Τι σημαίνει το curioso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης curioso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του curioso στο Ιταλικό.
Η λέξη curioso στο Ιταλικό σημαίνει χώνομαι, θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ, αδιάκριτος, περίεργος, σκαλίζω, περίεργος, φιλοπερίεργος, περίεργος, ανήσυχος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, περίεργος, ερευνητικός, διερευνητικός, εξεταστικός, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, αλλόκοτος, αλλόκοτος, παράδοξος, τρελός, παλαβός, περίεργος, αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος, αδιάκριτος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, παράξενος, περίεργος, ιδιαίτερος, χαζεύω αυτοκινητιστικό, χάσκας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης curioso
χώνομαι(μεταφορικά, καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se ne sta sempre a curiosare tra gli affari privati del vicinato. |
θέλω να ξέρω τα πάντα για κτ, ρωτάω πολλά για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η Γουέντυ μισούσε τον τρόπο με τον οποίο η μητέρα της πάντα έχωνε τη μύτη της στην ερωτική της ζωή. Είναι αγενές να χώνεις τη μύτη σου στις ξένες υποθέσεις. |
αδιάκριτος, περίεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Maria ha la brutta abitudine di ficcanasare (or: fare la ficcanaso). Non lasciare alcun documento personale in bella vista! |
σκαλίζω(καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stavo curiosando in camera sua quando ho trovato questa foto. Σκάλιζα στο δωμάτιο του και βρήκα αυτή τη φωτογραφία. |
περίεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I bambini sono naturalmente curiosi circa le relazioni familiari. Τα παιδιά είναι εκ φύσης περίεργα για τις οικογενειακές σχέσεις. |
φιλοπερίεργοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il bambino curioso faceva domande di ogni tipo. |
περίεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli amici curiosi di Paolo gli hanno fatto domande sul nuovo lavoro. Οι περίεργοι φίλοι του Πάολο τον ρωτούσαν για την νέα του δουλειά. |
ανήσυχοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gli studenti con una mente curiosa vogliono risposte vere. |
περίεργος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I ratti sono creature curiose. Τα τρωκτικά είναι περίεργα όντα. |
παράξενος, αλλόκοτοςaggettivo (informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è stato un incidente curioso, tra un uniciclo e un autobus. Έγινε ένα μυστήριο ατύχημα με ένα μονόκυκλο και ένα λεωφορείο. |
περίεργοςaggettivo (για μάθηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περίεργοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ερευνητικός, διερευνητικός, εξεταστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le opere d'arte sono affascinanti, ma l'esposizione è strana. Τα έργα τέχνης είναι εξαιρετικά, αλλά η έκθεσή τους είναι περίεργη. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è uno strano tipo con un costume da clown per strada. Υπάρχει ένας περίεργος άνδρας που φορά ένα κουστούμι κλόουν στο δρόμο. |
περίεργος, παράξενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Uno dei pasticcini aveva una forma strana. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήταν πολύ ασυνήθιστη η συμπεριφορά του σήμερα. |
περίεργος, παράξενος, αλλόκοτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Di dessert c'era un piatto bizzarro (or: curioso) a base di pesce. Το επιδόρπιο ήταν ένα περίεργο πιάτο που είχε και ψάρι ανάμεσα στα συστατικά. |
αλλόκοτος, παράδοξοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un gatto a tre zampe? Che strano! Μια γάτα με τρία πόδια; Αυτό είναι αλλόκοτο (or: παράδοξο)! |
τρελός, παλαβός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi è successo qualcosa di stravagante oggi venendo al lavoro. |
περίεργοςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αλλόκοτος, παράξενος, μυστήριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si occupa di qualche strano affare con macchine usate. Ασχολείται με μια παράξενη δουλειά με μεταχειρισμένα αμάξια. |
αδιάκριτος(informale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tu sei un piccolo ficcanaso, vero? |
περίεργος, παράξενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è qualcosa di strano in quell'uomo laggiù. |
περίεργος, παράξενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Che strano! Chi se lo sarebbe mai aspettato? |
περίεργος, ιδιαίτεροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dorothy aveva delle maniere piuttosto bizzarre e non era chiaramente abituata a stare con gente raffinata. |
χαζεύω αυτοκινητιστικό(ατύχημα, τροχαίο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάσκας(μτφ: με το στόμα ανοιχτό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του curioso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του curioso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.