Τι σημαίνει το debate στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης debate στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του debate στο Αγγλικά.

Η λέξη debate στο Αγγλικά σημαίνει συζήτηση, διάλογος, δημόσια συζήτηση, συζητάω, συζητώ, εξετάζω, σκέφτομαι, συζητάω, συζητώ, αντιμετωπίζω κπ σε δημόσιο διάλογο, έντονη συζήτηση, ανοιχτός προς συζήτηση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης debate

συζήτηση

noun (discussion)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The group of friends were discussing the themes of the text and their debate went on for some time.
Η παρέα κουβέντιαζε για τα θέματα του κειμένου και η συζήτηση κράτησε κάμποση ώρα.

διάλογος

noun (argument about [sth])

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
There is currently a lot of debate about immigration.
Αυτή την περίοδο γίνεται πολύς διάλογος για τη μετανάστευση.

δημόσια συζήτηση

noun (formal contest)

It was clear that Karen had won the debate.
Ήταν ξεκάθαρο, η Κάρεν κέρδισε το ντιμπέιτ.

συζητάω, συζητώ

transitive verb (argue a topic, point) (κάτι, για κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The member of the panel debated the merits of raising taxes.
Το μέλος της επιτροπής συζήτησε τα πλεονεκτήματα της αύξησης φόρων.

εξετάζω, σκέφτομαι

transitive verb (try to decide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The government is debating whether to hold a referendum on this topic.
Η κυβέρνηση εξετάζει το ενδεχόμενο δημοψηφίσματος γι' αυτό το ζήτημα.

συζητάω, συζητώ

intransitive verb (have a formal debate)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The teams were still debating when we left.
Όταν φύγαμε, οι ομάδες ακόμα συζητούσαν.

αντιμετωπίζω κπ σε δημόσιο διάλογο

transitive verb (have formal debate with)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julie had to debate the best speaker in the district.

έντονη συζήτηση

noun (heated discussion)

ανοιχτός προς συζήτηση

adjective (open to discussion)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
The future of Britain's nuclear weapons system is up for debate.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του debate στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του debate

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.