Τι σημαίνει το croissance στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης croissance στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του croissance στο Γαλλικά.
Η λέξη croissance στο Γαλλικά σημαίνει ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη, εξέλιξη, ανάπτυξη, εξέλιξη, άνοδος, αύξηση, οικονομική ανάπτυξη, επέκταση, ανάπτυξη, καχεκτικός, στην ανάπτυξη, ταχύτερα αναπτυσσόμενος, διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενος, κατάφυτος, επανανάπτυξη, αναγέννηση, στασιμότητα ανάπτυξης, ρυθμός ανάπτυξης, ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, εξάπλωση, οικονομική ανάπτυξη, πληθυσμιακή αύξηση, επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξη, μειωμένη ανάπτυξη, παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη, αγόρι στην ανάπτυξη, θάλαμος ανάπτυξης, πρόβλεψη ανάπτυξης, δυνατότητα ανάπτυξης, σταθερή ανάπτυξη, καθυστέρηση ανάπτυξης, αστική εξάπλωση, αυξανόμενος, αναπτυσσόμενος, ραγδαία αυξανόμενος, αναπτυξιακά, πόνοι ανάπτυξης, δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησης, συνεχώς αυξανόμενος, αυξητική ορμόνη, άλμα ανάπτυξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης croissance
ανάπτυξηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La croissance des enfants s'arrête généralement à la fin de l'adolescence. Η ανάπτυξη του παιδιού συνήθως σταματά κοντά στα 20 του χρόνια. |
ανάπτυξηnom féminin (économie) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le gouvernement essaye de contrôler la croissance afin qu'elle soit plus régulière. |
ανάπτυξη, εξέλιξηnom féminin (développement) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La croissance de la ville endormie en un centre financier majeur s'est déroulée sur plus de 20 ans. |
ανάπτυξη, εξέλιξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άνοδος, αύξηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La montée de la valeur des actions est due à la stabilité relative du marché. |
οικονομική ανάπτυξη(économie, idée) Le développement du pays était stupéfiant au vu de ses anciens problèmes. |
επέκταση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η έως τώρα επέκταση της εταιρείας είναι απίστευτη· πριν από ένα χρόνο υπήρχε μόνο ένα μαγαζί στο Λονδίνο και τώρα έχουν υποκαταστήματα σε όλη την Ευρώπη. |
ανάπτυξηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'économie du pays a connu une période de croissance ce dernier trimestre. |
καχεκτικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
στην ανάπτυξηlocution adjectivale (enfant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) C'est un enfant en pleine croissance ! Il a besoin d'un bon petit déjeuner ! |
ταχύτερα αναπτυσσόμενος
|
διαρκώς επεκτεινόμενος, διαρκώς διευρυνόμενοςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
κατάφυτος(plantes, jungle) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επανανάπτυξη, αναγέννηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στασιμότητα ανάπτυξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ρυθμός ανάπτυξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le taux de croissance des populations africaines est très élevé. |
ανεξέλεγκτη ανάπτυξη, εξάπλωσηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομική ανάπτυξηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πληθυσμιακή αύξησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιχειρηματική πρόοδος, επιχειρηματική εξέλιξηnom féminin Les Trente Glorieuses ont été des années de croissance économique sans pareil. |
μειωμένη ανάπτυξη(Médecine) |
παγκόσμια οικονομική μεγέθυνση, παγκόσμια οικονομική ανάπτυξηnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αγόρι στην ανάπτυξηnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il est particulièrement important pour un garçon en pleine croissance comme toi de manger équilibré. |
θάλαμος ανάπτυξηςnom féminin (équipement de laboratoire) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
πρόβλεψη ανάπτυξηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
δυνατότητα ανάπτυξηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σταθερή ανάπτυξηnom féminin |
καθυστέρηση ανάπτυξηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) L'enfant qu'ils souhaitent adopter présente un retard de croissance. |
αστική εξάπλωσηnom féminin |
αυξανόμενος, αναπτυσσόμενος(figuré) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Elena a terminé ses études l'année dernière, mais elle a déjà une carrière florissante de présentatrice de télévision. |
ραγδαία αυξανόμενοςlocution adjectivale (économie, entreprise,...) |
αναπτυξιακάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πόνοι ανάπτυξηςnom féminin pluriel Environ 20 pour cent des jeunes écoliers souffrent de douleurs liées à la croissance. |
δυσκολίες που σχετίζονται με την ανάπτυξη νέας επιχείρησηςnom féminin (figuré) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La première année d'exploitation a été faite d'ajustements pour faire face à la crise de croissance du secteur. |
συνεχώς αυξανόμενοςlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυξητική ορμόνηnom féminin |
άλμα ανάπτυξηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του croissance στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του croissance
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.