Τι σημαίνει το concern στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης concern στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του concern στο Αγγλικά.
Η λέξη concern στο Αγγλικά σημαίνει απασχολώ, αφορώ, ανησυχώ, προβληματίζω, αφορώ, ενδιαφέρον, λόγος ανησυχίας, που ενδιαφέρει, θέμα, εταιρεία, εμπορική επιχείρηση, ευαισθησία για το περιβάλλον, ανησυχώ, ανησυχώ για κτ, συνεχιζόμενη δραστηριότητα, πηγή αυξανόμενης ανησυχίας, λόγος ανησυχίας, κύριο μέλημα, πρωταρχικό μέλημα, επαγγελματικό ενδιαφέρον, Προς κάθε ενδιαφερόμενο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης concern
απασχολώ, αφορώtransitive verb (affect [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) This is an issue that concerns everyone. Αυτό είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τους πάντες. |
ανησυχώ, προβληματίζωtransitive verb (trouble [sb]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) His health really concerns me. Η υγεία του με ανησυχεί (or: προβληματίζει). |
αφορώtransitive verb (be about, regarding [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) My question concerns your recent statements about foreign policy. The article concerning environmental issues can be found on page 2. Η ερώτησή μου αφορά τις πρόσφατες δηλώσεις σας αναφορικά με την εξωτερική πολιτική. Το κείμενο που έχει να κάνει με περιβαλλοντικά θέματα βρίσκεται στη σελίδα 2. |
ενδιαφέρονnoun (worry) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Thank you for your concern, but I'm fine. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Από τότε που έφυγε η κόρη μου στο εξωτερικό, έχω συνεχώς την έγνοια (or: έννοια) της. |
λόγος ανησυχίαςnoun ([sth] worrying, preoccupying) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The gathering storm is a concern for the hikers. Η επικείμενη καταιγίδα είναι λόγος ανησυχίας για τους πεζοπόρους. |
που ενδιαφέρειnoun (matter of interest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) This new law is a concern only for companies exporting to countries outside the EU. Ο νέος νόμος ενδιαφέρει μόνο τις εταιρείες που πραγματοποιούν εξαγωγές εκτός της ΕΕ. |
θέμαnoun (affair) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I'm sorry, but this is not your concern. The main concern of government is keeping order. Συγγνώμη, αλλά αυτό δεν είναι δική σου υπόθεση. Το κύριο μέλημα της κυβέρνησης είναι η διατήρηση της τάξης. |
εταιρείαnoun (company) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Brian has started a shipping concern. Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία. |
εμπορική επιχείρησηnoun (company) |
ευαισθησία για το περιβάλλονnoun (ecology, environmental awareness) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Greenpeace tries to raise concern for the environment through dramatic actions. |
ανησυχώverbal expression (worry about) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I'll buy it for you, so don't concern yourself with the cost. Θα σου το αγοράσω, οπότε μην ανησυχείς για το κόστος. |
ανησυχώ για κτverbal expression (be preoccupied with) It's best not to concern yourself with things you cannot change. Καλύτερα να μην ανησυχείς για πράγματα που δεν μπορείς να αλλάξεις. |
συνεχιζόμενη δραστηριότηταnoun (viable business) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The business had been taken over as a going concern. |
πηγή αυξανόμενης ανησυχίαςnoun (cause of worry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The safety of the environment is a growing concern these days. |
λόγος ανησυχίαςnoun ([sth] worrying) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) The meningitis outbreak is a matter of concern for health officials. |
κύριο μέλημα, πρωταρχικό μέλημαnoun (most important priority) |
επαγγελματικό ενδιαφέρονnoun (matter of interest to [sb] in a specific job) |
Προς κάθε ενδιαφερόμενοexpression (formal, written (salutation in a letter) (επίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) To whom it may concern, I am writing to express my dissatisfaction with my recent visit to your restaurant. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του concern στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του concern
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.