Τι σημαίνει το corte στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης corte στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του corte στο πορτογαλικά.

Η λέξη corte στο πορτογαλικά σημαίνει ερωτοτροπία, δικαστήριο, αυλή, αυλή, κόψιμο, σχίσιμο, κόψιμο, περικοπή, περικοπή, μετάβαση, κόψιμο, διακοπή, κομμάτι, μέρος, μύτη, λήψη, φλερτ, κόψιμο, διακοπή, κόμμωση, κουπ, cutaway, σκηνή από τα γυρίσματα, μετάβαση, αποψιλωμένος, διακοπή, κόψιμο, κόψιμο, χαρακιά, χαραγματιά, σχίσιμο, σκίσιμο, κόψιμο, πληγή, τομή κοπής, πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων, τομή, αιχμηρότητα, απόρριψη, αποκοπή, αλλαγή, κόψιμο, εφαρμογή, κούρεμα, μοντάζ, περιορισμός εξόδων, ελάττωση εξόδων, σκίσιμο, κόψιμο, φλερτ, γρατζουνιά, χαρακιά, δικαστήριο, απόλυση, χαίτη, ψηλοκάβαλος, στομωμένος, κούρεμα, αντιπροσωπευτικό δείγμα, στρατοδικείο, αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω, μηκοτομή, διακοπή ρεύματος, Ανώτατο Δικαστήριο, σανίδα κοπής, κόψιμο από χαρτί, σημείο κοπής, επιλεκτική υλοτομία, μπλούζα με V, εγκοπή, είδος ιστορικού δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο, μαχαίρι αρότρου, η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίας, Πρωτοδικείο, μείωση εξόδων, Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, συρματοκόφτης, κρεατοπαραγωγικά βοοειδή, μείωσης εξόδων, φλερτάρω, λοξοτομή, περικοπή δαπανών, κούρεμα, γλειμμένο μαλλί, Ανώτατο Δικαστήριο, Ανώτατο Δικαστήριο, δικάζω σε στρατοδικείο, καπέλο γελωτοποιού, διατομή, Ανώτατο Δικαστήριο, κοντοκουρεμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, γελωτοποιός, καρέ, Πλημμελειοδικείο, εσωτερικού τμήματος, κονσόλα, Άρειος Πάγος, φιλάρισμα, κυμματιστός, κοντός, Ανώτατο Δικαστήριο Ανατολικής Καραϊβικής, εμπρόσθια ακμή, εμπρόσθια άκρη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης corte

ερωτοτροπία

substantivo feminino (antigo) (λόγιος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δικαστήριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A corte sentenciou o ladrão a dois anos de prisão.
Το δικαστήριο καταδίκασε τον κλέφτη σε δύο χρόνια φυλάκιση.

αυλή

substantivo feminino (παλαιό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A rainha Ester vivia na corte do rei Assuero.
Η Βασίλισσα Εσθέρ ζούσε στο παλάτι του Βασιλιά Ασουήρου.

αυλή

substantivo feminino (μτφ: σύνολο αυλικών)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O rei consultou sua corte, que incluía seus conselheiros mais leais.
Ο Βασιλιάς έκανε συμβούλιο με την αυλή του, η οποία περιελάμβανε τους πιο έμπιστους συμβούλους του.

κόψιμο, σχίσιμο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O corte tinha quatro centímetros.
Η τομή (or: σχισμή) είχε μήκος τέσσερα εκατοστά.

κόψιμο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O corte levou menos de um segundo para ser executado.

περικοπή

substantivo masculino (figurado, financeiro, redução)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os cortes de orçamento acabaram com alguns programas importantes.
Οι περικοπές στον προϋπολογισμό είχαν ως αποτέλεσμα τον τερματισμό μερικών σημαντικών προγραμμάτων.

περικοπή

substantivo masculino (editar)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O editor fez tantos cortes que o filme ficou metade do original.

μετάβαση

substantivo masculino (cinema, transição entre cenas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O corte de uma cena para outra foi bem feito.

κόψιμο

substantivo masculino (στιλ, σχήμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Gosto do corte desse vestido.
Μου αρέσει η κοψιά αυτού του φορέματος.

διακοπή

substantivo masculino (de energia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O corte de energia durou seis horas.
Η διακοπή ρεύματος κράτησε έξι ώρες.

κομμάτι, μέρος

substantivo masculino (carne)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Qual corte de carne você recomendaria para um ensopado?
Ποιο κομμάτι (or: μέρος) κρέατος θα συνιστούσες για στιφάδο;

μύτη

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A faca tinha um gume fino que poderia cortar qualquer coisa.
Το μαχαίρι είχε μια λεπτή μύτη που μπορούσε να κόψει οτιδήποτε.

λήψη

(cinema)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Que versão dessa cena devemos usar? Eu gosto da primeira.

φλερτ

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ela apreciava seu galanteio de cavalheiro, mas ainda não o amava.

κόψιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Acontece muito corte e colagem em uma turma de jardim da infância.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το κόψιμο με μυτερό ψαλίδι είναι επικίνδυνο για τα μικρά παιδιά.

διακοπή

(de luz, água etc.) (ρεύματος, νερού κλπ)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Uma árvore que caiu atingiu um cabo aéreo e o corte de luz durou várias horas.
Ένα δέντρο που έπεσε χτύπησε ένα υπέργειο καλώδιο και η διακοπή διήρκεσε αρκετές ώρες.

κόμμωση, κουπ

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

cutaway

substantivo masculino (filme) (ζαργκόν)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σκηνή από τα γυρίσματα

substantivo masculino (TV, cinema: cena editada)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μετάβαση

substantivo masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποψιλωμένος

substantivo masculino

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

διακοπή

substantivo masculino (parada no fornecimento de serviço)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se você usar muitos aparelhos, pode causar um corte na eletricidade.

κόψιμο

(corte: corpo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόψιμο

(cabelo, barba)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Meu cabelo está ficando um pouco longo. Ele precisa de um corte.
Τα μαλλιά μου έχουν παραμακρύνει· χρειάζονται κούρεμα.

χαρακιά, χαραγματιά

(pequeno corte: objeto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σχίσιμο, σκίσιμο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κόψιμο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse corte foi feito de qualquer jeito. Veja, o machado está no chão!

πληγή

substantivo masculino (corte profundo) (βαθιά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τομή κοπής

substantivo masculino (ponta cortada de árvore)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πλάνο που προστίθεται εκ των υστέρων

verbo transitivo (tv, cinema) (τηλεόραση/κινηματογράφος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τομή

(corte profundo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αιχμηρότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

απόρριψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αποκοπή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αλλαγή

(uma mudança)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόψιμο

(barbear)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εφαρμογή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Eu não gosto do caimento deste vestido.
Δεν μου αρέσει η εφαρμογή αυτού του φορέματος.

κούρεμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μοντάζ

(rádio, TV, filme)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

περιορισμός εξόδων, ελάττωση εξόδων

σκίσιμο, κόψιμο

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Havia um talho na cortina descendo do alto quase até embaixo.
Υπήρχε ένα σκίσιμο που διέτρεχε την κουρτίνα σχεδόν από πάνω μέχρι κάτω.

φλερτ

substantivo masculino (antiquado)

γρατζουνιά, χαρακιά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A mesa elegante tem um entalhe no acabamento.
Το περίτεχνο τραπέζι έχει μια γρατζουνιά στο τελείωμά του.

δικαστήριο

(νομικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wilson deve aparecer comparecer à corte de justiça hoje de manhã, acusado de assalto à mão armada.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το δικαστήριο καταδίκασε τον κλέφτη σε φυλάκιση δύο ετών.

απόλυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Os negócios vão mal há vários meses e a empresa vai fazer algum corte de pessoal.
Η επιχείρηση δεν τα πήγαινε καλά για αρκετούς μήνες και η εταιρεία θα κάνει μερικές απολύσεις.

χαίτη

(anglicismo, corte de cabelo dos anos 80s)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψηλοκάβαλος

(estilo da França neoclássica) (για παντελόνια)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Apareceram saias de corte império no último desfile de moda.
Στην τελευταία επίδειξη μόδας έκαναν την εμφάνισή τους οι ψηλοκάβαλες φούστες.

στομωμένος

(lâmina)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
A lâmina da faca estava cega demais para cortar a carne.
Η λεπίδα του μαχαιριού ήταν πολύ στομωμένη για να κόψει το κρέας.

κούρεμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ο Γκάρετ πήγε να κουρευτεί στο διάλειμμά του.

αντιπροσωπευτικό δείγμα

substantivo masculino (amostra representativa)

Para esta pesquisa, precisamos de um bom corte transversal da comunidade.

στρατοδικείο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Μετά το στρατοδικείο από το οποίο πέρασε, ο ταγματάρχης πήρε επαίσχυντη απαλλαγή.

αντρικό κούρεμα, κοντό στο πάνω μέρος και σχεδόν ξυρισμένο στο κάτω

(corte curto de exército)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Seu corte à escovinha e sua postura mostravam claramente que era um militar.

μηκοτομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διακοπή ρεύματος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχασα το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευα όταν έγινε ξαφνικά διακοπή ρεύματος.

Ανώτατο Δικαστήριο

(corte legal mais alta nos EUA)

σανίδα κοπής

(para cortar alimentos)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κόψιμο από χαρτί

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημείο κοπής

substantivo feminino (impressão)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

επιλεκτική υλοτομία

(silvicultura) (προστασία δασών)

μπλούζα με V

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εγκοπή

(feito com serra) (πριονιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

είδος ιστορικού δικαστηρίου στο Ηνωμένο Βασίλειο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

μαχαίρι αρότρου

(jardinagem)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίας

expressão (audiovisual) (το δεύτερο από τρία στάδια επεξεργασίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Πρωτοδικείο

(στην Αγγλία, Ουαλία)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

μείωση εξόδων

(figurado)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

συρματοκόφτης

(ferramenta: alicate)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κρεατοπαραγωγικά βοοειδή

(gado criado para abate)

μείωσης εξόδων

locução adjetiva (σε γενική)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φλερτάρω

(pincel) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Ντον απολαμβάνει να φλερτάρει με τον κίνδυνο και κάνει επικίνδυνα πράγματα όπως base jumping.

λοξοτομή

substantivo masculino (tecido)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περικοπή δαπανών

(redução de preço)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
O lucro da empresa aumentou no ano passado devido aos cortes de custos, incluindo as milhares de demissões feitas em Janeiro.

κούρεμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

γλειμμένο μαλλί

expressão (anos 1950, corte de cabelo)

Ανώτατο Δικαστήριο

(στην Αυστραλία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ανώτατο Δικαστήριο

substantivo próprio

δικάζω σε στρατοδικείο

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καπέλο γελωτοποιού

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

διατομή

substantivo masculino (feito por cortes perpendiculares)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Ανώτατο Δικαστήριο

(στη Νέα Ζηλανδία)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοντοκουρεμένος

(cabelo)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locução adjetiva (cinema)

γελωτοποιός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
O bobo da corte entretinha o rei com suas piadas.
Ο γελωτοποιός διασκέδασε τον βασιλιά με τα αστεία του.

καρέ

(corte de cabelo)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Πλημμελειοδικείο

(στη Σκωτία)

(κύριο ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε συγκεκριμένο πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. Ναύπλιο, Έβερεστ κλπ.)

εσωτερικού τμήματος

substantivo masculino (figurado, desenho do interior)

Αυτό το σχέδιο εσωτερικού τμήματος της γης δείχνει την πυρακτωμένη σφαίρα στο κέντρο της.

κονσόλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

Άρειος Πάγος

(jurid.)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φιλάρισμα

(estética)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κυμματιστός

locução adjetiva (batata, salgadinho)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

Ανώτατο Δικαστήριο Ανατολικής Καραϊβικής

expressão

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εμπρόσθια ακμή, εμπρόσθια άκρη

(livro)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του corte στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του corte

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.