Τι σημαίνει το cumplir στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης cumplir στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cumplir στο ισπανικά.
Η λέξη cumplir στο ισπανικά σημαίνει κρατάω, τηρώ, πηγαίνω, γίνομαι, συμμορφώνομαι, εκπληρώνω, εκπληρώνω, προσαρμόζομαι, εκπληρώνω, πραγματοποιώ, κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μου, φέρνω σε πέρας, ταιριάζω, ικανοποιώ, ανταποκρίνομαι με επιτυχία, εκτίω, περνάω, εκπληρώνω, υπακούω σε κτ, συμμορφώνομαι με κτ, συμμορφώνομαι, τηρώ, αποδίδω, υπηρετώ, τηρώ, αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου, που δεν εκπληρώθηκε, ικανοποιώ, πλησιάζω τα, κοντεύω τα, κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου, παίζω ρόλο, δεν κρατάω το λόγο μου, δεν κρατάω την υπόσχεσή μου, πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιου, κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου, ακολουθώ οδηγίες κάποιου, υπακούω τους κανόνες, εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρους, διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφές, είμαι επαρκής/κατάλληλος, υπακούω/τηρώ κανονισμούς, εξυπηρετώ το σκοπό, υπακούω κανονισμούς, δεν ανταποκρίνομαι σε κτ, κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μου, ικανοποιώ τις προσδοκίες, ανταποκρίνομαι στον ορισμό, συμφωνώ με τον ορισμό, αποτελεί λύση της εξίσωσης, ανταποκρίνομαι στις προσδοκίες, τηρώ μια προθεσμία, συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπ, πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις, κάνω φυλακή, πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ, είμαι στη στενή, είμαι στη φυλακή, περιμένω κπ να τηρήσει την υπόσχεσή του, δικαιούμαι, που συμμορφώνεται με κτ, ικανοποιώ την επιθυμία, συμμορφώνομαι με κτ, πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις, εκτελώ, τηρώ, παραμελώ, αμελώ, αναποκρίνομαι σε, εκτελώ, πληρώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης cumplir
κρατάω, τηρώ(μτφ: μια υπόσχεση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Contrario a mucha gente, yo si cumplo mis promesas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Αντίθετα από μερικούς ανθρώπους, εγώ κρατάω (or: τηρώ) τις υποσχέσεις μου. |
πηγαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Acaba de cumplir 12 años. Μόλις πήγε δώδεκα. |
γίνομαιverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi bisabuela cumplió 99 la semana pasada. |
συμμορφώνομαιverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Si te niegas a cumplir, corres el riesgo de que te multen. Αν αρνηθείς να συμμορφωθείς, διατρέχεις κίνδυνο να σου επιβληθεί ποινή. |
εκπληρώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se te pagará cuando hayas cumplido tus obligaciones contractuales. Θα πληρωθείς όταν θα έχεις εκπληρώσει τις συμβατικές σου υποχρεώσεις. |
εκπληρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Marcos es muy de fiar, siempre cumple sus promesas. |
προσαρμόζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκπληρώνω, πραγματοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente cumplió su promesa y nos devolvió el dinero. Τελικά εκπλήρωσε την υπόσχεσή του και επέστρεψε τα χρήματα. |
κάνω το καθήκον μου, εκπληρώνω το καθήκον μουverbo intransitivo (obligación, trabajo) (μεταφορικά, ειρωνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Después de trabajar en la empresa durante 34 años, decidí que ya había cumplido. |
φέρνω σε πέρας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El ejecutor de un testamento cumple con los deseos del fallecido. |
ταιριάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La comisión comprobó que el candidato cumplía con las condiciones para aspirar al puesto. Η επιτροπή έλεγξε εάν ο υποψήφιος πληρούσε τις προϋποθέσεις για να κάνει αίτηση για τη θέση εργασίας. |
ανταποκρίνομαι με επιτυχία(μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Cuando le pidieron incrementar las ventas en un 20%, él cumplió. Όταν του ζητήθηκε να αυξήσει τις πωλήσεις κατά 20%, τα κατάφερε. |
εκτίωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él cumple una sentencia de diez años por el crimen. Εκτίει 10ετή ποινή για το έγκλημα. |
περνάω(requerimiento, norma, requisito) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εκπληρώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El padre de Kirsty pidió que tiraran sus cenizas en su playa favorita, y después de que murió, ella cumplió su promesa de hacerlo. |
υπακούω σε κτ
Todos deberían obedecer la ley. Όλοι πρέπει να υπακούουν τους νόμους. |
συμμορφώνομαι με κτ
Los abogados deben obedecer estrictamente las reglas de conducta profesional. Οι δικηγόροι πρέπει να συμμορφώνονται με τους κανόνες επαγγελματικής δεοντολογίας. |
συμμορφώνομαι(με απαιτήσεις, προδιαγραφές) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
τηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Todos deben observar la ley. |
αποδίδω(AmL) (σεξουαλικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) El viejo no podía desempeñarse como anteriormente lo hacía. |
υπηρετώ(obsoleto) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Él sirvió fielmente durante muchos años. |
τηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cathy decidió obedecer las reglas. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ως ευσυνείδητοι πολίτες πρέπει να συμμορφωνόμαστε προς τους νόμους. |
αθετώ το λόγο μου, δεν τηρώ το λόγο μου, αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prometiste ayudarme y después incumpliste tu promesa. |
αθετώ την υπόσχεσή μου, δεν τηρώ τον λόγο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
που δεν εκπληρώθηκε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ικανοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El desempeño del empleado no llenó las expectativas del gerente. Η απόδοση του εργαζομένου δεν ικανοποίησε τις προσδοκίες του διευθυντή. |
πλησιάζω τα, κοντεύω ταlocución preposicional (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tom siempre se rehúsa a revelar su edad, pero debe estar para cumplir los setenta. Ο Τομ πάντα αρνείται ν' αποκαλύψει την ηλικία του, πρέπει όμως να πλησιάζει (or: κοντεύει) τα εβδομήντα. |
κάνω το χρέος μου, κάνω το καθήκον μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Deberías cumplir con tu obligación como un ciudadano responsable de este país. |
παίζω ρόλο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Martha hizo su parte para que el evento fuera un éxito. |
δεν κρατάω το λόγο μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice no cumplió su promesa de ayudarme a cocinar. |
δεν κρατάω την υπόσχεσή μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) No puedo creer que tú, mi propio hermano, no cumplas con tu palabra y me prestes el dinero. |
πραγματοποιώ την επιθυμία κάποιου, πραγματοποιώ την ευχή κάποιου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El hada madrina de Cenicienta le concedió el deseo de ir al baile. |
κρατάω το λόγο μου, κρατώ το λόγο μου, τηρώ το λόγο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nunca cumple su palabra: siempre cuenta mis secretos. |
ακολουθώ οδηγίες κάποιου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
υπακούω τους κανόνεςlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mayoría de las cosas funcionan mejor cuando todos cumplimos las normas. Τα περισσότερα πράγματα λειτουργούν πιο ομαλά όταν όλοι υπακούμε τους κανόνες. Ήταν ανυπότακτος και θεωρούσε ότι δεν έπρεπε να υπακούσει τους κανόνες. |
εκπληρώνω τους όρους, πληρώ τους όρους(με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si no cumples con las condiciones del contrato te pueden demandar por incumplimiento de contrato. |
διατηρώ τις υψηλότερες προδιαγραφέςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El hospital tiene como objetivo cumplir con las normas de excelencia en materia de salud. |
είμαι επαρκής/κατάλληλοςlocución verbal |
υπακούω/τηρώ κανονισμούςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ¡Debes cumplir las reglas! Πρέπει να τηρείς τους κανονισμούς. |
εξυπηρετώ το σκοπόlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si no tienes una pala para cavar, un palo afilado puede cumplir la función. |
υπακούω κανονισμούςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν ανταποκρίνομαι σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Las calificaciones del chico no alcanzaron las expectativas de su padre. Οι βαθμοί του αγοριού υπολείπονταν των προσδοκιών του πατέρα του. |
κρατάω την υπόσχεση μου, κρατάω το λόγο μουlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) —¿Cumples tus promesas? —le preguntó después de que le prometiera que no lo volvería a hacer más. |
ικανοποιώ τις προσδοκίες
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Temo que nunca colmaré las expectativas de mis padres. |
ανταποκρίνομαι στον ορισμό, συμφωνώ με τον ορισμόlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποτελεί λύση της εξίσωσηςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανταποκρίνομαι στις προσδοκίεςlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Esperemos que el nuevo jugador cumpla con las expectativas y anote algunos goles. |
τηρώ μια προθεσμία
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμμορφώνομαι με τη γραμμή κπlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσειςlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Robert quería entrar a la competencia pero los oficiales le dijeron que no cumplía con los requisitos. Ο Ρόμπερτ ήθελε να συμμετάσχει στον διαγωνισμό αλλά οι υπεύθυνοι του είπαν ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις (or: ικανοποιούσε τις προϋποθέσεις). |
κάνω φυλακήlocución verbal (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώ τις προϋποθέσεις για κτlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
πληρώ τις προϋποθέσεις για κτ, πληρώ τα κριτήρια για κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Llene ahora nuestro formulario en internet para que podamos determinar si cumple los requisitos para el préstamo. |
είμαι στη στενή(αργκό, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Está cumpliendo pena por fraude. |
είμαι στη φυλακήlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El asesino fue liberado tras cumplir sólo tres años de su condena. |
περιμένω κπ να τηρήσει την υπόσχεσή του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dijo que vendría a verme y yo le tomé la palabra. |
δικαιούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Calificamos para un crédito impositivo gracias al horno de bajo consumo que hemos instalado. Πληρούμε τς προϋποθέσεις για έκπτωση φόρου λόγω της εγκατάστασης καυστήρα ενεργειακής απόδοσης. |
που συμμορφώνεται με κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El gerente debe asegurarse de tener un restaurante que cumpla con las regulaciones sanitarias y de seguridad. |
ικανοποιώ την επιθυμία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Picasso le cumplió el deseo a Quinn y dejó que lo fotografíe en su trabajo. |
συμμορφώνομαι με κτ
|
πληρώ τις προϋποθέσεις, ικανοποιώ τις απαιτήσεις(για κτ ή με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La familia recibió una carta que decía que cumplía los requisitos para recibir los subsidios estatales. Η οικογένεια έλαβε ένα γράμμα που ανέφερε ότι πληρούσε τις προϋποθέσεις (or: ικανοποιούσε τις απαιτήσεις) για τη λήψη κρατικών επιδομάτων. |
εκτελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no puedes desarrollar las actividades que son requeridas, encuentra a alguien que pueda hacerlo. Δεν μπορώ να κάνω αυτά που που απαιτούνται, βρες κάποιον που να μπορεί. |
τηρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no cumples con las normas te meterás en problemas. Αν δεν τηρείς τους κανόνες, θα μπεις σε μπελάδες. |
παραμελώ, αμελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El soldado no cumplió con sus deberes y lo echaron del ejército. Ο στρατιώτης παραμέλησε τα καθήκοντά του και αποτάχθηκε από τον στρατό. |
αναποκρίνομαι σε(μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) No importaba lo que hiciera, no podía estar a la altura de las expectativas de su padre. 'Ο,τι και να έκανε, δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στις προσδοκίες του πατέρα του. |
εκτελώ(για καθήκοντα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julian es un buen empleado que siempre ha cumplido con sus obligaciones de manera intachable. |
πληρώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Este proceso no cumple con las normas de calidad. Αυτή η διαδικασία δεν πληροί τα πρότυπα ποιότητας. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cumplir στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του cumplir
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.