Τι σημαίνει το culpable στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης culpable στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του culpable στο ισπανικά.

Η λέξη culpable στο ισπανικά σημαίνει ένοχος, ένοχος, ένοχος, ένοχος, ένοχος, ένοχος, υπαίτιος, φταίχτης, αξιόμεμπτος, ένοχος, επικριτέος, επιλήψιμος, που ευθύνεται, ένοχος, υπεύθυνος, χάλια, ένοχος για κτ, ένοχος, καταδικασμένος, υπεύθυνος, υπαίτιος, υπόλογος, αθώος, αθωωτική ετυμηγορία, ένοχη συνείδηση, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος, δηλώνω ένοχος, βγαίνω μπροστά, αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ, αθωώνω, προσπάθεια να νιώσει κάποιος τύψεις, φταίω, σφάλλω, αισθάνομαι ενοχές για κτ, αισθάνομαι μετανοιωμένος, κάνω κπ να νιώσει τύψεις, υπεύθυνος για κτ, που φταίει. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης culpable

ένοχος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El detective interrogó a la sospechosa para determinar si era culpable.

ένοχος

nombre común en cuanto al género

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
La policía capturó al culpable en pocas horas.
Η αστυνομία έπιασε τον ένοχο μέσα σε λίγες ώρες.

ένοχος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jurado la encontró culpable de todos los cargos.
Οι ένορκοι την έκριναν ένοχη για όλες τις κατηγορίες.

ένοχος

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Jae dice que el culpable es un error del software.
Η Τζέι λέει πως ο ένοχος είναι ένα σφάλμα στο λογισμικό.

ένοχος

adjetivo de una sola terminación

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Charlie estaba parado al lado del jarrón roto con una mirada culpable.
Ο Τσάρλι στεκόταν δίπλα στο σπασμένο βάζο με ένα ένοχο βλέμμα στο πρόσωπό του.

ένοχος, υπαίτιος, φταίχτης

adjetivo de una sola terminación

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
El adolescente fue culpable del accidente automovilístico.

αξιόμεμπτος, ένοχος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικριτέος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επιλήψιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που ευθύνεται

(για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los oficiales que investigaron el incendio dijeron que un cableado defectuoso fue responsable.
Οι υπεύθυνοι που εξέτασαν τα αίτια της πυρκαγιάς αποφάνθηκαν ότι ευθύνεται η καλωδίωση που είχε υποστεί βλάβη.

ένοχος, υπεύθυνος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Después de una serie de robos, la policía aseguró a la comunidad que capturaría a los responsables.

χάλια

(καθομιλουμένη)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Fiona se sentía mal por romper con Charles, pero ya no lo amaba.

ένοχος για κτ

Puede ser que Bob sea un ladrón, pero no creo que sea culpable de un asesinato.

ένοχος

(για κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era culpable de engañar a sus compañeros sobre sus verdaderas intenciones.
Ευθυνόταν για την παραπλάνηση των συνεργατών του σχετικά με τις προθέσεις του.

καταδικασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
El hombre condenado fue enviado a la prisión.

υπεύθυνος, υπαίτιος, υπόλογος

locución verbal

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No eres culpable de lo que pasó.

αθώος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Fue encontrada no culpable en los cuatro cargos de asesinato.

αθωωτική ετυμηγορία

locución nominal masculina (derecho)

El jurado emitió veredicto de no culpable basándose en la falta de pruebas.

ένοχη συνείδηση

κάνω κπ να νιώσει τύψεις, κάνω κάποιον να νιώσει ένοχος

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi amiga me hizo sentir culpable porque tardé tanto en vestirme que perdimos el bus.

δηλώνω ένοχος

locución verbal

Le dijo a su abogado que se iba a declarar culpable de todos los cargos en su contra.

βγαίνω μπροστά

locución verbal (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Me declaro culpable, uno sabe que está mal, pero a veces no puede evitar actuar así.

αποφαίνομαι, διαπιστώνω, γνωμοδοτώ

(για την ενοχή κάποιου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Recientemente han declarado culpable a Apple de infringir deliberadamente una patente.

αθωώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Acusaron al hombre de robo, pero el juez lo dejó ir porque no había evidencia suficiente.

προσπάθεια να νιώσει κάποιος τύψεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φταίω, σφάλλω

locución verbal

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Louise fue culpable de llevarse el coche de su amigo Eric sin su permiso.

αισθάνομαι ενοχές για κτ

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me siento culpable de mi comportamiento.

αισθάνομαι μετανοιωμένος

(για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Me siento mal por haber copiado en el examen.

κάνω κπ να νιώσει τύψεις

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υπεύθυνος για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fue declarado culpable de sus crímenes.
Είναι υπεύθυνος για τα εγκλήματα που διέπραξε.

που φταίει

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Soy culpable de haber roto el jarrón.
Εγώ ευθύνομαι για το σπάσιμο του βάζου.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του culpable στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.