Τι σημαίνει το davvero στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης davvero στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του davvero στο Ιταλικό.
Η λέξη davvero στο Ιταλικό σημαίνει πάρα πολύ, ναι, μάλιστα, βεβαίως, ειλικρινά, αληθινά, πραγματικά, πολύ, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, πραγματικά, σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα, φοβερά, πραγματικά, απίστευτα, και πολύ, πολύ, φοβερά, απίστευτα, τέρμα, πολύ, πραγματικά, αληθινά, εντελώς, τελείως, πλήρως, τρελός, όντως, πράγματι, πραγματικά, κυριολεκτικά, απλά, απλώς, τόσο, εξαιρετικά ψυχρός, δριμύτατα τσουχτερός, έντονα, δυνατά, πραγματικά, πράγματι, σοβαρά, εξαιρετικά, απολύτως, εντελώς, τελείως, που να πάρει, πραγματικά, τόσο πολύ, πάρα πολύ, πολύ, ιδιαίτερα, αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος, απλά, πολύ, απόλυτα, όντως, πράγματι, φοβερά, απίστευτα, άκρως, εντελώς, απολύτως, απίστευτα, αφάνταστα, πολύ, όντως, πράγματι, καταπληκτικός, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, τρομερός, πολύ ενοχλητικός, υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα, πολύ, ω, ωχ, αχ, χελόου;, Άντε!, Τι λες τώρα!, Ευχαριστώ πολύ, Ευχαριστώ πάρα πολύ, Χίλια ευχαριστώ, Να 'σαι καλά, παραπάει, είναι πολύ πιθανό, εντελώς, απόλυτα, άθλια, όχι ακριβώς, αλήθεια, σοβαρά, Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκα, αλήθεια, το εννοώ, Σοβαρά;, Αλήθεια;. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης davvero
πάρα πολύavverbio (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Lei era davvero un tesoro! |
ναι, μάλιστα, βεβαίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Tende la mano al povero. Porge davvero le sue mani al bisognoso. |
ειλικρινάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ti amo davvero. |
αληθινά, πραγματικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quel libro è davvero originale. |
πολύ
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιοςavverbio (rafforzativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I fuochi d'artificio per il 4 luglio quest'anno sono stati proprio uno spettacolo. Φέτος, τα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου ήταν εκπληκτικό θέαμα. |
πραγματικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il regalo la sorprenderà davvero. Το δώρο πραγματικά θα την εκπλήξει. |
σίγουρα, βεβαίως, ασφαλώς, αδιαμφισβήτητα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Lo sai davvero o stai solo tirando ad indovinare? Το ξέρεις σίγουρα αυτό ή κάνεις απλώς υποθέσεις; |
φοβερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πραγματικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È davvero carina. Είναι πραγματικά όμορφη. |
απίστευταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hai visto quel film? È proprio bello. |
και πολύavverbio (αργκό) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Quel ragazzo è veramente stupendo. Ο τύπος είναι και πολύ κούκλος. |
πολύavverbio (rafforzativo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hai proprio avuto fortuna a non farti beccare! Είσαι πολύ τυχερή που δεν σε έπιασαν! |
φοβερά, απίστευταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mary fa delle torte veramente buone. Η Μαίρη φτιάχνει μια γαμάτη πίτα. |
τέρμαavverbio (αργκό: πολύ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È stato incredibilmente facile. |
πολύavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sì, è davvero intelligente. |
πραγματικά, αληθινάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quella macchina è proprio bella. |
εντελώς, τελείως, πλήρως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sono davvero stremato! Είμαι ντιπ για ντιπ εξαντλημένος! |
τρελόςavverbio (rafforzativo) (αργκό, ανεπίσημο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era davvero caldo fuori. Έκανε τρελή ζέστη έξω. |
όντως, πράγματι, πραγματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sì, infatti penso di cenare fuori stasera. Ναι, όντως, σκοπεύω να φάω έξω απόψε. |
κυριολεκτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aveva le dita letteralmente congelate e hanno dovuto amputargliele. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα δάχτυλά της ήταν κυριολεκτικά παγωμένα και έπρεπε να ακρωτηριαστούν. |
απλά, απλώς(davvero) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mark e Rachel hanno fatto un matrimonio semplicemente fantastico. Ο γάμος το Μαρκ και της Ρέιτσελ ήταν απλά τέλειος. |
τόσοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quel ragazzo è davvero carino! Αυτός ο τύπος είναι πολύ ωραίος! |
εξαιρετικά ψυχρός, δριμύτατα τσουχτερός(freddo) (για ψύχος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La scorsa settimana c'è stato un freddo pungente ogni giorno. Ο καιρός την προηγούμενη εβδομάδα ήταν εξαιρετικά ψυχρός κάθε μέρα. |
έντονα, δυνατά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πραγματικά, πράγματι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Dopo tutti questi anni di Medicina non vedo l'ora di curare pazienti per davvero. Μετά απ' όλα αυτά τα χρόνια στη σχολή ιατρικής, ανυπομονώ να ξεκινήσω να θεραπεύω ασθενείς στ' αλήθεια. |
σοβαράavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Veramente starai seduto lì accusandomi di essere quello pigro? |
εξαιρετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le strade stanno diventando proprio pericolose con le nevicate. |
απολύτως, εντελώς, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sarah è perfettamente capace di svolgere il compito. Laverò i piatti ma scrostare il water e tutta un'altra storia. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η Σάρα είναι απολύτως ικανή να κάνει αυτή τη δουλειά. |
που να πάρει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ναι που να πάρει, έχω θυμώσει! |
πραγματικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hai visto delle luci lampeggianti nel cielo? È proprio strano! Είδες φώτα που αναβόσβηναν στον ουρανό; Αυτό είναι πραγματικά περίεργο! |
τόσο πολύ, πάρα πολύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Desidero tantissimo rivederti! Θέλω τόσο πολύ να σε δω ξανά! |
πολύ, ιδιαίτεραavverbio (rafforzativo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hanno lavorato veramente sodo quel giorno. Δούλεψαν υπερβολικά σκληρά εκείνη τη μέρα. |
αναθεματισμένος, καταραμένος, σκασμένος(rafforzativo) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
απλάavverbio (enfatico) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi piace proprio questo film! |
πολύavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È molto intelligente, vero? |
απόλυτα(con superlativi) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era di gran lunga la migliore per il lavoro. Ήταν το καλυτερότερο άτομο για τη δουλειά. |
όντως, πράγματιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È proprio (or: veramente) un comico. |
φοβερά, απίστευτα(rafforzativo) (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άκρως, εντελώς, απολύτωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ha recitato in tre film molto seri prima di fare questa commedia. |
απίστευτα, αφάνταστα(intensificatore) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύ(informale) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Stare a casa a fare i compiti il venerdì sera è parecchio deprimente. |
όντως, πράγματιinteriezione (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
καταπληκτικός, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, τρομερός(con enfasi) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός ο καπνιστός σολομός είναι φοβερός με σάλτσα τζίντζερ. Το φαγητό ήταν φανταστικό. |
πολύ ενοχλητικόςlocuzione aggettivale (αργκό,πιθανώς προσβλητικό) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo tuo modo di fare è davvero irritante, non ti rendi conto che tutti cominciano a evitarti? |
υπερβολικά, πάρα πολύ, υπέρμετρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era fin troppo magra per poter essere attraente. |
πολύ(seguito da aggettivo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ω, ωχ, αχinteriezione (informale: per esprimere comprensione) (συμπάθεια, οίκτος) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
χελόου;interiezione (informale, ironico: cosa ovvia) (αργκό) |
Άντε!interiezione (informale) (καθομιλουμένη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Τι λες τώρα!interiezione (espressione di sorpresa) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
Ευχαριστώ πολύ, Ευχαριστώ πάρα πολύ, Χίλια ευχαριστώ, Να 'σαι καλάinteriezione (ironico) (ειρωνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Grazie tante per essertene andato con la macchina e avermi lasciato sotto la pioggia! |
παραπάει(idiomatico) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'idea di Jack di costruire il suo osservatorio è davvero troppo! |
είναι πολύ πιθανόverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Potrebbe ben essere che vincano il campionato. |
εντελώς, απόλυταavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Robert era davvero molto stanco dopo una giornata passata ad avere a che fare con adolescenti ribelli. Ο Ρόμπερτ ήταν εντελώς μπουχτισμένος ύστερα από μια ημέρα ενασχόλησης με απείθαρχους εφήβους. |
άθλια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo pianista suona da cani. |
όχι ακριβώςlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αλήθεια, σοβαράinteriezione (έκπληξη) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Davvero? Vuoi proprio farlo? Αλήθεια (or: Σοβαρά); Σκοπεύεις στ' αλήθεια να το κάνεις; |
Χωρίς πλάκα, Πέρα από την πλάκα, Δεν κάνω πλάκαinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sul serio, John, è davvero arrabbiata con te! |
αλήθειαinteriezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Sei incinta? Davvero? Είσαι έγκυος; Αλήθεια; |
το εννοώ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Σοβαρά;, Αλήθεια;interiezione (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Hai visto delle luci lampeggianti nel cielo? Dici davvero? |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του davvero στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του davvero
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.