Τι σημαίνει το contratar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης contratar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contratar στο πορτογαλικά.
Η λέξη contratar στο πορτογαλικά σημαίνει δεσμεύω μέσω συμφωνητικού, δεσμεύω μέσω συμβολαίου, προσλαμβάνω, προσλαμβάνω, υπογράφω με κπ, προσλαμβάνω, διορίζω, προσλαμβάνω, προσλαμβάνω, επιστρατεύω, προσλαμβάνω, χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες, συμβάλλομαι, χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες, πρόσληψη επιπλέον προσωπικού, στελεχώνω εκ νέου, προσλαμβάνω κπ δοκιμαστικά, κτ έχει πλεονάζον προσωπικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης contratar
δεσμεύω μέσω συμφωνητικού, δεσμεύω μέσω συμβολαίου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προσλαμβάνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O estúdio de cinema contratou um designer famoso para criar figurinos. Το κινηματογραφικό στούντιο προσέλαβε έναν γνωστό σχεδιαστή για να φτιάξει τα σκηνικά αντικείμενα. |
προσλαμβάνωverbo transitivo (κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Os pais vão contratar um palhaço para a festa. |
υπογράφω με κπverbo transitivo (empregar) Eles contrataram a estrela do basquete para uma nova temporada. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δέσμευσαν τον διάσημο μπασκετμπολίστα με νέο συμβόλαιο. |
προσλαμβάνω, διορίζωverbo transitivo (um advogado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) George contratou um advogado para seu processo judicial. |
προσλαμβάνωverbo transitivo (funcionário) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O casal idoso contratou ajuda em casa recentemente. |
προσλαμβάνωverbo transitivo (contratar os serviços de alguém) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A empresa ganhou o contrato e empregou uma equipe de cem funcionários. Η εταιρία κέρδισε ένα συμβόλαιο και προσέλαβε εκατό νέους υπαλλήλους. |
επιστρατεύωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nós contratamos os serviços de um encanador para limpar a bagunça. |
προσλαμβάνω(contratar como empregado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτεςverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμβάλλομαι(κάνω συμφωνία) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele fez um contrato com a companhia para prover serviços. Συμβλήθηκε με την εταιρία για να παράσχει υπηρεσίες. |
χρησιμοποιώ εξωτερικούς συνεργάτες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόσληψη επιπλέον προσωπικούexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στελεχώνω εκ νέουexpressão verbal |
προσλαμβάνω κπ δοκιμαστικά(empregar alguém por um período de avaliação) |
κτ έχει πλεονάζον προσωπικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contratar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του contratar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.