Τι σημαίνει το eliminar στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης eliminar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του eliminar στο πορτογαλικά.
Η λέξη eliminar στο πορτογαλικά σημαίνει εξαλείφω κτ από κτ, απαλείφω, εξαλείφω, εξοντώνω, αποκλείω, εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύω, αφαιρώ, απομακρύνω, καταργώ κτ σταδιακά, καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία, παραλείπω, αποκλείω, σκοτώνω, ξεκάνω, βγάζω, βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματα, αποκλείω, σκοτώνω, αποβάλλομαι από το παιχνίδι μετά από τρία αποτυχημένα χτυπήματα της μπάλας που ρίχνει ο πίτσερ, είμαι χαμένος από χέρι, βγάζω από τη μέση, ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι από, καλύπτω, εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαι, καθαρίζω, τρώω, διαγράφω, σβήνω, αποκλείω, απαλείφω, εξαλείφω, εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω, καταπολεμώ, εξαλείφω, απομακρύνω, στέλνω, διαγράφω, σβήνω, διαγράφω, αφαιρώ, αφαιρώ, εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνω, διαγράφω, σβήνω, απορρίπτω, περιορίζω σταδιακά κτ, απαλείφω, απομακρύνω, αφαιρώ, ξεριζώνω το κακό, εξισώνω, εξισώνω κτ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης eliminar
εξαλείφω κτ από κτ
Supostamente, este filtro elimina 99% dos contaminantes nocivos da água. |
απαλείφω, εξαλείφω, εξοντώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκλείωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξοντώνω, εξουδετερώνω, εξολοθρεύωverbo transitivo (σκοτώνω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώverbo transitivo (eliminar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Precisamos remover (or: eliminar) este passo do processo para torná-lo mais fácil. Πρέπει να βγάλουμε αυτό το κομμάτι της διαδικασίας προκειμένου να την κάνουμε ευκολότερη. |
απομακρύνω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Por que você não elimina as pessoas com baixo desempenho aumentando os padrões? Γιατί δεν απομακρύνεις όσους έχουν κακές επιδόσεις ανεβάζοντας τα απαιτούμενα επίπεδα απόδοσης; |
καταργώ κτ σταδιακά
A Grã-Bretanha vai eliminar o uso de cheques como forma de pagamento até 2018. Με την άνοδο των διαδικτυακών συναλλαγών, οι επιταγές καταργούνται σταδιακά ως μέσο πληρωμής. |
καταργώ σταδιακά, καταργώ βαθμιαία(κάτι από κάτι) |
παραλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκλείω(informal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σκοτώνω, ξεκάνω(matar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dizem que ele foi eliminado pela máfia por roubar dinheiro do cassino. Λέγεται ότι τον ξέκανε η μαφία επειδή έκλεψε λεφτά από το καζίνο. |
βγάζωverbo transitivo (dieta) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Disseram a ela para eliminar carboidratos de amido da dieta. Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της. |
βγάζω έξω από το γήπεδο με τρία χτυπήματα(beisebol: fazer três acertos) (μπέιζμπολ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αποκλείωverbo transitivo (competidor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Na semifinal da competição, o Manchester United eliminou o Liverpool. Στον ημιτελικό, η Μάντσεστερ έβγαλε νοκ άουτ τη Λίβερπουλ. |
σκοτώνω(figurado:matar, eliminar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Muitos soldados foram eliminados pelo fogo inimigo. Πολλοί στρατιώτες σκοτώθηκαν από τα πυρά του εχθρού. |
αποβάλλομαι από το παιχνίδι μετά από τρία αποτυχημένα χτυπήματα της μπάλας που ρίχνει ο πίτσερverbo transitivo (beisebol) (μπέιζμπολ: μπάτερ) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
είμαι χαμένος από χέρι(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ο Μπεν πραγματικά ήθελε εκείνη τη δουλειά, αλλά φαίνεται ότι είναι χαμένος από χέρι. Έστειλε αιτήσεις πριν από πάρα πολύ καιρό και δεν είχε κανένα νέο ακόμη. |
βγάζω από τη μέση(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Οι μαφιόζοι είχαν προσλάβει έναν τύπο να βγάλει από τη μέση τον πληροφοριοδότη πριν την δίκη. |
ξεφορτώνομαι, απαλλάσσομαι απόverbo transitivo (αργκό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Para melhorar a qualidade do nosso leite, queríamos eliminar o uso de antibióticos nas nossas vacas. Προκειμένου να βελτιώσουμε την ποιότητα του γάλακτος μας θέλουμε να απαλλαγούμε από τη χρήση αντιβιοτικών στις αγελάδες μας. |
καλύπτωverbo transitivo (κείμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξουδετερώνω, ξεφορτώνομαιverbo transitivo (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω, τρώωverbo transitivo (αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ele era um risco para nossa quadrilha e sabíamos que cedo ou tarde teríamos que eliminá-lo. Ήταν εμπόδιο για τη συμμορία και ξέραμε πως αργά η γρήγορα θα έπρεπε να τον καθαρίσουμε. |
διαγράφω, σβήνω(apagar, remover) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκλείω, απαλείφω, εξαλείφω(processo de seleção) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαλείφω, καθαρίζω, ξεκαθαρίζω, αφανίζω, εξοντώνω, εξολοθρεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Com esta nova arma, vamos conseguir aniquilar nossos inimigos. Με αυτό το καινούριο όπλο θα μπορέσουμε να αφανίσουμε τους εχθρούς μας. |
καταπολεμώ(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Não vamos erradicar todas as más influências interrompendo o fluxo livre de informações. Δεν θα ξεριζώσουμε όλες τις κακές επιρροές με το να σταματήσουμε την ελεύθερη ροή των πληροφοριών. |
εξαλείφω, απομακρύνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στέλνω(ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω(BRA, arquivo de computador) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry deletou acidentalmente o arquivo no qual trabalhara o dia todo e precisou começar tudo de novo. Ο Χάρυ διέγραψε κατά λάθος το αρχείο πάνω στο οποίο δούλευε όλη μέρα και έπρεπε να ξεκινήσει απ' την αρχή. |
σβήνω, διαγράφω(BRA, texto em um computador) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alison olhou para o que havia acabado de escrever, decidiu que não gostou, e deletou. Η Άλισον έριξε μια ματιά σ' αυτό που μόλις είχε γράψει, αποφάσισε πως δεν της άρεσε και το έσβησε. |
αφαιρώ(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αφαιρώ(από λίστα ή συλλογή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξαλείφω, εξαφανίζω, εξουδετερώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
διαγράφω, σβήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
απορρίπτωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η υπόθεση απορρίφθηκε από το δικαστήριο λόγω έλλειψης στοιχείων. |
περιορίζω σταδιακά κτ(gradualmente) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απαλείφωverbo transitivo (matemática) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Λύστε την εξίσωση απαλείφοντας τους ίσους όρους. |
απομακρύνω, αφαιρώverbo transitivo (κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) O sabão removerá a tinta dos seus dedos. |
ξεριζώνω το κακό(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξισώνωexpressão verbal (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
εξισώνω κτ με κτexpressão verbal |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του eliminar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του eliminar
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.