Τι σημαίνει το diretor στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης diretor στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diretor στο πορτογαλικά.
Η λέξη diretor στο πορτογαλικά σημαίνει διευθυντής, διευθύντρια, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, διευθυντής, διευθύντρια, δεσμοφύλακας, φύλακας, δημιουργός, διευθυντής, διευθυντής, διευθύντρια, θεατρικός σκηνοθέτης, σκηνοθέτης, προπονητής, προπονήτρια, διευθυντής, διευθυντής, διευθύντρια, αρχηγός αδελφότητας, επικεφαλής, επί κεφαλής, διευθυντής, διευθύντρια, διευθυντής, διευθύντρια, σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια, ελεγκτής, ελέγκτρια, διοικητής, διευθυντής, υποκριτική, διοικητικό συμβούλιο, υποδιευθυντής, υποδιευθυντής, υποδιευθύντρια, Διευθύνων Σύμβουλος, γενικός διευθυντής, παρουσιαστής τσίρκου, δάσκαλος οικοτροφείου, καρέκλα σκηνοθέτη, διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων, καλλιτεχνικός διευθυντής, καλλιτεχνικός διευθυντής, βοηθός σκηνοθέτη, υπεύθυνος διανομής ρόλων, διευθύνων σύμβουλος, διευθύνων σύμβουλος, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, γενικός διευθυντής επιχειρήσεων, σκηνοθέτης, διευθυντής επιχείρησης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, διευθυντής, διευθύντρια, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, επικεφαλής γιατρός, σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγής, συντονιστής προγράμματος, συντονίστρια προγράμματος, μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντρια, κινηματογραφικός σκηνοθέτης, κινηματογραφική σκηνοθέτιδα, οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια, συμπροεδρεύων, εισαγγελέας, διευθυντική θέση, καλλιτεχνικός διευθυντής, βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντής, stage manager, διοικητικό συμβούλιο, σκηνοθέτης, καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης diretor
διευθυντής, διευθύντριαsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Quem é o diretor deste projeto? Ποιος είναι ο επικεφαλής αυτού του έργου; |
σκηνοθέτης, σκηνοθέτριαsubstantivo masculino (cinema) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Ele é ator, mas gostaria realmente de ser um diretor de filmes. Ηθοποιός είναι, αλλά στην πραγματικότητα θα ήθελε να είναι σκηνοθέτρια. |
διευθυντής, διευθύντριαsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Είναι διευθυντής πέντε μεγάλων επιχειρήσεων. |
δεσμοφύλακας, φύλακαςsubstantivo masculino (de presídio) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) O guarda relatou suas preocupações quantos aos prisioneiros ao diretor do presídio. Ο φρουρός εξέφρασε τις ανησυχίες του σχετικά με τους κρατούμενους στον δεσμοφύλακα (or: φύλακα). |
δημιουργόςsubstantivo masculino (de cinema) (κινηματογράφος: σκηνοθέτης-σεναριογράφος) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
διευθυντήςsubstantivo masculino (administrador de escola) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διευθυντής, διευθύντριαsubstantivo masculino (escolar) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
θεατρικός σκηνοθέτηςsubstantivo masculino (de teatro) |
σκηνοθέτηςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προπονητής, προπονήτριαsubstantivo masculino (de um time esportivo) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Despediram o diretor porque o time havia perdido muitos jogos. Ο προπονητής απολύθηκε γιατί η ομάδα είχε υπερβολικά πολλές ήττες. |
διευθυντήςsubstantivo masculino (σχολείο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Eles tiraram as crianças da escola depois do escândalo envolvendo o diretor. |
διευθυντής, διευθύντρια(pessoa que supervisiona um projeto) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) O diretor era rígido, mas justo. Ο διευθυντής ήταν αυστηρός αλλά δίκαιος. |
αρχηγός αδελφότητας
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επικεφαλής, επί κεφαλήςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O médico diretor é o Dr. Thomas. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο ηγέτης του κόμματος παραιτήθηκε. |
διευθυντής, διευθύντρια(diretor de escola) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) O diretor da escola teve que disciplinar os alunos desobedientes. Ο διευθυντής του σχολείου χρειάστηκε να τιμωρήσει τους κακούς μαθητές. |
διευθυντής, διευθύντρια(pessoa que administra uma empresa) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
σκηνοθέτης, σκηνοθέτρια(cinema: diretor) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ελεγκτής, ελέγκτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
διοικητής, διευθυντήςsubstantivo masculino (οργανισμού, επιχείρησης) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υποκριτική(profissão ou ocupação de um ator) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Minha filha quer estudar interpretação. Η κόρη μου θέλει να σπουδάσει υποκριτική. |
διοικητικό συμβούλιο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) A diretoria deve aprovar qualquer mudança na constituição da empresa. Το διοικητικό συμβούλιο πρέπει να εγκρίνει οποιαδήποτε αλλαγή στο καταστατικό της εταιρείας. |
υποδιευθυντής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υποδιευθυντής, υποδιευθύντριαsubstantivo masculino (εκπαίδευση) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
Διευθύνων Σύμβουλος(anglicismo) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
γενικός διευθυντήςsubstantivo masculino |
παρουσιαστής τσίρκου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
δάσκαλος οικοτροφείου
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καρέκλα σκηνοθέτηsubstantivo feminino (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
διοργανωτής εκδηλώσεων, διοργανώτρια εκδηλώσεων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλλιτεχνικός διευθυντήςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
καλλιτεχνικός διευθυντήςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βοηθός σκηνοθέτηsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
υπεύθυνος διανομής ρόλωνsubstantivo masculino (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Depois da audição, Phil ligou para o diretor de elenco todos os dias para saber se ele ficou com o papel. Μετά την ακρόαση ο Φιλ τηλεφωνούσε στον υπεύθυνο κάστινγκ κάθε μέρα για να δει αν είχε πάρει τον ρόλο. |
διευθύνων σύμβουλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) O diretor executivo tomou a responsabilidade pela performance ruim da empresa. Ο διευθύνων σύμβουλος ανέλαβε την ευθύνη για τις χαμηλές επιδόσεις της εταιρείας. |
διευθύνων σύμβουλος
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) A empresa está procurando um novo diretor executivo. Η εταιρεία αναζητά νέο διευθύνοντα σύμβουλο. |
οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια
|
γενικός διευθυντής επιχειρήσεων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σκηνοθέτηςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
διευθυντής επιχείρησηςsubstantivo masculino (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>
|
διευθυντής, διευθύντρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντριαsubstantivo masculino |
επικεφαλής γιατρός
O Sr. Smith era o médico chefe da unidade cirúrgica. |
σχεδιαστής παραγωγής, σχεδιάστρια παραγωγής(TV, cinema: quem supervisiona visual) (ΤV, κινηματογράφος) |
συντονιστής προγράμματος, συντονίστρια προγράμματος(gerente de um esquema ou projeto) |
μοναδικός διευθυντής, μοναδική διευθύντριαsubstantivo masculino (único gerente de empresa) (εταιρεία) |
κινηματογραφικός σκηνοθέτης, κινηματογραφική σκηνοθέτιδα
|
οικονομικός διευθυντής, οικονομική διευθύντρια(sigla: diretor financeiro) |
συμπροεδρεύωνsubstantivo masculino (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
εισαγγελέαςexpressão (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
διευθυντική θέσηsubstantivo masculino |
καλλιτεχνικός διευθυντήςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
βοηθός διευθυντή, υποδιευθυντήςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
stage manager
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
διοικητικό συμβούλιοsubstantivo masculino |
σκηνοθέτης
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) |
καταρτίζω ένα γενικό σχέδιο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diretor στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του diretor
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.