color)

Many photographers shunned the advent of color photography and preferred to continue working in black-and-white.

έγχρωμη φωτογραφία

noun (photo in full color)

At the stationery store they make color prints directly from your digital camera.

καθαρότητα χρώματος

noun (saturation)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Black, white or gray tones diminish the color purity.
Οι μαύροι, λευκοί ή γκρίζοι τόνοι μειώνουν την καθαρότητα του χρώματος.

χρωματικός συνδυασμός

noun (restricted range of hues)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Powerpoint offers users a choice of colour scheme for the presentation.

χρωματικό φάσμα

noun (physics: range of colors) (φυσική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
A prism is needed to observe the full color spectrum present in white light.
Γα την παρατήρηση του πλήρους χρωματικού φάσματος που υπάρχει στο λευκό φως απαιτείται πρίσμα.

έγχρωμη τηλεόραση

noun (US (tv set showing images in colour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
We've got a colour television in the living room.

έγχρωμη τηλεόραση

noun (US (tv broadcast in colour)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Colour television first came to the UK in 1967.

θερμοκρασία χρώματος

noun (optics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έγχρωμη τηλεόραση

(informal (television set: shows images in colour)

έγχρωμη τηλεόραση

(uncountable, informal (television shows broadcast in color)

έγχρωμη όραση, χρωματική όραση

noun (ability to see hues)

Nocturnal animals tend not to have color vision; the night's light is not strong enough to make out more than gray shapes.
Τα νυκτόβια ζώα, συνήθως, δεν έχουν έγχρωμη όραση˙ το φως της νύχτας δεν είναι αρκετό δυνατό ώστε αυτά να μπορούν να διακρίνουν κάτι παραπάνω από γκρίζες φιγούρες.

χρωματικός πίνακας

noun (chart showing color relationships)

που έχει χρωματική κωδικοποίηση

adjective (classed and identified by color)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The files were colour-coded to make it easier to find the correct one.

που έχει αχρωματοψία

adjective (having a medical condition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που δεν κάνει φυλετικές διακρίσεις

adjective (figurative (not racially prejudiced)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ξυλομπογιά

noun (colored drawing tool)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I used a coloured pencil to draw my teddy bear.

συμπληρωματικό χρώμα

noun (US (contrasting hue)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Purple is the complementary color of yellow.
Το μοβ είναι το συμπληρωματικό χρώμα του κίτρινου.

ψυχρό χρώμα

noun (US, figurative (hue: cold)

Blue, green, and purple are the cool colors.

κρεμ

noun as adjective (cream-colored)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Milwaukee was once known for its buildings of cream brick.

χρώμα των ματιών

noun (color of the irises)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

χρώμα του δέρματος

noun (color of skin)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

στο χρώμα του δέρματος

adjective (same colour as skin)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μέθοδος εκτύπωσης με τέσσερα χρώματα

noun (four-hue printing method)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έγχρωμη εκτύπωση

noun (printing process) (τυπογραφία)

It's rare to find such an old magazine printed in full colour.

έγχρωμος

adjective (US (printed in colour) (εκτύπωση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Almost all magazines these days are full-color.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

adjective (with full range of hues)

χρώμα μαλλιών

noun (US (shade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Teenage girls often change their hair color experimentally.

βαφή μαλλιών

noun (product: dye)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μελί

noun (golden hue)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μελής

adjective (golden)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Her honey-color eyes sparkled in the sunlight.

έγχρωμος

adverb (image: full colour)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Producing newspapers in colour has done nothing to improve the quality of journalism.

τοπικό χρώμα

noun (figurative (features of a place) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Take us on a tour of the bars and show us some of the local color.

ιδιαίτερος χαρακτήρας

noun (figurative (quirky points)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

χάνω το χρώμα μου

(go pale, fade) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
People lose color when they pass out.

φυσικό χρώμα

noun (hair: real shade)

Her hair is blond, but I think it's not her natural color. Is that your hair's natural color, or do you dye your hair?
Τα μαλλιά της είναι ξανθά, αλλά δε νομίζω ότι είναι το φυσικό της. Αυτό είναι το φυσικό σου, ή βάφεις τα μαλλιά σου;

χρώμα του δέρματος

noun (US (flesh hue)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διαφορετικός

adjective (figurative (dissimilar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

έγχρωμος

adjective (US (person: not white) (χρώμα δέρματος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τέμπερα

noun (uncountable (paint: gouache) (ζωγραφική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αδιαφανής βαφή

noun (pigment: not transparent)

αδιαφανές χρώμα

noun (hue: not transparent)

I couldn't see her eyes because her sunglasses were a very opaque color.

παστέλ χρώμα

noun (pale hue)

She chose a pastel colour for her dress; pastels are 'in' this Spring.

έγχρωμος

noun ([sb] of non-white descent)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

έγχρωμος

noun (mainly US, initialism (person of color)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

μπογιά ζωγραφικής

noun (brightly colored paint)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κυρίαρχο χρώμα

noun (US (main hue)

The predominant colour of a tree is usually green in the summer and brown in the winter.

βασικό χρώμα

noun (often plural (red, yellow, blue)

Primary colours can be mixed together to make other colours.

χρώμα του δέρματος

noun (tone of complexion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
White and black are the two common skin colours.

καστανοκόκκινο

noun (US (light red-brown)

καστανοκόκκινος

adjective (US (light red-brown)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηχόχρωμα

noun (figurative (music: timber)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

θερμό χρώμα

noun (bold color such as red)

Colin is going to paint the room in warm colours.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του coloured στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του coloured

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.